Από τότε που γεννήθηκα, το 1960, έχω ζήσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή μου στο τρίγωνο Εξάρχεια-Κολωνάκι-Σόλωνος, σε τέσσερα διαφορετικά σπίτια, δύο στο Κολωνάκι και δύο στα Εξάρχεια. Εξαίρεση, τα τέσσερα χρόνια που σπούδαζα στο Λονδίνο κι άλλα δύο-τρία συνολικά που ταξίδεψα στο εξωτερικό. Πάνω από μισό αιώνα λοιπόν, εδώ, στα ίδια μέρη, έχω παρακολουθήσει τις αλλαγές, τις φορτίσεις και τις εκφορτίσεις του. Εδώ έπαιξα παιδάκι, εδώ σπούδασα, εδώ ερωτεύτηκα, εδώ παντρεύτηκα, εδώ ζω με τη γυναίκα και τον γιο μου.
Εχω προλάβει την εποχή ενός κλασικού Κολωνακίου με υπέροχα εστιατόρια και στέκια. Ομορφους και λαμπερούς ανθρώπους. Με θρυλικά εστιατόρια όπως το «Minute» όπου ερχόταν η crème de la crème της διανόησης, η οποία αργότερα μετακόμισε στον «Βρούτο», το έτερο διαμάντι που είχαν στήσει ο Νίκος ο Κούνδουρος με τον μετέπειτα πατριό μου και δεύτερο πατέρα μου Βασίλη Πουλαντζά. Για εμάς απέναντι υπήρχε το «Decadence», το σπίτι του Γεωργίου Ζωιτάκη πριν ακόμη εγκατασταθεί στο Μέγαρο Μαξίμου ως… αντιβασιλιάς. Με την ανατολή της δεκαετίας του ’90 το κτίριο μεταμορφώθηκε σε «Club Decadence» από τον Νίκο Λακόπουλο και εξελίχθηκε σε χιπ στέκι, όπου όλα μπορούσαν να συμβούν: βραδιές ποίησης αφιερωμένες στον Μίλτο Σαχτούρη και άλλους, εκθέσεις εικαστικών, κινηματογραφικές προβολές από τη λέσχη «Cine Decadence», κουρείο, μανάβικο, γυρίσματα από τον αείμνηστο Νίκο Νικολαΐδη, συναντήσεις ξένων συγκροτημάτων μετά τις συναυλίες τους στην πόλη, έκδοση του πρώτου αθηναϊκού free press με τίτλο «Decadence Times», βραδιές γεμάτες μουσική, όπου το post-punk και το χορευτικό ροκ του Μάντσεστερ συναντούσαν τις rave συχνότητες των 90s.
Στέκι για νέους λογοτέχνες
Η δε Καλλιδρομίου είναι ένας μαγικός δρόμος που καταλήγει στον περίφημο «Ενοικο», το στέκι όπου μαζευόμασταν νέοι λογοτέχνες σαν τον Βακαλόπουλο, τον Τατσόπουλο, τον Ξενάριο και πολλούς άλλους, με τους οποίους συζητούσαμε μέχρι πρωίας με τα αντανακλαστικά ακονισμένα να λάμπουν. Ο ιδιοκτήτης έχει κρατήσει κορνιζαρισμένα ακόμη και τα εξώφυλλα των βιβλίων μας. Υπάρχει και το εξώφυλλο του πρώτου μου μυθιστορήματος «Ο έβδομος ελέφαντας» που έβγαλα το 1999, κάτι πολύ συγκινητικό για μένα.
Κάποια εποχή έμενα δίπλα στην πλατεία Κολωνακίου, είχα μπει στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ και πηγαινοερχόμουν στη διαδρομή με τα πόδια.
Ηταν μια χρυσή περίοδος και ένα σαγηνευτικό σκηνικό για κάποιον ο οποίος ενδιαφερόταν για τις τέχνες και σπούδαζε στην Αρχιτεκτονική. Προσέφερε πάμπολλες αφορμές για να παίξεις με την πραγματικότητα, από την πιο ταπεινή μέχρι την πιο ολιστική. Φέρ’ ειπείν, μια από τις πρώτες ασκήσεις ήταν να κάνουμε μία τυχαία διαδρομή στη συγκεκριμένη περιοχή που συζητάμε, να την καταγράψουμε φωτογραφικά και να συγκεντρώσουμε κάποιες πρώτες παρατηρήσεις για την πολεοδομική / χωροταξική / μορφολογική της υφή. Μάθημα φλανερί δηλαδή. Συχνά η πόλη ήταν απρόσβλητη από ερμηνείες, παρέμενε κλειδωμένη, αντιφατική, απροσπέλαστη. Αλλες φορές ανοιγόταν σαν λουλούδι που ανθίζει. Οπως και οι ζωές μας, που κανείς δεν ξόδευε αθόρυβα, τότε.
Τις φωτογραφίες εκτύπωνα στον μικρό σκοτεινό μου θάλαμο, στο χολ, μαυρόασπρες. Χειροποίητη εξερεύνηση σε μια αναλογική εποχή.
Εργοτάξιο εξορύξεως εντυπώσεων
Η Αθήνα ήταν ένα μεγάλο εργοτάξιο εξορύξεως εντυπώσεων με πρώτη ύλη ευφάνταστα συστήματα κατανόησης, συναισθήματα κι ενισχυμένο χρόνο. Ταυτόχρονα, όλο αυτό το διάστημα, κυρίως στα Εξάρχεια συνέβησαν σημαντικότατα πολιτικά γεγονότα. Συγκρούσεις, εκτροπές, εξεγέρσεις, μάχες – υπήρξαν ακόμη και θάνατοι. Η περιοχή συκοφαντήθηκε καταστράφηκε, κακοποιήθηκε, γκετοποιήθηκε, καταλήφθηκε, κάποια στιγμή ξαναπήρε τα πάνω της – ξαναδιαλύθηκε και πλέον είναι σε μια κατάσταση ναυτίας. Καμία σχέση με την εποχή που σπούδασα στις αρχές του 1980, όταν μιλούσαμε για μια ζωντανή, αιχμηρή γειτονιά όλη παλμό, δημιουργία και επικοινωνία. Υπάρχουν ακόμα στην περιοχή σημαντικοί οδοδείκτες όπως η μπλε πολυκατοικία, το Βοξ, η Σχολή Αρχιτεκτόνων. Οσο για το Κολωνάκι, γέρασε απότομα, μετά υπέστη ένα γερό λίφτινγκ με υαλουρονικά, αλλά από πλευράς ανθρώπινου δυναμικού έχει αρχίσει και μοιάζει με γεροντοκόρη που μαζεύει βετεράνους του πολιτικοπολιτιστικού πολέμου που ανατέμνουν περασμένα μεγαλεία ανάμεσα σε νέα smart μαγαζιά.
Παιδικές, εφηβικές, νοσταλγικές αναμνήσεις; Πού είναι η παλιά παιδική χαρά στην Ξενοκράτους από όπου διατηρώ τόσες μνήμες; Μόνο η Δεξαμενή με τις μπίρες και το άγαλμα του Ελύτη έμεινε. Θρυλικά σινεμά όπως η «Αθηναία», το «Εκράν», τα «Νέα Παναθήναια» υπολειτουργούν, όπως όλες οι αίθουσες πια. Θρυλικά μπαρ σαν το «Λούκι» που είχε ο μακαρίτης Αλέξανδρος Γκόλφης και το «Ροκενρόλ» που κάλυπταν όλες τις φυλές της εποχής, ακόμη και εκείνης της χλίδας, έκλεισαν, ενώ η «Ράτκα», ευτυχώς, επανέρχεται. Η περιοχή ήταν η rive gauche της Αθήνας, χωρίς το ποτάμι.
Ποτέ δεν ξανάνιωσα την ψυχική διέγερση της αγαπημένης μου διαδρομής Κολωνάκι-Εξάρχεια, όπου γέμιζα μάτια κι αφτιά μέχρι να βυθιστώ στη Μάγισσα Τέχνη της Αρχιτεκτονικής, σ’ ένα από τα πιο υπέροχα κτίρια της Αθήνας. Κι ύστερα πάλι στην πλατεία, μια και όπως έλεγε ο Περικλής Γιαννόπουλος «Η ζωή εν Ελλάδι είναι υπαίθρια». Συζητήσεις σε παγκάκια και σε καρέκλες καφενείου. Φαγητό στον περίφημο κυρ Γιώργη. Τότε το «Πλαίσιο» ήταν ένα μαγαζί όπου αγοράζαμε από γόμες μέχρι ραπιδογράφους. Πλέον θα μας προμηθεύει τεχνική νοημοσύνη.
Σήμερα έχει μείνει το «Φίλιον», πρώην «Ντόλτσε», για να κρατάει τις επάλξεις. Οπως και μερικά μικρά ευφάνταστα βιβλιοπωλεία. Ωστόσο ακόμη υπάρχουν τόσες διαφορετικές ιστορίες όσες και διαφορετικά πρόσωπα, όπως λέει η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Και φωνές επίσης. Για κάθε πρόσωπο, για κάθε φωνή και κάθε ιστορία υπάρχει διαφορετικός χώρος, τρόπος, και συνθήκη που βρίσκεται σε διαρκή μετεξέλιξη. Υπάρχει ελπίς.