Πόσο κοντά μπορούν ή αντέχουν να έρθουν δύο άνθρωποι σήμερα; Αυτό προσπαθεί να απαντήσει κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στον Κάτω Χώρο του Θέατρου του Νέου κόσμου το «Blink», το κείμενο του Φιλ Πόρτερ που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Τάσου Πυργιέρη με τους Παναγιώτα Βιτετζάκη και Θάνο Λέκκα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Το Blink είναι η ιστορία δύo νέων ανθρώπων, της Σόφι και του Τζόνα, οι οποίοι ζουν στο σύγχρονο Νότιο Λονδίνο. Δύο νέοι στην πρώτη μετεφηβική τους νιότη, οι οποίοι μετακόμισαν στη μεγάλη πόλη από την επαρχία για να αποδράσουν από τα οικογενειακά τους τραύματα. Κατοικούν στο ίδιο κτίριο και ξεκινούν μέσω μιας κάμερας- οθόνης ενδοεπικοινωνίας μια ιδιόρρυθμη κι ανομολόγητη σχέση. Είναι ο τρόπος τους να εκφράσουν το ερωτικό τους ενδιαφέρον. Ένα ατύχημα στο δρόμο θα τους φέρει πιο κοντά, αναγκάζοντάς τους να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο. Το ερώτημα είναι αν η Σόφι και ο Τζόνα είναι ικανοί να ομολογήσουν και να ζήσουν έναν έρωτα.
Η ανικανότητά τους να επικοινωνήσουν, η αναπηρία τους να εκφράσουν την ερωτική τους επιθυμία, και η ανάγκη επιστράτευσης ενός ηλεκτρονικού γκάτζετ ώστε να ανακαλύψει ο ένας τον άλλον, αν και ούτε αυτό δίνει τη λύση και ουσιαστικά ενισχύει την αποξένωση, όλα μαζί και καθένα ξεχωριστά συνοψίζουν τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις της εποχής μας, και μιας γενιάς που μεγαλώνει στις χαώδεις και απρόσωπες μεγαλουπόλεις αντιμετωπίζοντας την καθημερινότητά της με απάθεια, ανίκανη να κάνει το επόμενο βήμα.
Οι πρωταγωνιστές της παράστασης μιλούν στα «Νέα».
Σκιαγραφήστε το προφίλ των ηρώων που ερμηνεύετε.
Θάνος Λέκκας: Στην παράσταση ερμηνεύω τον Τζόνα. Ένα παιδί που μεγάλωσε σε μια αγροτική θρησκευτική κοινότητα μακριά από τον πολιτισμό. Γιος του επικεφαλής αλλά χωρίς καμία ιδιαίτερη μεταχείριση, νιώθει το χρέος να προστατεύει, να φυλάει σκοπιά. Αφού του δοθεί η ευκαιρία να φύγει όμως, την αρπάζει και δεν κοιτάει πίσω. Η καταπίεση και η κατήχηση που έχει δεχτεί μεγαλώνοντας τον έχει κάνει εσωστρεφή αλλά τολμηρό. Είναι αφελής και θρασύς, στοργικός και παραβιαστικός, ευγενικός και πάντα παρόν. Είναι όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του που οδηγούν στην ανάπτυξη της ιδιόμορφης σχέσης του με την Σόφι και εξηγούν κατά τη γνώμη μου την όποια έκβαση έχει η ιστορία τους.
Παναγιώτα Βιτετζάκη: Η Σόφι είναι ένα νέο κορίτσι ,παρθένο στην ψυχή και στο σώμα, που λαχταρά να γευτεί την ζωή και να βιώσει έντονες συγκινήσεις που θα καλύψουν το πένθος της για τον πατέρα της. Έναν πατέρα που του είχε αδυναμία. Που ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που την έκανε να αισθάνεται ΟΡΑΤΗ. Ίσως είναι και από τα ελάχιστα πράγματα που είναι σε θέση να αισθανθεί τόσο έντονα. Έχει μιας μορφής συναισθηματική νέκρωση όσο αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις της. Ή τουλάχιστον (για να μην την αδικήσουμε) μια έλλειψη εκπαίδευσης στο να αγαπά, μιας και το γυναικείο πρότυπο εκλείπει από την ζωή της καθώς η μητέρα της την εγκατέλειψε όταν ήταν δύο χρονών. Είναι ανασφαλής και αναζητά την αποδοχή στην ζωή της και το να είναι ΟΡΑΤΗ από τον κόσμο. Και φυσικά δεν υπάρχει ευκολότερος τρόπος να μας αποδεχτούν παρά όταν έχουμε απόσταση. Όταν δεν μπορούν να μας μάθουν αρκετά καλά. Να μάθουν τις αδυναμίες μας, από τις οποίες απορρέει η ανασφάλεια μας. Έτσι και η Σόφι χρησιμοποιεί ως ένα άλλο ίνσταγκραμ , μια κάμερα ενδοεπικοινωνίας για να συνάψει μιας μορφής ηδονοβλεπτική σχέση με το Τζόνα τοποθετώντας την ίδια, ως αντικείμενο παρακολουθήσεις.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που μάθατε μέσα από την ιστορία του Blink;
Θάνος Λέκκας: Από την ιστορία αυτή έμαθα πως τίποτα δεν είναι ταμπού. Η ουσιαστική ανάγκη των ανθρώπων για οικειότητα και στοργή δεν σταματάει μέχρι να ικανοποιηθεί και ξεπερνάει ό,τι θεωρούμε υπό “κανονικές” συνθήκες αξιοπρεπές και κόσμιο. Αν χρειαστεί να κάνεις κάτι για να είσαι ευτυχισμένος θα το κάνεις και αυτή θα είναι πια η νέα σου πραγματικότητα. Και αυτό είναι ΟΚ και κανονικό με τον τρόπο του. Έτσι λειτουργεί και ο τρόπος που αφηγούμαστε την ιστορία. Δεν κρίνουμε ούτε κρύβουμε τί συμβαίνει. Δεν ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Κάνουμε το κοινό συμμέτοχο μέσω της άμεσης απεύθυνσης και ταξιδεύουμε μαζί μέχρι όπου αντέξουν οι ήρωές μας. Με ταχύτητα και χιούμορ, με πάθος και στοργή.
Παναγιώτα Βιτετζάκη: «Αν εγκαταλείψεις την θλίψη είναι σαν να εγκαταλείπεις τα πάντα. Όταν αρχίζεις να πιστεύεις ότι κέρδισες τη μάχη τότε είσαι εντελώς εκτεθειμένος». Οι άνθρωποι στον σύγχρονο δυτικό κόσμο είμαστε τόσο βαθιά βουτηγμένοι σε μακροχρόνια θλίψη που θέλουμε βοήθεια να διαχειριστούμε το καλό όταν μας συμβαίνει γιατί βγαίνουμε από το safe zone μας. Είναι μια ανοίκεια κατάσταση για εμάς γι’ αυτό και προστρέχουμε σε ψυχοθεραπευτές μήπως βρούμε το δεκανίκι που έχουμε ανάγκη. Προτιμάμε να απομονωνόμαστε στον ψηφιακό μας κόσμο από το να τολμήσουμε να βιώσουμε αληθινές εμπειρίες από κοντά. Και όσο μεγαλύτερη η απομόνωση τόσο μεγαλύτερη η θλίψη ώσπου τελικά γίνεται ένα μόνιμο χάλι που δεν μπορείς πια να αντιληφθείς. Και έτσι προσπαθείς να χορτάσεις τον εαυτό σου με εμπειρίες στις οποίες έρχονται άνθρωποι και συναισθήματα , φεύγουν και σε αφήνουν όπως σε βρήκαν. Και όλα αυτά μοιάζουν να διαδραματίζονται όσο ένα ανοιγόκλειμα βλεφάρων (blink). Και όσο τα μάτια πεταρίζουν, τόσο οι εμπειρίες θα διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς καν να διαθέτουμε τον χρόνο να της αξιολογήσουμε. Και έτσι απλά παραμένουμε παρατηρητές σε αυτήν την λούπα σε fast forward τις ίδιες μας της ζωής. Απεγνωσμένες προσπάθειες να ταΐσουμε την ψυχή μας που μας αφήνουν πιο μόνους και από πριν. Γιατί δεν έχουμε εκπαιδευτεί να μας αγαπάμε, να αγαπάμε και δεν πιστεύουμε πως αξίζουμε την ευτυχία. Την αναζητάμε αλλά δεν μπορούμε να την διαχειριστούμε. Και κάπου εκεί βρίσκει έδαφος το διαδίκτυο να μας ναρκώσει τον πόνο πετώντας μας ουσιαστικά σε βαθύτερη πίστα της κόλασης του Δάντη.