Με τον Αλέξη Πανσέληνο, μπορείς να συζητήσεις άνετα για πολλά θέματα. Είναι ευρυμαθής, με πολλές εμπειρίες ζωής και τα ενδιαφέροντά του εκτείνονται σε όλο το φάσμα των τεχνών, ενώ δεν αφήνει απ’ έξω τις πολιτικές αναζητήσεις του σήμερα. Ενας άνθρωπος των γραμμάτων που πάντα θα σε υποδεχθεί με προσήνεια, ενώ η διάθεσή του για πείραγμα δεν κρύβεται.
Πέρυσι το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου αναγόρευσε τον Αλέξη Πανσέληνο σε επίτιμο διδάκτορα. Στο παρελθόν έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τη «Μεγάλη Πομπή» (Κέδρος-Μεταίχμιο), με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» (Μεταίχμιο), ενώ οι «Σκοτεινές επιγραφές» (Μεταίχμιο) τιμήθηκαν με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω». Σημείο συνάντησής μας ύστερα από μια βόλτα στη θάλασσα ήταν το «BARBQ». Ενα βιομηχανικού χαρακτήρα, ευρύχωρο εστιατόριο στη Νέα Σμύρνη, όπου διακλαδίζονται κρεατο-συνταγές όλων των τύπων.
Η άνοιξη μας έχει προϋπαντήσει ήδη στο κατώφλι. Στο τραπέζι μόλις έφτασε το κόκκινο κρασί, για να προσγειωθούμε με φόρα στη δοκιμασία που περνά η χώρα. «Νομίζω ότι η νέα χιλιετία μπήκε με τους χειρότερους οιωνούς. Μας δείχνει αυτό το νέο πρόσωπο της φρίκης καθημερινά. Η οικονομική κρίση που έπληξε και την Ελλάδα ήταν μια δεκαετία ακραίας δοκιμασίας για τον τόπο και τους πολίτες. Και η πανδημία που έφτασε κι εδώ αποτελείωσε το έργο της, στερώντας από τους νέους το μέλλον και από τους μεγαλύτερους τις απολαβές του εργασιακού τους παρελθόντος. Το μέλλον δεν μπορώ να το διακρίνω, αλλά είναι σίγουρο πως το πρόσφατο παρελθόν θα το επηρεάζει καταλυτικά και για πολλά χρόνια». Εχω την απορία εάν κάτι μπορεί να μάθαμε όλο το προηγούμενο δύσκολο διάστημα. Ο Αλέξης Πανσέληνος με το αρχαϊκό του μειδίαμα δεν φαίνεται αισιόδοξος. «Δεν βλέπω να διδάσκει τον άνθρωπο το παρελθόν. Οι άνθρωποι θεωρούν πως η αιωνιότητα ισούται με το διάστημα της δικής τους ζωής και κινούνται ανάλογα. Το χθες δεν τους λέει τίποτα, ότι δεν το έχουν βιώσει τους λέει ακόμα πιο λίγα, το παρόν θεωρούν πως τους ανήκει δικαιωματικά και το μέλλον αισθάνονται σαν να μην τους αφορά».
Τα τελευταία τριάντα χρόνια είχε εδραιωθεί η πεποίθηση ότι θα βαδίζουμε προς καλύτερες μέρες. Η εξέλιξη των τεχνολογιών, η είσοδος της καινοτομίας έμοιαζαν ικανές να θέσουν σε κίνηση νέες δυνάμεις προόδου. Αυτό φαίνεται τελευταία να έχει ανασχεθεί. «Η Ιστορία δείχνει πως η ειρήνη και η ευημερία είναι διαλείμματα ανάμεσα στις καταστροφές του πολέμου. Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου οι νέες γενιές πίστεψαν πως η ειρήνη θα διαρκούσε για πάντα. Παρά τους τοπικούς πολέμους που δεν έπαψαν να ξεσπάνε, για εμάς αυτά συμβαίναν σε κόσμους πολύ μακριά μας, σε κοινωνίες φτωχές και υπανάπτυκτες και πολιτισμούς λίγο ως πολύ ξένους. Ξυπνούμε σήμερα από τον ύπνο μας και νομίζουμε πως συμβαίνουν πράγματα πρωτοφανή και πρωτάκουστα».
Προτείνω να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, στα πρώτα χρόνια του Αλέξη Πανσέληνου. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στο κέντρο της πόλης που το θεωρώ και σήμερα “γειτονιά” μου. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο νομικοί και λογοτέχνες κι έτσι έγινα κι εγώ το ίδιο! Νομίζω καθορίστηκαν τα πάντα από το σπίτι και την οικογένειά μου. Δεν ξέρω τι θα είχα γίνει αν οι δικοί μου ήταν έμποροι ή βιομήχανοι, αν ήταν βιοτέχνες ή εργάτες. Το ότι ήταν λογοτέχνες με έστρεψε από νωρίς στο γράψιμο. Το διάβασμα βιβλίων τότε ακόμα ήταν ο μοναδικός τρόπος διασκέδασης, καλλιέργειας και επιμόρφωσης». Μέσα από την επίμονη ανάγνωση ήρθε να στεριώσει στον Αλέξη Πανσέληνο η αίσθηση του ανήκειν στις λέξεις. «Ετσι ακριβώς συνέβη. Διαβάζοντας λογοτεχνία μπήκα στον μαγικό κόσμο της μυθοπλασίας και η φαντασία μου βρήκε πεδίο ελεύθερο να εφορμήσει εκεί με τις μιμήσεις των βιβλίων που με συνάρπαζαν. Ημουν παιδί ακόμα αλλά ήξερα πως θα ζούσα έτσι, γράφοντας. Τίποτα άλλο δεν με ενδιέφερε. Η Νομική ήταν απλώς ο τρόπος να βιοπορίζομαι – περίπου το ίδιο ίσχυε και για τους γονείς μου άλλωστε, κανείς από τους οποίους δεν διέπρεψε ως δικηγόρος γιατί κανείς τους δεν φιλοδοξούσε κάτι τέτοιο».
Ο καλλιτέχνης όμως γεννιέται ή γίνεται; Ιδού η αιώνια απορία. «Καλλιτέχνης μπορεί να γεννιέσαι αλλά καλός καλλιτέχνης γίνεσαι στην πορεία. Θέλει κόπο, σεμνότητα, πειθαρχία. Θέλει επίσης να έχεις διαμορφώσει κριτήριο ώστε να υποβάλλεσαι στην αυτοκριτική που απαιτεί η τέχνη». Παίρνουμε μια ανάσα για να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας στο σύμπαν των λέξεων του πολυβραβευμένου συγγραφέα. Τι θα μπορούσε να περικλείει η έννοια λογοτεχνία για τον ίδιο; Ο Αλέξης Πανσέληνος χαμογελά. «Ω ! Αυτή είναι πολύ μεγάλη συζήτηση. Η λογοτεχνία θα μπορούσα να πω ότι αποτελεί μια έκφανση της θεώρησης του κόσμου και της ζωής μέσα από την αισθητική του λόγου. Επειδή τα σημαντικά βιβλία που διάβασα ήταν κείμενα γοητευτικά, κατάλαβα πως η τέχνη “διδάσκει” μόνο εφόσον “τέρπει”. Ο μυθιστοριογράφος είναι και σκηνοθέτης και ηθοποιός και σκηνογράφος και συνθέτης του soundtrack του έργου του».
Ομως πώς κατασκευάζεται μια μυθιστορία, ένα αφηγηματικό σώμα; Είναι οι αγωνίες και οι σημάνσεις του δημιουργού που χρειάζονται να απλωθούν πάνω στη λευκή σελίδα; Ισως να περιμένουν ένα έναυσμα, να ωριμάσουν κάτω από μια συγκεκριμένη συνθήκη. «Αγωνίες δεν θα το έλεγα. Οταν ωριμάζει η ιδέα για ένα μυθιστόρημα υπάρχει μια ευφορία που σε σπρώχνει να καταπιαστείς μ’ αυτό. Αναζητήσεις σίγουρα προκύπτουν, κυρίως στο στάδιο της “σκηνοθεσίας” που λέγαμε πριν, όταν δηλαδή πρέπει να στήσεις το σκηνικό, να σχεδιάσεις τα κοστούμια, να κάνεις κάστινγκ των προσώπων και γενικά να προετοιμάσεις την παράσταση ώστε να πείθει, να ζωντανεύει την ατμόσφαιρα της εποχής. Αυτές οι προετοιμασίες είναι σημαντικές γιατί σου ανοίγουν τα μάτια και τις άλλες αισθήσεις μέσα σε ένα ιστορικό περιβάλλον και μια εποχή και αυτό ωφελεί και το στήσιμο του μύθου».
Στα βιβλία του Αλέξη Πανσέληνου η Ιστορία είναι πάντοτε παρούσα. Οχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και σε ενεστώτα χρόνο, σε μια διαρκή σύνθεση που αφήνει σημάδια πάνω στους ήρωές του. Το πεζογράφημα τελικά αποτελεί μέρος της ανθρώπινης περιπέτειας. «Τα μυθιστορήματα είναι δράματα ανθρώπινα και τα ανθρώπινα δράματα συμβαίνουν κάποια εποχή σε κάποιον τόπο. Οι τόποι και οι εποχές έχουν πίσω τους σελίδες Ιστορίας. Δεν είναι πολλά τα μυθιστορήματα που εξελίσσονται μακριά και έξω από τις ιστορικές συνθήκες και θα μπορούσαν να διαδραματίζονται οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Για μας, στην Ελλάδα, η Ιστορία είναι πάντα παρούσα. Ο,τι και αν πιάσεις να διηγηθείς, το πολιτικό σκηνικό καθορίζει ένα πλήθος από τα στοιχεία του δράματος. Ακόμα και τις εποχές της σχετικής ηρεμίας, ό,τι έχει προηγηθεί τις επηρεάζει πολύ αποφασιστικά».
Η γλώσσα των ηρώων
Οι άξονες πάνω στους οποίους κινείται το έργο του Αλέξη Πανσέληνου μετακινούνται σχεδόν από βιβλίο σε βιβλίο. Πέρα από τα προφανή, απλώνονται στη σφαίρα του γρίφου, των πολλαπλών ταυτοτήτων και των αλληγορικών σημάνσεων. «Αν με άξονες εννοείς τη θεματική μου, αυτή αλλάζει διαρκώς. Υπάρχουν “σταθερές”, υπάρχουν και εμμονές, αλλά αυτές όλες είναι περισσότερο θέμα των φιλολόγων και των κριτικών να τις ανιχνεύσουν και να τις αναδείξουν. Σε ό,τι με αφορά ως συγγραφέα, λειτουργούν υπόγεια, στα σκοτάδια και καθορίζουν το τι και το πώς – πιο πέρα δεν μ’ ενδιαφέρει να το ψάξω. Είμαι κατά κάποιον τρόπο αυτό που δείχνουν (ή κρύβουν) τα κείμενά μου».
Εδώ δεν θα μπορούσαμε να μη θίξουμε τη γλώσσα του Αλέξη Πανσέληνου. Αν θα βάζαμε έναν κοινό παρονομαστή στο γλωσσικό ύφος των μυθιστορημάτων του, θα μιλούσαμε για την περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα, που εισχωρεί στα ψυχικά τοπία των χαρακτήρων. Πώς τη χειρίζεται ένας δημιουργός; «Η γλώσσα για τον συγγραφέα είναι η χρωματική παλέτα και το χέρι του ζωγράφου, η μελωδική φλέβα του συνθέτη. Το εργαλείο του. Από μια άποψη μέρος του ταλέντου που έχει κανείς. Ο συγγραφέας μιλά τη γλώσσα του αλλά μιλά επίσης και τη γλώσσα των ηρώων του και συχνά αυτές οι δυο μπορεί να διαφέρουν πολύ. Χρειάζεται καλό “αφτί” για να διακρίνεις τη γλώσσα της δικής σου αφήγησης από τη γλώσσα ενός δικηγόρου, ενός αγρότη ή ενός μαφιόζου. Και πρέπει να τις χειρίζεσαι καλά, να τις έχεις προσέξει για να τις αποδώσεις. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απογοητευτικό από έναν “θίασο” ηρώων που μιλούν όλοι το ίδιο, δηλαδή τελικά μιλούν όλοι με τη γλώσσα του συγγραφέα τους. Γιατί η γλώσσα των ανθρώπων αντανακλά τον ψυχισμό τους, την καταγωγή τους, τον κόσμο στον οποίο ανήκουν».
Γυρνώντας την κουβέντα μας στη δημόσια σφαίρα ξανά, φτάνουμε στην προαιώνια σχεδόν αντιπαράθεση μεταξύ των ανθρώπων της διανόησης και των πολιτικών. Πού σταματά η γνώμη και πού αρχίζει η ψήφος; «Ως ενεργός πολίτης έχω γνώμη για πολλά ζητήματα. Οι γνώμες των ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων ενδιαφέρουν περισσότερο τον κόσμο απ’ όσο τους πολιτικούς. Οι πολιτικοί ενδιαφέρονται για τις γνώμες όσων από εμάς συμφωνούν μαζί τους. Κατά τα άλλα τούς είμαστε αδιάφοροι. Περισσότερη σημασία δίνουν στις δηλώσεις των δημοφιλών τραγουδιστών ή αθλητών παρά στις δηλώσεις των ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης, πόσω μάλλον που αυτοί μιλούν μέσα από έργο τους και λιγότερο με άρθρα στις εφημερίδες και δηλώσεις στην τηλεόραση. Είναι λογικό να αγνοηθούν, καθώς σπάνια εξυμνούν τους πολιτικούς μας άρχοντες. Για να το πω πιο ωμά, αυτοί που μας διαβάζουνε δεν τους ψηφίζουν!».
Αριστερά – Δεξιά
Ομως σίγουρα έχουν αλλάξει πράγματα τα τελευταία χρόνια και ένα από αυτά δεν είναι άλλο από την παρεμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. «Τα ΜΚΔ είναι η παλιά πλατεία του χωριού, το καφενείο όπου μαζεύονται οι χωριανοί και τα λένε ή τσακώνονται. Η διαφορά είναι το απρόσωπο αυτής της επικοινωνίας. Κρυμμένος πίσω από την οθόνη καθένας αισθάνεται άτρωτος, λιγότερο εκτεθειμένος απ’ όσο όταν έχει να επικοινωνήσει πρόσωπο με πρόσωπο. Ετσι υπάρχει μια αποθράσυνση που είναι η χαριστική βολή στην κοινωνικότητα, στον σεβασμό των στοιχειωδών αρχών που αποτρέπουν τη μισαλλοδοξία. Το ίδιο και με τις σύγχρονες μεθόδους διεξαγωγής του πολέμου. Βομβαρδίζοντας από τηλεχειριζόμενα drone γίνεσαι τελείως ανάλγητος με τον αντίπαλο και μπορείς έτσι να ξεπαστρεύεις τα γυναικόπαιδα με την ίδια αδιαφορία με την οποία χτυπάς μια βάση ή ένα εργοστάσιο.
Οι κώδικες του παρελθόντος έχουν υποχωρήσει. Οσο κι αν ήταν προσχήματα τελικά, η έλλειψή τους συντείνει στην πλήρη εξαχρείωση». Στην πλατεία του χωριού ή καλύτερα στις πλατείες της χώρας, στήνεται το πολιτικό σκηνικό του χθες και του σήμερα. Αραγε ο καθρέφτης Αριστερά – Δεξιά πόσο αναγκαίος είναι σήμερα; «Το δίπολο Αριστερά – Δεξιά αλλάζει μορφή κάθε εποχή. Οταν λέμε Δεξιά εννοούμε την παράταξη που θέλει να μην αλλάξει τίποτα γιατί υποστηρίζεται από όσους είναι βολεμένοι με την πραγματικότητα. Οταν λέμε Αριστερά εννοούμε την παράταξη που θέλει να αλλάξουν όλα γιατί βρίσκεται σε θέση μειονεκτική κοινωνικά, μορφωτικά, οικονομικά. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο θα υπάρχει πάντα διαμάχη και κατά καιρούς σύγκρουση. Το ότι η παλιά αυταρχική Δεξιά έχει τώρα γίνει πιο έξυπνη και διαλλακτική δεν σημαίνει πως θα διστάσει να χτυπήσει όταν δει να κλονίζεται. Και το ότι παλιά η Αριστερά ήθελε δικτατορία του προλεταριάτου δεν σημαίνει πως σήμερα θα επιδιώξει κατάργηση του κοινοβουλευτισμού. Δεν θα πάψει να υπάρχει καμιά τους, αυτό το θεωρώ αναμφισβήτητο όσο είναι και η κοινωνική ανισότητα. Αναγκαίες θεωρητικά ίσως όχι, αλλά αναπόφευκτες σίγουρα».