Η αγωνιστική σεζόν ολοκληρώθηκε στην EuroLeague, με το Final 4 του Βελιγραδίου να μας αφήνει την εντύπωση ότι το ευρωπαϊκό μπάσκετ δεν βρίσκεται σε ισορροπία. Εντός του παρκέ παρακολουθήσαμε μεν συναρπαστικά ματς ως προς την εξέλιξη, αλλά σε γενικές γραμμές φτωχό θέαμα κι έναν τελικό που -εν έτει 2022- κρίθηκε στους 58 πόντους, μ’ ένα φινάλε-παρωδία.
Και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι, πέρα από τους ερασιτεχνικούς χειρισμούς της Ρεάλ στο τελευταίο λεπτό, που θα μνημονεύονται ως ένα από τα μεγαλύτερα λάθη τακτικής στην ιστορία των τελικών, η μόνη πραγματικά ανεξίτηλη φάση που γεννήθηκε στο φετινό Final Four ήταν το νικητήριο τρίποντο του Μίτσιτς στην εκπνοή του πρώτου ημιτελικού μεταξύ του Ολυμπιακού και της Εφές.
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, την παρτίδα στο Βελιγράδι έσωσαν οι φίλοι του Ολυμπιακού. Τελεία και παύλα. Η συγκλονιστική και ταυτόχρονα άψογη παρουσία τους και τις δύο ημέρες αποτέλεσε τεράστιο κέρδος για τον ελληνικό σύλλογο, ο οποίος σε μια δύσκολη εποχή εμφανίζει μια τεράστια δυναμική, μια σύγχρονη και υγιή λειτουργία κι έναν ελκυστικό προορισμό για παίκτες, ακόμα και παγκόσμιου βεληνεκούς.
Από τη σειρά με τη Μονακό μέχρι και την ολοκλήρωση του Final 4 οι Πειραιώτες βρέθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και όσοι ταξιδέψαμε στο Βελιγράδι εισπράξαμε ένα κλίμα ενθουσιασμού για τον οργανισμό και τον κόσμο του.
Έναν κόσμο που εξασφάλισε και πρόσφερε δυνατές εικόνες και γενναιόδωρα σχόλια σε μια διοργάνωση που υπό διαφορετικές συνθήκες ίσως να είχε εξελιχθεί σε φιάσκο. Διότι αν η Μονακό είχε πάρει την πρόκριση από τους Ερυθρόλευκους -βρέθηκε πολύ κοντά άλλωστε- η Stark Arena θα θύμιζε φιλικό τουρνουά προετοιμασίας, όχι την κορύφωση της σπουδαιότερης λίγκας της ηπείρου.
Με αυτό θα έπρεπε να προβληματίζεται εδώ και χρόνια η EuroLeague, κι αντί να τιμωρεί με πρόστιμα όσους πληρώνουν και πηγαίνουν, να δει πώς θα μαζέψει εκείνους που σταθερά λάμπουν διά της απουσίας τους. Ή εκείνους που εκ των πραγμάτων στερούνται τη δυνατότητα μιας τέτοιας εμπειρίας.
Ρεάλ Μαδρίτης και Μπαρτσελόνα, δύο σύλλογοι παγκόσμιου βεληνεκούς με εκατομμύρια οπαδούς, εξακολουθούν να εμφανίζονται στα Final Four με ελάχιστους φιλάθλους, εκτός αν εκείνα διεξάγονται στη χώρα τους. Στο Βελιγράδι, παρότι υπήρχε μεταξύ τους ντέρμπι στον ημιτελικό, οι Μαδριλένοι ήταν ζήτημα να γέμιζαν… τρία πούλμαν, ενώ οι Καταλανοί ήταν περίπου… διπλάσιοι.
Η διοργάνωση χορεύει στους ρυθμούς τους (το ίδιο ισχύει και για την ΤΣΣΚΑ), επιτρέποντάς τους να δικαιολογούν τεράστια μπάτζετ, να παίζουν σε ακατάλληλα γήπεδα («Παλάου Μπλαουγκράνα») κι αυτό που εξαργυρώνει είναι μάλλον αδιαφορία για το προϊόν.
Όταν ένα από τα πιο δυνατά και εμπορικά χαρτιά του ευρωπαϊκού μπάσκετ, όπως είναι το clasico, δεν συγκινεί ούτε 1.000 φιλάθλους των δύο ομάδων, τότε υπάρχει πρόβλημα. Κι αν η δικαιολογία είναι η απόσταση, να θυμίσουμε ότι, όταν το 2009 υπήρχε «αιώνιο» ντέρμπι στον ημιτελικό του Βερολίνου, 5.000 φίλαθλοι του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού ταξίδεψαν από την Ελλάδα (μαζί τους βρέθηκαν στο γήπεδο και άλλοι 1.500-2.000 Έλληνες κάτοικοι Γερμανίας).
Να θυμίσουμε, επίσης, ότι στο Final Four του 2019 βρέθηκαν στη μακρινή και πανάκριβη Βιτόρια περίπου 6-7.000 τούρκοι φίλαθλοι για τον ημιτελικό Φενέρ-Εφές, παρότι -απούσης ποδοσφαιρικής ομάδας- η βάση φιλάθλων των νυν πρωταθλητών Ευρώπης δεν είναι ισχυρή.
Τι μπορεί να γίνει; Μα φυσικά να αποκτήσουν όλες οι ομάδες ίσες ευκαιρίες στη διάκριση. Και δεν μιλάμε μόνο για τις ελληνικές και τις τουρκικές, αλλά και για όσες ακόμα έχουν όραμα και αποδεδειγμένα πίσω τους ένα μεγάλο κοινό, έτοιμο να στηρίξει και να ανεβάσει επίπεδο τη διοργάνωση.
Η Μακάμπι, η Ζαλγκίρις, η Μπασκόνια, για παράδειγμα, καθώς και οι αδοκίμαστες, μα πολλά υποσχόμενες γερμανικές και γαλλικές ομάδες. Είναι υποχρέωση μιας κλειστής ουσιαστικά λίγκας να κάνει ό,τι είναι δυνατόν, ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα στο όνειρο σε όλα τα μέλη της.
Όπως, λοιπόν, είναι υποχρεωτικό από την EuroLeague οι ομάδες που συμμετέχουν να έχουν ένα μίνιμουμ μπάτζετ, έτσι θα έπρεπε να έχουν κι ένα μάξιμουμ. Το οποίο θα τοποθετηθεί σε ένα σημείο, που ναι μεν θα δίνει και πάλι το εύλογο πλεονέκτημα στα πιο φουσκωμένα πορτοφόλια, αλλά δεν θα είναι απαγορευτικό για τους υπόλοιπους. Θα τους επιτρέπει να παρουσιάζονται ανταγωνιστικοί, κι εφόσον υποστηρίζουν ένα σωστό αγωνιστικό μοντέλο, να μπορούν να φτάσουν ψηλά.
Από τη στιγμή που η διοργάνωση έγινε τόσο μεγάλη σε διάρκεια και αριθμό αγώνων, το περιθώριο έκπληξης μειώνεται όλο και περισσότερο. Κάποτε μπορούσες με μερικά καλά παιχνίδια και λίγη τύχη στους αντιπάλους (δεν έπαιζαν όλοι με όλους) να «τρυπώσεις» στα πλέι-οφ ή και στο Final Four.
Πλέον το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Η πορεία του Ολυμπιακού είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, αλλά κι ένα δείγμα του τι θα μπορούσε να συμβεί αν στις οικονομικές αποστάσεις εντός λίγκας υπήρχαν όρια. Στο χέρι της EuroLeague, που φαίνεται ότι αλλάζει σελίδα, είναι να τα τοποθετήσει και να αναζωογονηθεί.