Τη νύχτα της 30ης προς 31η Μαΐου του 1941, σχεδόν έναν μήνα μετά την εισβολή και εγκατάσταση των στρατευμάτων των Ναζί στην Ελλάδα, λαμβάνει χώρα μία από τις πρώτες πράξεις αντίστασης κατά των κατακτητών.
Το επόμενο πρωί οι Αθηναίοι ξυπνούν και με τεράστια έκπληξη βλέπουν ότι η τεράστια σημαία με τη σβάστικα που εδώ και εβδομάδες κυματίζει στην Ακρόπολη δεν βρίσκεται πια εκεί.
Όπως ανακοινώνει, δια των λογοκριμένων εφημερίδων, ο γερμανός φρούραχος:
«Κατά την νύκτα της 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώνστων δραστών.
»Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηώσι δια της ποινής του θανάτου».
Οι «ένοχοι» ευτυχώς δεν θα συλληφθούν ποτέ. Τα ονόματά τους όμως θα μείνουν στην Ιστορία. Είναι ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας.
Είκοσι χρόνια μετά, στις 30 Μαΐου 1961, ο Σάντας αφηγείται σε έλληνες και ξένους δημοσιογράφους τις λεπτομέρειες αυτής της παράτολμης και γεμάτης συμβολισμό κίνησης.
Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 31ης Μαΐου 1961:
«Με τον Μανώλη Γλέζο συνεδέετο δια στενής φιλίας και από των πρώτων ημερών της Κατοχής είχον καταλήξει εις την απόφασιν να προξενήσουν ένα οιοδήποτε σαμποτάζ εις τους Γερμανούς.
»Μίαν ημέραν, βλέποντες από το Ζάππειον να κυματίζει επί της Ακροπόλεως η γερμανική σημαία – η οποία δεν υπεστέλλετο ούτε την νύκτα, – συνέλαβον την ιδέαν να επιχειρήσουν να την καταβιβάσουν».
«Αναγνώρισιν του εδάφους»
Προκειμένου να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης τους, οι δύο φίλοι επισκέφθηκαν την Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και μελέτησαν σε βάθος ένα σχεδιάγραμμα της Ακρόπολης.
«Εις την βορειοδυτικήν πλευράν της Ακροπόλεως ανεκάλυψαν μίαν οπήν εκ της οποίας εκκινούσε μία σχισμή του εδάφους, η οποία κατέληγεν εις ένα άνοιγμα προ του Ερεχθείου.
»Η οπή ήτο καλυμμένη με τάβλες, εις την σχισμήν δε υπήρχαν μαδέρια, τα οποία είχον τοπεθετηθή εικεί παλαιότερα κατά την εκτέλεσιν εργασιών».
Το βράδυ της επιχείρησης
«Οι δύο φίλοι, την νύκτα της 30ης Μαΐου του 1941, περί την ενάτην βραδυνήν, εξεκίνησαν από την πλατείαν Ελευθερίας, ενώ η κυκλοφορία επετρέπετο μόνον μέχρι της 11ης.
»Δεν ήσαν ωπλισμένοι και μόνον ο Σάντας είχε μαζί του ένα μαχαίρι. Όταν έφθασαν εις την Ακρόπολιν, άκουσαν τους Γερμανούς φρουρούς να διασκεδάζουν μετά γυναικών εις το φυλάκιον.
»Παραμέρισαν τις τάβλες και άρχισαν να αναριχώνται δυσκόλως εις την σχισμήν επί είκοσι, περίπου, λεπτά. Όταν έφθασαν επί του βράχου και αφού εβεβαιώθησαν ότι δεν υπήρχε Γερμανός εις την παραπλευρώς του ιστού ευρισκομένην σκοπιάν, ήρχισαν τας προσπαθείας των διά την καταβίβασιν της σημαίας.
»Το εγχείρημα ήτο εξαιρετικώς δύσκολον και διήρκεσεν επί μίαν περίπου ώραν, διότι η σημαία ήτο στερεά προσδεδεμένη με συρματόσχοινο».
Οι κόμποι
Το 1976, «ΤΟ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει περισσότερες πληροφορίες για το εγχείρημα, όπως το διηγήθηκαν οι Σάντος και Γλέζος.
«Καθώς πλησιάζαμε στην σημαία», λέει ο Σάντος, «ρίχναμε πετραδάκια προς τη σκοπιά, ώστε να προκαλέσουμε την αντίδραση του φρουρού – αν υπήρχε. Δεν ήταν εκεί.
»Διασκέδαζε στα Προπύλαια κι αυτός. Με μικρά άλματα φθάσαμε στη σημαία. Αυτή ήταν δεμένη μ’ ένα συρματόσχοινο σ’ ένα ψηλό ιστό.
»Λύσαμε το συρματόσχοινο και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Όμως αυτή σκάλωσε σε κάποιους κόμπους, που δημιουργούσαν πάνω στον ιστό τρία συρματόσχοινα δεμένα με στρόφιγγες. Οι άκρες τους ήταν δεμένες στο έδαφος. Ήταν κάτι σαν γαϊτανάκι.
»Κάναμε μια προσπάθεια να ανεβούμε στον ιστό να τραβήξουμε τη σημαία. Αλλά αυτός ήταν λείος και γλιστρούσαμε. Ήταν αδύνατο να στηριχτούμε πάνω του παρ’ όλο που είμασταν νέα και γερά παιδιά.
»Φθάσαμε ως τη σημαία, τη γαντζώναμε, την τραβούσαμε, αλλ’ αυτή δεν κατέβαινε. Είχαμε ιδρώσει πολλές φορές.
»Στο μεταξύ η ώρα περνούσε, η κυκλοφορία θα πρέπει να είχε σταματήσει κι εμείς σκεφτόμασταν ότι μπορεί από ώρα σε ώρα να ερχόταν ο φρουρός προς τη σκοπιά του. Τι θα κάναμε; Φυσικά δεν μας πέρασε η ιδέα να φύγουμε άπρακτοι.
»Αποφασίσαμε να σπάσουμε τα συρματόσχοινα. Με τα χέρια και με το μαχαιράκι ξεσφίξαμε τους στρόφιγγες και σπάσαμε το ένα μετά το άλλο τα συρματόσχοινα.
»Όταν έσπασαν τα συρματόσχοινα, έπεσε μόνη της η σημαία και μας κουκούλωσε. Ήταν μεγάλη. Είχε 3-4 μέτρα μήκος και δύο μέτρα πλάτος. Κόψαμε με το μαχαιράκι δύο κομμάτια από τον αγκυλωτό σταυρό, πήρε ο καθένας από ένα ενώ την υπόλοιπη σημαία την κάναμε ένα μπόγο. Ήταν 12:30’ μετά τα μεσάνυχτα.(…) Την πετάξαμε σ΄ένα λάκκο. Ακούσαμε ένα “μπουμ”, ρίξαμε χώμα και πέτρες, για να τη θάψουμε.
Αλτ!
«Ανοίξαμε την πορτούλα του τείχους, έρποντας περάσαμε στο αλσύλιο, ύστερα πηδήσαμε τα συρματοπλέγματα και βρεθήκαμε στα σκαλία της Πλάκας»
Οι δύο φίλοι με μεγάλη προσοχή έφθασαν στην Αδριανού, από εκεί στην πλατεία Μητροπόλεως, κι από εκεί στην πλατεία του Ψυρρή.
«Καταλήξαμε στο σπίτι μου, που ήταν στη διασταύρωση Κολωνού και Πειραιώς. Δεν πέσαμε σε περίπολο. Μόνο στην πλατεία Μητροπόλεως, όπου υπήρχε ένα Δημόσιο Ταμείο μάς είδε ο φρουρός αστυφύλακας. Μας φώναξε: “Αλτ”. Έριξε πάνω μας το φανάρι του. Σταατήσαμε. Μας πλησίασε:
– Πού πάτε; Ποιοι είστε, πώς κυκλοφορείτε τέτοια ώρα;
Δικαιολογηθήκαμε ότι είμασταν φοιτητές, ότι βρεθήκαμε σ’ ένα φιλικό σπίτι και καθυστερήσαμε.
– Καλά πηγαίνετε, αλλά προσέξτε μη σας πιάσει καμμά γερμανική περίπολος.
Αργότερα έμαθα ότι ο αστυφύλακας αυτός πέρασε στο αντάρτικο και σκοτώθηκε.
Το επόμενο πρωί
» Όταν ξημέρωσε, είδαμε τον κόσμο ν’ ανεβαίνει στις ταράτσες να κοιτάζει προς την Ακρόπολη και να ψιθυρίζει. Άλλος έλεγε, ότι οι Γερμανοί φεύγουν, άλλος, ότι έκαναν απόβαση οι Εγγλέζοι, πολλές διαδόσεις. Εμείς είχαμε μια τρομακτική συγκίνηση.
»Τελικά τόπα στον πατέρα μου. Έβγαλα και το κομμάτι της σημαίας και το ‘δειξα. Εκείνος τρόμαξε. Δυστυχώς τα κομμάτια της σημαίας τάκαψαν οι μανάδες μας, όταν έβγαλαν την ανακοίνωση οι Γερμανοί.
»Όταν κατεβάσαμε τη σημαία αφήσαμε πάνω στον ίστο τα αποτυπώματα των χεριών μας. Κι αυτό για να μην ενοχοποιηθούν οι φύλακες του Μουσείου της Ακροπόλεως. (…) Πραγματικά τους έπιασαν και τους άφησαν, αφού διεπίστωσαν, ότι δεν ήταν δικά τους, τα δακτυλικά αποτυπώματα, που βρέθηκαν στον ιστό
(…)
»Είπαμε να πάμε στην Ακρόπολη να κατεβάσουμε τη σημαία και το κάναμε. Αποφασίσαμε: Ή θα κατεβάσουμε τη σημαία ή θα πεθάνουμε. Τέτοια απόφαση πήραμε. Ξέραμε. Ότι για να προσπαθήσουμε να πάρουμε από τόσους σκληρούς πολεμιστές τη σημαία τους ήταν μεγάλο πράγμα, ήταν θέμα θανάτου.
»Όταν μπήκαμε στο ξεροπήγαδο, αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Ύστερα σφύξαμε τα χέρια. Και προχωρήσαμε σαν παιδιά του Ελληνικού λαού να κάνουμε το καθήκον μας».
Ο Μανωλης Γλέζος στάθηκε, μιλώντας το 1976, στη δημοσιοποίηση των ονομάτων τους που έγινε αργότερα.
«Πρόθεση μας ήταν να μείνουμε άγνωστοι, να μη μάθει κανένας ποιο πραγμάτωσαν αυτό το γεγονός.
»Η δημοσιότητα, που δόθηκε στο θέμα αυτό ήταν ανεξάρτητη από τη θέλησή μας.
»Δεν επιδιώκει κανείς ένα όφελος επιχειρώντας ή πραγματώνοντας μια πράξη. Δεν καταθέτει σε μια Τράπεζα ελπίζοντας σε είσπραξη τόκων και επιτοκίων.
»Η σκέψη, που κυριάρχησε μέσα μας, όταν η κυβέρνηση και οι άλλοι εγκατέλειπαν το Ελληνικό έδαφος, ήταν να δείξουμε ότι ο αγώνας συνεχίζεται.
»Επιλέξαμε τη μέρα, που θα κατεβάζαμε τη σημαία, ακριβώς όταν οι γερμανοί ανήγγειλαν θριαμβευτικά την κατάληψη της Κρήτης και κάθε αντίσταση είχε σταματήσει σ΄ολη τη χώρα. (…)
»Όμως η Ελληνική αντίσταση έχει να εμφανίσει κι άλλα σημαντικά περιστατικά, όπως των
τριών παιδιών του Υμηττού, των εκτελέσεων στην Καλλιθέα. Η αντίσταση δεν έχει αναγνωρισθεί από το κράτος. Δεν υπάρχει μια επιγραφή στον ομαδικό τάφο των εκτελεσμένων που είναι στο Γ’ Νεκροταφείο.
»Δεν υπάρχει η μέρα της Αντίστασης, όπως η 25η Μαρτίου, η 28η Οκτωβρίου.
Ο ένας για τον άλλον
Γλέζος για Σάντα:
«Ήταν ανοιχτός τύπος, τολμηρός, ριψοκίνδυνος»
Σάντας για Γλέζο:
«Ήταν ένα θαυμάσιο παιδί με θάρρος, αγωνιστής, παληκάρι και μελετηρός»