Πολλές φορές στη συζήτηση για τη στάση της Τουρκίας, στην εποχή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αναδεικνύεται το ζήτημα εάν η στάση της Τουρκίας μπορεί να θεωρηθεί «παράλογη» ή «αψυχολόγητη», ενώ δεν είναι λίγες φορές που το ερώτημα τίθεται ως προς το γιατί η Τουρκία επιλέγει να είναι το «μαύρο πρόβατο» της Δύσης.
Μόνο που αυτή η προσέγγιση αδυνατεί να κατανοήσει ότι στην τουρκική στάση υπάρχει μια αρκετά συστηματική και σε πλευρές της συνεκτική μεθοδολογία που σκοπό έχει τελικά να δημιουργήσει τετελεσμένα και να κατοχυρώσει θέσεις.
Με μια έννοια είναι σαφές ότι παρά τις μεγάλες αλλαγές στην ίδια την Τουρκία, το νήμα του «αναθεωρητισμού», δηλαδή της αμφισβήτησης του πλαισίου των συμφωνιών που όρισαν την κυριαρχία της Τουρκίας μετά το 1923, εξακολουθεί να συνέχει την τουρκική εξωτερική πολιτική.
Γιατί η Τουρκία εγείρει θέμα κυριαρχίας για τα ελληνικά νησιά
Το ζήτημα κυριαρχίας που έχει θέσει η Τουρκία σε σχέση με τα ελληνικά νησιά είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Η τουρκική θέση δεν είναι απλώς η υπενθύμιση των προβλέψεων για μερική ή ολική κατά περίπτωση αποστρατικοποίηση που περιλάμβαναν η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης του 1923 και η Συνθήκη των Παρισιών του 1947. Είναι ταυτόχρονα και η τοποθέτηση ότι η μη τήρηση των προβλέψεων για αποστρατικοποίηση εγείρει θέμα κυριαρχία για αυτά τα νησιά.
Και αυτό γιατί είναι ένα ζήτημα η Τουρκία να θεωρεί ότι η Ελλάδα παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες, και εντελώς άλλο να υποστηρίζει ότι αυτό αναιρεί δυνητικά την ελληνική κυριαρχία σε αυτά τα νησιά. Είναι σαφές ότι έχουμε απλώς μια αμφισβήτηση της δυνατότητας της Ελλάδας να έχει στρατεύματα (ή βαρύ οπλισμό) στα νησιά, αλλά μια αμφισβήτηση της ίδιας της δυνατότητα να ασκεί τον πυρήνα ης κυριαρχίας αυτά.
Η Τουρκία προφανώς και γνωρίζει ότι αυτή η θέση δεν μπορεί εύκολα να γίνει δεκτή. Το ακριβώς αντίθετο: σε γενικές γραμμές θεωρείται δεδομένο ότι η απόκτηση κυριαρχίας είναι μια μη αντιστρέψιμη διαδικασία. Όμως, ταυτόχρονα θεωρεί ότι σε μια περίοδο μεταβατική, ο βασικός τρόπος για να μπορέσει να έχει κάποια κέρδη γεωπολιτικά είναι ακριβώς το να φαντάζει ως η δύναμη που είναι έτοιμη να ανοίξει κάθε οριακά ζήτημα, ακόμη και εάν αυτό φαντάζει «παράλογο».
Η «κανονικοποίηση» της αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων
Σε τελική ανάλυση ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει πάντα και η λογική της «κανονικοποίησης» της αμφισβήτηση του ισχύοντος πλαισίου. Αυτό δείχνουν όλα τα βήματα που έχει κάνει από τη δεκαετία του 1970 όταν αμφισβήτησε τα όρια του εθνικού εναέριου χώρου ή της υφαλοκρηπίδας, μέχρι το συνολικό μεταγενέστερο άνοιγμα θέματα «γκρίζων ζωνών» για νησιά και βραχονησίδες, το casus belli στην περίπτωση που η Ελλάδα έκανε χρήση του δικαιώματός της για επέκταση χωρικών υδάτων, στο συνολικό αίτημα επαναχάραξης της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ σε σύγκρουση με το διεθνές δίκαιο και τελικά στη λογική της «Γαλάζιας Πατρίδας» και της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και στα μεγάλα ελληνικά νησιά.
Προφανώς δεν έχουν όλα τα ζητήματα την ίδια βαρύτητα σε κάθε συγκυρία. Π.χ. το θέμα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων μπορεί να φαντάζει πιο άμεσο ζήτημα, όμως αυτό δεν αναιρεί την τακτική της Τουρκίας να ανοίγει όλα τα ζητήματα ταυτόχρονα (ενδεικτικό το πώς κατά καιρούς επανέρχεται και το θέμα της Κύπρου). Και όλα αυτά στο φόντο του τρόπου που η Τουρκία διεκδικεί διαρκώς να αναγνωρίζεται ως «περιφερειακή δύναμη»
Απέναντι σε όλα αυτά το συνεχές «γκριζάρισμα» περιοχών και το να εγείρονται συνολικότερα ζητήματα κυριαρχίας, ακόμη και «εν ου παικτοίς» είναι ο τρόπος με τον οποίο η Τουρκία εκτιμά ότι στο τέλος θα μπορέσει να έχει τα μεγαλύτερα οφέλη. Είναι η λογική της εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευσης, με όλα τα θέματα πάνω στο τραπέζι. Είναι η αντίληψη ότι όσο πιο επιθετικά τεθούν ζητήματα, όσο περισσότερα είναι αυτά και όσο «ακραίες» οι αρχικές θέσεις, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα. Και βέβαια είναι η διαρκής προλείανση του εδάφους για ακόμη πιο αναθεωρητικές αντιλήψεις.
Ας μην ξεχνάμε ότι π.χ. στη Συρία ήδη η Τουρκία δοκιμάζει εμμέσως και μια αλλαγή συνόρων, εάν δούμε τον τρόπο με τον οποίο διοικεί τις περιοχές που έχει υπό τον έλεγχό της.
Η «τεθλασμένη» διαπραγμάτευση
Κομμάτι αυτής της τακτικής και η «τεθλασμένη» αντίληψη της διαπραγμάτευσης, δηλαδή το να εγείρονται θέματα με τρόπο που εμμέσως αφορούν άλλα πεδία. Η αντιπαράθεση με τη Φινλανδία και τη Σουηδία σε σχέση με την υποτιθέμενη υποστήριξή τους στο PKK και το ζήτημα με την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, στην πραγματικότητα πολύ περισσότερο έχει να κάνει με τον τρόπο που η Άγκυρα πιέζει την Ουάσιγκτον για ένα «πράσινο φως» σε νέα επιχείρηση κατά των Κούρδων στο Συριακό έδαφος, για την οποία η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να έχει αντιρρήσεις.
Αυτό εξηγεί και τη λογική του παζαριού όπου διαρκώς νέα ζητήματα έρχονται στο προσκήνιο, με πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα τα δημοσιεύματα για το πώς η Τουρκία συνδέει το ζήτημα της στάσης απέναντι στα αιτήματα Φινλανδίας και Ρωσίας με το εάν θα γίνουν βήματα αναγνώρισης του ψευδοκράτους στην Κύπρο.
«Μαύρο πρόβατο»;
Παρότι συχνά η Τουρκία παρουσιάζεται ως το «μαύρο πρόβατο» του ΝΑΤΟ και μπορεί κανείς να βρει διάφορα άρθρα στον αμερικανικό ιδίως Τύπο που παραπέμπουν σε μια δυσανεξία απέναντι σε μια Τουρκία αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία είναι το «μαύρο πρόβατο» της δυτικής συμμαχίας.
Γιατί μπορεί να υπάρχουν αρκετές φωνές στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και μελών του Κογκρέσου, που έχουν τοποθετηθεί επικριτικά απέναντι στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής κυρώσεων, εντούτοις αυτό δεν αναιρεί την οργανική σύνδεση της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ, κάτι που υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Ερντογάν συχνά.
Ας μην ξεχνάμε ότι μια από τις σημαντικότερες και αναντικατάστατες βάσεις που χρησιμοποιεί η αμερικανική πολεμική αεροπορία είναι αυτή του Ιντσιρλίκ. Και μόνο αυτή διαμορφώνει όρους μιας έστω και αναγκαστικής αμερικανοτουρκικής αμυντικής συνεργασίας. Το ίδιο ισχύει και ο τρόπος που η Τουρκία εξακολουθεί να έχει θέση κλειδί στα Στενά.
Στην πραγματικότητα αυτή η σχέση της Τουρκίας και με τη Δύση και της Δύσης με την Τουρκία βάζει περιορισμούς και προς τις δύο πλευρές.
Από τη μια, είναι σαφές ότι ανεξαρτήτως επιμέρους φωνών ούτε οι ΗΠΑ ούτε συνολικά η Δύση έχουν την πολυτέλεια μιας συνολικής ρήξης με την Τουρκία. Αυτό θα διαμόρφωνε εκ των πραγμάτων ένα διαφορετικό και σε τελική ανάλυση αρνητικό συσχετισμό για τις ΗΠΑ, εάν αναλογιστούμε τη θέση της Τουρκίας και το βάθος της στρατηγικής σχέσης/
Από την άλλη, η Τουρκία επίσης δεν έχει την πολυτέλεια να μην είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Ακόμη και εκεί που φαίνεται να κάνει διαφορετικές επιλογές, ή να αποκλίνει από τη συνισταμένη της συμμαχίας, στην πραγματικότητα το κάνει ακριβώς επειδή είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αυτό της δίνει το περιθώριο αλλά και ταυτόχρονα βάζει και όρια στο σε ποιο βαθμό μπορεί να το κάνει.
Γιατί σταματά τον διάλογο με την Ελλάδα
Η δήλωση Ερντογάν ότι ουσιαστικά η Τουρκία σε αυτή τη φάση δεν επιθυμεί διμερή διάλογο, έχει να κάνει με αυτήν ακριβώς τη λογική ότι πλέον ανοίγουν όλα τα μέτωπα και άρα οποιοσδήποτε διάλογος προϋποθέτει την αποδοχή των τουρκικών θέσεων για το ότι όλα τα θέματα είναι προς διαπραγμάτευση.
Ταυτόχρονα, είναι προφανές ότι η τουρκική κυβέρνηση επιλέγοντας μια ρητορική που φαντάζει αντίθετη με τις διαρκείς παραινέσεις τόσο των ΗΠΑ όσο και της ΕΕ οι δυο χώρες «να τα βρουν μεταξύ τους», στη πραγματικότητα υπογραμμίζει ότι σε αυτή τη φάση το άμεσο ενδιαφέρον της δεν είναι η ελληνική στάση, όσο η στάση του διεθνούς παράγοντα από τον οποίο ζητά αφενός να την αναγνωρίσει ως περιφερειακή δύναμη, αφετέρου να μην κάνει παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν δικαίωση των ελληνικών θέσεων. Εξ ου και ο τρόπος που έχει αντιδράσει η Τουρκία στην έμμεση ελληνική προτροπή προς τις ΗΠΑ να επανεξετάσουν το σχέδιο αναβάθμισης των F-16, με το να υπογραμμίζει διαρκώς ότι το σχέδιο αυτό αφορά ττην αμυντική αναβάθμιση του ΝΑΤΟ και όχι μόνο της Τουρκίας.
Όλα αυτά στο φόντο μιας εκτίμησης ότι τουλάχιστον στον βραχύ χρόνο και όσο συνεχίζεται ο πόλεμος της Ουκρανίας η διαπραγματευτική δύναμη της Τουρκίας έχει αυξηθεί, καθώς οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν έναν σύμμαχο του μεγέθους της Τουρκίας σε μια συγκυρία μεγάλης διεθνούς διαίρεσης.