Μπορεί το αποτύπωμα των αλλοδαπών όσον αφορά το δημογραφικό αδιέξοδο της Ελλάδας να ήταν την περίοδο 2009-2020 θετικό, αφού οι γεννήσεις ήταν κατά 150.000 περισσότερες από τους θανάτους, έναντι ενός έντονα αρνητικού φυσικού ισοζυγίου των Ελλήνων (402.000 περισσότεροι θάνατοι από τις γεννήσεις), εν τούτοις, όπως προκύπτει από σχετική έρευνα των καθηγητών Δημογραφίας Βύρων Κοτζαμάνη και Αναστασίας Κωστάκη του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, η συνολική εικόνα γεννήσεων – θανάτων θα παραμείνει αρνητική για τη χώρα τουλάχιστον ως το 2040-2045.
Τη 10ετία Ιανουάριος 2011 – Ιανουάριος 2021 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 450.000 περίπου άτομα, απόρροια κατά 60% του αρνητικού φυσικού ισοζυγίου (γεννήσεις – θάνατοι) και κατά 40% του επίσης αρνητικού μεταναστευτικού ισοζυγίου, καθώς οι έξοδοι από τη χώρα, κυρίως αυτές των περίπου 500 χιλιάδων νέων και μορφωμένων Ελλήνων που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, απόρροια και της 10ετούς κρίσης, υπερκάλυψαν τις εισόδους αλλοδαπών προερχομένων στη μεγάλη τους πλειοψηφία από μη ευρωπαϊκές χώρες.
Κατ’ επέκταση, απουσία συνταρακτικών ανατροπών, όπως π.χ. ενός νέου κύματος μαζικής μετανάστευσης αλλοδαπών και, δευτερευόντως, της αντιστροφής του «brain drain» σε «brain gain», καθώς και μιας γενναίας πολιτικής αύξησης των γεννήσεων, οι ρυθμοί μείωσης του πληθυσμού της χώρας δεν πρόκειται να ανακοπούν.
Σταθερά αρνητικά τα φυσικά ισοζύγια
Συνολικά πάντως, σύμφωνα με την έρευνα, τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις – θάνατοι) στην Ελλάδα μετά το 2010 – και για πρώτη φορά μεταπολεμικά – είναι σταθερά αρνητικά με αποτέλεσμα να συμβάλουν στη μείωση του πληθυσμού. Με δεδομένο ότι εδώ και τρεις δεκαετίες οι αλλοδαποί έχουν αυξηθεί σημαντικά (από 200 χιλ. το 1991 σε 900 χιλ. σήμερα), τίθεται το ερώτημα της συμβολής τους στα ισοζύγια αυτά.
Με βάση τα διαθέσιμα από την ΕΛΣΤΑΤ δεδομένα προκύπτει πως αφενός μεν το ποσοστό των θανάτων των αλλοδαπών (2% του συνόλου) είναι υποπολλαπλάσιο του ποσοστού τους (8%) στον συνολικό πληθυσμό, αφετέρου δε ότι η συμμετοχή τους στις γεννήσεις (15%) είναι υψηλότερη (κατά 3% έως 4,5%) από τη συμμετοχή τους στον πληθυσμό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας.
Ως εκ τούτου, η συμβολή τους στα φυσικά ισοζύγια της περιόδου 2009-20 είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς περιόρισαν τις απώλειες (χωρίς αυτούς, το συνολικό φυσικό ισοζύγιο της περιόδου αυτής θα ήταν πολύ αρνητικότερο από αυτό των 252 χιλ.). Οι διαφορές ανάμεσα στο πρόσημο των φυσικών ισοζυγίων των Ελλήνων και των αλλοδαπών (αρνητικό κατά 402 χιλ. των πρώτων, θετικό κατά 150 χιλ. των δεύτερων) οφείλονται στον εξαιρετικά νεανικό πληθυσμό των αλλοδαπών και στο ότι οι αλλοδαπές στη χώρα μας έχουν υψηλότερη γονιμότητα από αυτή των Ελληνίδων.
Το 7,4% – 8,4% του πληθυσμού οι αλλοδαποί
Στην περίοδο 2009-2020, οι αλλοδαποί, ο πληθυσμός των οποίων κυμαίνεται από 810.000 έως 940.000, αποτελούν το 7,4% έως 8,4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας, είναι κατά μια δεκαετία νεότεροι από τους Ελληνες, με τη μέση ηλικία τους να κυμαίνεται από 32 έως 34 έτη έναντι 43 έως 46 έτη των Ελλήνων, ενώ το ποσοστό των 65 ετών και άνω κυμαίνεται από 3% έως 5% στους αλλοδαπούς έναντι 20% με 24% στους Ελληνες.
Οι αλλοδαπές γυναίκες αποτελούν το 8% με 8,5% του συνόλου των γυναικών – ανεξαρτήτως ηλικίας – και το 11% με 12,5% του συνόλου των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (επομένως το ειδικό τους βάρος στο σύνολο των 20-44 ετών είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο στον συνολικό γυναικείο πληθυσμό της χώρας μας, σε αντίθεση με τις Ελληνίδες). Ταυτόχρονα, στον πληθυσμό των αναπαραγωγικών ηλικιών οι αλλοδαπές είναι κατά μέσο όρο ελαφρώς νεότερες των Ελληνίδων κατά 1 έως 2 έτη.
Τέλος, οι μεν θάνατοι των αλλοδαπών είναι υπο-πολλαπλάσιοι αυτών των Ελλήνων (μόλις 26.500. έναντι 1.378.000, αποτελώντας μόλις το 2% του συνόλου των θανάτων), οι δε γεννήσεις τους (15,3% σχεδόν του συνόλου) ανέρχονται την ίδια περίοδο σε 177.000 έναντι 976.000 των Ελληνίδων (το 84,7% αντίστοιχα του συνόλου).
Κατ’ επέκταση, το 2009-2020 τα φυσικά ισοζύγια των πρώτων είναι έντονα θετικά (150.000 περισσότερες γεννήσεις από θανάτους) ενώ των δευτέρων έντονα αρνητικά (402.000 περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις). Αν δε, από τις απόλυτες τιμές περάσουμε στις σχετικές (γεννήσεις και θάνατοι επί 1.000 κατοίκων), ο Δείκτης Γεννητικότητας των αλλοδαπών είναι υπερδιπλάσιος αυτού των Ελλήνων, ενώ ο Δείκτης Θνησιμότητάς τους είναι 4 – 5 φορές μικρότερος.
Υψηλότερη συμμετοχή στις γεννήσεις
Η συμβολή των αλλοδαπών επομένως στο δημογραφικό ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς χάρη στην υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων περιόρισαν τις απώλειες του πληθυσμού, καθώς χωρίς αυτούς το συνολικό φυσικό ισοζύγιο της περιόδου 2009-2020 θα ήταν πολύ πιο αρνητικό από αυτό των 252.000.
Ταυτόχρονα, το ποσοστό των θανάτων των αλλοδαπών είναι υποπολλαπλάσιο του ποσοστού τους στον συνολικό πληθυσμό, ενώ η συμμετοχή τους στις γεννήσεις είναι σαφώς υψηλότερη από τη συμμετοχή τους στον συνολικό πληθυσμό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Τίθεται επομένως το ερώτημα: πού οφείλονται οι διαφορές αυτές; Οι απαντήσεις είναι σχετικά απλές:
Οσον αφορά τους θανάτους, οι διαφορές οφείλονται αποκλειστικά στην εξαιρετική νεότητα του πληθυσμού των αλλοδαπών. Ειδικότερα, όπως οι θάνατοι δεν προέρχονται ισομερώς από όλες τις ηλικιακές ομάδες (το 88%-90% αφορά τους 65 και άνω) και το ειδικό βάρος της ηλικιακής αυτής ομάδας είναι εξαιρετικά χαμηλό στους αλλοδαπούς (5-6 φορές χαμηλότερο από αυτό των Ελλήνων), ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι πιθανότητες θανάτου των αλλοδαπών είναι ελαφρώς υψηλότερες σε όλες τις ηλικίες από αυτές των Ελλήνων, είναι λογικό οι θάνατοί τους να είναι αναλογικά 5-6 φορές λιγότεροι.
Οι δείκτες γονιμότητας αλλοδαπών – ημεδαπών
Οσον αφορά τις γεννήσεις, σε αυτές κάθε χρονιά είναι προϊόν δύο ανεξάρτητων παραγόντων: του πλήθους των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και του τελικού αριθμού των παιδιών που φέρουν στον κόσμο (καθώς και της ηλικίας που θα γεννήσουν τα παιδιά αυτά).
Οι αλλοδαπές όμως είναι νεότερες κατά μέσο όρο των Ελληνίδων στις αναπαραγωγικές ηλικίες, και το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό των 20-44 ετών είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο στον συνολικό γυναίκειο πληθυσμό της χώρας μας (το αντίστροφο ισχύει στις Ελληνίδες).
Επομένως, ακόμη και αν οι αλλοδαπές είχαν το ίδιο μοτίβο γονιμότητας με τις Ελληνίδες, οι γεννήσεις τους – αναλογικά – και οι τιμές των Αδρών Δεικτών Γεννητικότητάς τους θα ήταν υψηλότερες από τις αντίστοιχες των Ελληνίδων.
Ταυτόχρονα, οι αλλοδαπές έχουν και υψηλότερη γονιμότητα από αυτή των Ελληνίδων (οι ετήσιοι δείκτες ανεξαρτήτως χώρας προέλευσης είναι από 1 έως 0,5 παιδιά υψηλότεροι από τους αντίστοιχους των ημεδαπών). Ο συνδυασμός δε των δύο αυτών παραμέτρων οδηγεί στην περαιτέρω αύξηση των διαφορών ανάμεσα στις δύο αυτές ομάδες.
Τι θα γίνει τις επόμενες 10ετίες
Οσον αφορά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, με δεδομένη την αύξηση του ποσοστού των 65 ετών και άνω τόσο στους Ελληνες όσο και στους αλλοδαπούς, οι θάνατοι και των δύο αυτών ομάδων αναμένεται να αυξηθούν. Οσον αφορά τις γεννήσεις, o πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας αναμένεται να μειωθεί τόσο στις Ελληνίδες όσο και στις αλλοδαπές, ταχύτερα όμως στις πρώτες απ’ ό,τι στις δεύτερες.
Με βάση τα δεδομένα αυτά: πρώτον, τα αρνητικά μέσα ετήσια φυσικά ισοζύγια των Ελλήνων στις αμέσως επόμενες δεκαετίες όχι μόνον δεν αναμένεται να αλλάξουν πρόσημο αλλά το πλεόνασμα των θανάτων έναντι των γεννήσεων θα διευρυνθεί περαιτέρω, και δεύτερον, τα μέσα ετήσια φυσικά ισοζύγια των αλλοδαπών θα παραμείνουν θετικά, αντισταθμίζοντας μερικώς τα αρνητικά των Ελλήνων (μειώνοντας δηλαδή τις συνολικές απώλειες) – αν και το πλεόνασμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων τους θα περιορισθεί, εάν δεν υπάρξει την επόμενη εικοσαετία μαζική είσοδος νέων αλλοδαπών στη χώρα μας.
Συνολικά, η έρευνα των καθηγητών Δημογραφίας καταλήγει πως τα μέσα ετήσια συνολικά φυσικά ισοζύγια της χώρας μας θα παραμείνουν τουλάχιστον μέχρι το 2040-2045 αρνητικά, πολύ αρνητικότερα μάλιστα από τα αντίστοιχα της περιόδου 2009-2020.