Η τουρκική προκλητικότητα των τελευταίων μηνών δεν είναι κάτι που εκπλήσσει την Ελλάδα. Δεν είναι η πρώτη φορά και σίγουρα δεν θα είναι η τελευταία που οι γείτονες μας έχουν μετατρέψει σε «διακεκαυμένη ζώνη» το Αιγαίο.
Ελλάδα και Τουρκία έχουν συμφωνήσει τα τελευταία χρόνια ότι διαφωνούν παρά τις κατά καιρούς συμφωνίες των εκάστοτε πρωθυπουργών με τον πρόεδρο Ερντογάν για ειρηνική συμπόρευση.
Από το 1975 μέχρι σήμερα, δύο τουλάχιστον φορές, Ελλάδα και Τουρκία βρέθηκαν στα πρόθυρα μιας γενικευμένης σύγκρουσης: Πρώτα, το 1976 με το ωκεανογραφικό ΧΟΡΑ και άλλη μια, το 1987 με την έξοδο του ΣΙΣΜΙΚ στο Αιγαίο. Σε αυτές -ίσως- θα πρέπει να προστεθεί και η κρίση των Ιμίων το 1996.
1976: «Βυθίσατε το Χόρα»
Η είσοδος του τουρκικού ωκεανογραφικού πλοίου ΧΟΡΑ στα ελληνικά χωρικά ύδατα στις 6 Αυγούστου του 1976 προκάλεσε μείζονα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις φέρνοντας τις δύο χώρες στα πρόθυρα πολεμικής σύρραξης, για πρώτη φορά μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο που είχε προηγηθεί δύο χρόνια νωρίτερα.
Διαβάστε επίσης: Τα επεισόδια Ελλάδας – Τουρκίας που σημάδεψαν τα τελευταία χρόνια
Ταυτόχρονα ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι αμφισβήτησαν τα ελληνικά χωρικά ύδατα υπό το πρόσχημα των ερευνών. (Η δεύτερη φορά ήταν 11 χρόνια μετά, το 1987 με την έξοδο του ΣΙΣΜΙΚ στο Αιγαίο)
Το πλοίο «ΧΟΡΑ» είχε ναυπηγηθεί στη Γερμανία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως σκάφος διάσωσης. Μετά τη λήξη του πολέμου, οι Βρετανοί το κατάσχεσαν. Το αγόρασε σε μια κρατική τουρκική τράπεζα του Υπουργείου Συγκοινωνιών για έρευνα-διάσωση. Το 1975, η κυβέρνηση Ετζεβίτ, αποφάσισε να το μετασκευάσει, για να διενεργήσει σεισμικές έρευνες. ως πολεμικό σκάφος. Μετασκευάστηκε σε πλοίο σεισμολογικών ερευνών.
Στις 6 Αυγούστου 1976 παραβίασε για πρώτη φορά την Ελληνική υφαλοκρηπίδα πλέοντας βορειοανατολικά της Λέσβου.
Στην Αθήνα σήμανε συναγερμός καθώς η Τουρκία επιχειρούσε να αναλάβει ντε φάκτο τον έλεγχο του Αιγαίου. Το γεγονός προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό πολιτική θύελλα την οποία έσπευσε να εκμεταλλευτεί η ανερχόμενη δύναμη της εποχής, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Στο πολιτικό επίπεδο, το γεγονός που σημάδεψε την κρίση του 1976 είναι η ιστορική δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου προς την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή: «Βυθίσατε το Χόρα».
Η φράση αυτή είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο ασκούσε αντιπολίτευση ο Α. Παπανδρέου στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Η βύθιση του Χόρα θα σήμαινε την έναρξη ενός ελληνοτουρκικού πολέμου με αβέβαιη έκβαση. Ακόμη και να τον κέρδιζε η Ελλάδα, θα έβγαινε ζημιωμένη. Η χώρα μας δεν είχε να κερδίσει κάτι καθώς δεν διεκδικεί τίποτε από την Τουρκία. Όμως, ακόμη και ένας σύντομος πόλεμος θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την πορεία της χώρας προς τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Αργότερα, το 1980, ο Ανδρέας Παπανδρέου ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε συνεννόηση με την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή και η φράση ειπώθηκε για λόγους εθνικού συμφέροντος. Ο στενός συνεργάτης του Καραμανλή Πέτρος Μολυβιάτης το διέψευσε δηλώντας στη βουλή το 2002 ότι το «βυθίσατε το Χόρα» ειπώθηκε «χωρίς καμία προσυνεννόηση, χωρίς καμία επαφή με τον πρωθυπουργό».
1987: Επιστράτευση και λουκέτο στην αμερικανική βάση στη Νέα Μάκρη
Στους πρώτους μήνες του 1987 η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η Τουρκία στέλνει διαδοχικά Πίρι Ρέις και Σισμίκ στο Αιγαίο, κάνοντας ξεκάθαρο πως δεν θα σεβαστεί την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών (την οποία ακόμη δεν αναγνωρίζει) και θα το στείλει σε χωρικά ύδατα που δεν θεωρεί ελληνική επικράτεια.
Η Ελλάδα έφτασε ένα βήμα πριν τη σύρραξη με την Τουρκία, όταν η καναδική εταιρία Denison που σε κοινοπραξία και με το ελληνικό δημόσιο εκμεταλλευόταν τα πετρέλαια της Θάσου, αποφάσισε να προχωρήσει σε γεώτρηση στη θέση Μπάμπουρας Πρίνου, έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά πάνω στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Τότε οι Τούρκοι, αντιδρώντας και επιχειρώντας όπως και τώρα, χωρίς να έχουν λόγο και ρόλο στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων, αποφάσισαν να βγάλουν στο Αιγαίο στις 19 Μαρτίου το ερευνητικό σκάφος «Πίρι Ρέις», συνοδευόμενο από δυο πολεμικά του τουρκικού Ναυτικού, ενώ κλιμακώνοντας τις πιέσεις διαμαρτυρήθηκαν σε ΕΟΚ, ΝΑΤΟ και ΟΗΕ καταγγέλλοντας την Ελλάδα για παραβίαση συμφωνιών και συνθηκών.
Παράλληλα αποφάσισαν να βγάλουν για έρευνες στο Αιγαίο έξω από τα χωρικά ύδατα της Τουρκίας το ερευνητικό σκάφος «ΣΙΣΜΙΚ» προειδοποιώντας με αντίποινα σε περίπτωση που το παρεμπόδιζαν οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Η τουρκική προκλητικότητα όμως δεν έμεινε αναπάντητη. Ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, προειδοποίησε ανοικτά με πόλεμο και άρχισε να συγκεντρώνει ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στο Αιγαίο, ανακοινώνοντας και επιστράτευση. Παράλληλα έκλεισε την αμερικανική βάση στη Νέα Μάκρη στέλνοντας ένα αποφασιστικό μήνυμα στις ΗΠΑ που συνέχιζαν να υποστηρίζουν την Τουρκία στις διεκδικήσεις τη σε βάρος της χώρας μας.
Την ίδια ώρα έστειλε τον υπουργό Εξωτερικών στη Βουλγαρία ώστε να επιβεβαιωθεί το σύμφωνο μη επιθέσεως με τη γειτονική χώρα αναδεικνύοντας τη μοναδική συμφωνία μεταξύ χώρας του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Οι αριστοτεχνικοί, κατά γενική ομολογία, χειρισμοί της κρίσης από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης οδήγησαν τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ, να ανακοινώσει ότι τελικά το ΣΙΣΜΙΚ δεν θα βγει στο Αιγαίο.
Η ιστορική ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στο υπουργικό
Η ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στην έκτακτη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν αποκαλυπτική. Είπε μεταξύ άλλων:
«Δεν επιζητούμε επιδαιτησία, αλλά σαφώς θέτουμε και το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες ενώπιον των ιστορικών τους ευθυνών. Είναι φυσικό να απευθυνθούμε και στην Ατλαντική Συμμαχία και ειδικότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες και να τονίσουμε ότι αυτές επωμίζονται την ευθύνη για τις εξελίξεις στο Αιγαίο. Διότι όχι μόνο στηρίζουν με ανερχόμενο ρυθμό τη στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας, αλλά ανέχονται και καλύπτουν -όπως είναι η περίπτωση του κατοχικού στρατού στη Βόρεια Κύπρο- ακόμα και τις έκνομες πράξεις της Τουρκίας.
Θα πρέπει να είναι σαφές ότι, σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής με την είσοδο του «Σισμίκ» στο Αιγαίο, θα υπάρξει καταλυτική αλλαγή και στο χώρο των Βαλκανίων, αλλά πιστεύω και σε αυτό ακόμη το σύστημα άμυνας των Δυτικών, δηλαδή του ΝΑΤΟ. Οι επιπτώσεις θα είναι καταλυτικές. Δεν είναι δυνατόν να συνομιλούμε για τη Φωνή της Αμερικής, δεν είναι δυνατόν να δεχόμεθα πρόσκληση, την οποία ακόμα επίσημα δεν έχουμε, να συζητήσουμε το μέλλον των στρατιωτικών σχέσεων Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών, όταν υπάρχει πράσινο φως προς την Τουρκία να προχωρήσει στα ατοπήματα, τα οποία περικλείουν έναν τεράστιο κίνδυνο και για την Τουρκία και για την Ελλάδα και για τα Βαλκάνια, τουλάχιστον.
Και θα ήθελα επίσης να πω ότι ο υπουργός των Εξωτερικών, Κάρολος Παπούλιας συναντάται σήμερα με τον πρόεδρο της Βουλγαρίας, Τεόντορ Ζίβκοφ, μεταφέροντάς του ένα σοβαρό μήνυμα από πλευρά μου. Όπως γνωρίζετε, υπάρχει συμφωνία μη επιθέσεως, η οποία επιβάλλει αυτή την ώρα την παράδοση ενός τέτοιου μηνύματος από τον υπουργό Εξωτερικών προς τον Τεόντορ Ζίβκοφ, με τον οποίο με συνδέει βεβαίως στενή προσωπική φιλία.
Εάν η κρίση αυτή αποτελεί μεθόδευση για να μας υποχρεώσουν να πάμε σε τραπέζι διαπραγματεύσεων εφ’ όλης της ύλης, εάν αυτός είναι ο στόχος τους, δεν πρόκειται η κυβέρνηση αυτή να το δεχθεί, να υποκύψει. Θα ήθελα αυτό το μήνυμα να είναι ξεκάθαρο. Πολιτικό διάλογο για άλλα θέματα, πλην του νομικού θέματος της υφαλοκρηπίδας, δεν είναι δυνατόν να κάνουμε με την Τουρκία, γιατί είναι όλα πολιτικά θέματα και αφορούν αποκλειστικά ποια κυριαρχικά δικαιώματα θα παραχωρήσει η Ελλάδα στην Τουρκία. Αυτό δεν λέγεται διάλογος. Αυτό είναι μήνυμα προς ηττημένο. Και δεν δεχόμεθα τέτοια μηνύματα. Ούτε είναι ηττημένη η Ελλάδα ούτε πρόκειται να είναι ηττημένη».
Η διάσκεψη του Νταβός
Λίγους μήνες μετά θα πραγματοποιηθεί η περίφημη διάσκεψη του Νταβός, με τη συνάντηση των δύο ηγετών. Η ελληνική πλευρά παρουσιάζει τη συμφωνία για «μη πόλεμο» ως επιτυχία. Αργότερα ο ίδιος ο Παπανδρέου από το βήμα της βουλής, με το ιστορικό «mea culpa» θα παραδεχθεί πως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι.
Ελλάδα και Τουρκία πλέον συμφωνούν σε διεθνοποίηση του θέματος των κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι του Ανδρέα τον κατηγορούν πως βάζει στο ράφι το Κυπριακό, αποσυνδέοντας την επίλυσή του ως προαπαιτούμενο για βελτίωση των σχέσεων με τη γειτονική χώρα.