Ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να κέρδισε για δεύτερη χωρά τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, όμως αν και πλέον στη δεύτερη θητεία του δεν έχει μπορέσει να διαμορφώσει ένα ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα, με γείωση στη γαλλική κοινωνία, ικανό να διαμορφώσει όρους πολιτικής ηγεμονίας.
Το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις για τον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών δίνουν το κόμμα του Μακρόν (Ensemble!) να βρίσκεται με 25,2% πίσω από τη συμμαχία της Αριστεράς που διαμόρφωσε ο Ζαν Λυκ Μελανσόν (NUPES), που παίρνει 25,6%, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί μια πολιτική επιτυχία για τον Γάλλο πρόεδρο. Μάλλον, καταδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «πρόεδρο μειοψηφίας» σε μια χώρα όπου το πολιτικό σύστημα δείχνει τριχοτομημένο ανάμεσα σε μια δεξιά όπου ηγεμονεύει η ακροδεξιά, ένα νεοφιλελεύθερο κέντρο (ή «Ακραίο Κέντρο») και μια Αριστερά σε τροχιά ριζοσπαστικοποίησης.
Ιστορική επιτυχία Μελανσόν
Το αποτέλεσμα που πετυχαίνει η συμμαχία που σχημάτισε ο Ζαν Λυκ Μελανσόν ύστερα από το εντυπωσιακό αποτέλεσμα που είχε στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, είναι μια δικαίωση της προσπάθειάς του να συσπειρώσει το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς σε μια προσπάθεια πολιτικής αντεπίθεσης απέναντι στον Μακρόν.
Μπορεί να κατηγορήθηκε για καιροσκοπισμό για τον τρόπο που σχημάτισε τη συμμαχία, η οποία στηρίχτηκε λιγότερο στην προγραμματική σύγκλιση και περισσότερο στην εξασφάλιση ότι όλες οι δυνάμεις που συμμετείχαν θα μπορούσαν να πετύχουν την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση που θα ήταν πολύ πιο δύσκολη εάν κατέβαιναν αυτόνομες, όμως κατάφερε να δώσει ένα ενωτικό σημείο αναφοράς για όλα εκείνα τα κομμάτια της γαλλικής κοινωνίας που αντιδρούν στην πολιτική που έχει ακολουθήσει ο Μακρόν και δεν εμπνέονται από την ακροδεξιά.
Το αποτέλεσμα αυτό σημαίνει έναν ισχυρό αντιπολιτευτικό πόλο μέσα στη Βουλή, την Αριστερά στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ταυτόχρονα την παγίωση του Μελανσόν ως της ηγετικής φυσιογνωμίας της Αριστεράς στη Γαλλία.
Το ερώτημα του δεύτερου γύρου
Το γαλλικό εκλογικό σύστημα με τους δύο γύρους δεν σημαίνει ότι τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου προμηνύουν απαραίτητα και αυτά του δεύτερου.
Στον δεύτερο γύρο αυτό που μετράει είναι η τοπική συσπείρωση που έχουν τα κόμματα και ο βαθμός στον οποίο μπορούν να ελπίζουν ότι θα υποστηριχτούν από ψηφοφόρους άλλων κομμάτων.
Αυτό εξηγεί γιατί ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των βουλευτικών, οι εκτιμήσεις για τον δεύτερο γύρο δίνουν συγκριτικά περισσότερες έδρες στον σχηματισμό του Μακρόν που ελπίζει ότι οι υποψήφιοί του θα κερδίσουν την υποστήριξη των δεξιών ψηφοφόρων απέναντι στην αριστερά.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι ο σχηματισμός του Μακρόν θα καταφέρει να εξασφαλίσει την πλειοψηφία στον δεύτερο γύρο και άρα θα εξασφαλίσει την αναγκαία κοινοβουλευτική υποστήριξη στην κυβέρνηση της Ελιζαμπέτ Μπορν και τα νομοσχέδια που θα φέρει στη Βουλή.
Το να μην έχει το κόμμα του Μακρόν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή θα σημαίνει εκ των πραγμάτων μια αποδυναμωμένη θέση και του ίδιου του Γάλλου Προέδρου που θα εξαρτάται από τη διαμόρφωση συγκυριακών πλειοψηφιών μέσα στη Βουλή, ή την καταφυγή στις διάφορες έκτακτες προβλέψεις του Γαλλικού Συντάγματος.
Μια χώρα με έντονες αντιθέσεις
Κατά τα άλλα τα αποτελέσματα των εκλογών κατέγραψαν που είδαμε και στις προεδρικές. Διαφορετικές κοινωνικές ομάδες έχουν διαφορετικές εκλογικές αναφορές, με έντονες πολώσεις και ολοένα και μεγαλύτερες διαφορές πολιτικής κουλτούρας και συμπεριφοράς.
Η «βαθιά Γαλλία» της επαρχίας είναι διαφορετική από τη Γαλλία των ελίτ του Παρισιού, η παλιά εργατική τάξη έχει διαφορετική αντίληψη από τους νέους πιο μορφωμένους αλλά και πιο επισφαλείς εργαζομένους, τα προάστια με ισχυρή παρουσία ανθρώπων μεταναστευτικής καταγωγής στρέφονται προς τα αριστερά όπως και η νεολαία.
Ο Εμανουέλ Μακρόν έχει αποτύχει να διαμορφώσει μια συνεκτική απεύθυνση σε όλη τη γαλλική κοινωνία την ώρα που ο Μελανσόν κατορθώνει να δείξει έναν εν δυνάμει συνασπισμό των στρωμάτων που νιώθουν δυσαρεστημένα και η ακροδεξιά διευρύνει την ηγεμονία της στο χώρο των πιο συντηρητικών στρωμάτων.
Και το ερώτημα δεν είναι μόνο ποιος συσχετισμός θα διαμορφωθεί στο δεύτερο γύρο των εκλογών, αλλά – και ίσως κυρίως – εάν η Γαλλία έχει μπροστά της ένα νέο γύρο μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων ή και εκρήξεων που τελικά θα είναι και το πεδίο όπου θα κριθεί ο πραγματικός πολιτικός και κοινωνικός συσχετισμός