Στις αρχές του πολέμου του Βιετνάμ, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον ρώτησε έναν από τους κορυφαίους στρατηγούς του, τι θα χρειαστεί «για να γίνει η δουλειά». Η ανώφελη απάντηση ήταν να ζητηθεί ένας ορισμός για τη «δουλειά». Μελέτη του Λευκού Οίκου που διενεργήθηκε αργότερα όρισε τη νίκη στο Βιετνάμ ως την «επίδειξη στους Βιετκόνγκ πως δεν μπορούν να νικήσουν».
Τώρα, καθώς υποστηρίζουν την Ουκρανία στον πόλεμό της με τη Ρωσία, οι δυτικές δυνάμεις, για μια ακόμα φορά, μπαίνουν στον πειρασμό να ορίσουν τη νίκη ως τη «μη ήττα».
Οι Ουκρανοί ανησυχούν πως θα τους δοθούν μόλις τόσα όσα χρειάζονται προκειμένου να συνεχίσουν να πολεμούν, αλλά όχι αρκετά για να νικήσουν τη Ρωσία, τονίζει ο Gideon Rachman, αρθρογράφος των Financial Times.
Πρόκειται για μια βασανιστική προοπτική, σε μια περίοδο που οι πόλεις τους καταστρέφονται και ο ουκρανικός στρατός χάνει εκατοντάδες άνδρες την ημέρα, καθώς πολεμά για να αποτρέψει τη ρωσική προέλαση.
Πρόσφατο άρθρο του προέδρου Τζο Μπάιντεν όριζε τον βασικό στόχο της Αμερικής ως τη διατήρηση μιας ελεύθερης και ανεξάρτητης Ουκρανίας. Ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, λέει συχνά πως η Ρωσία δεν πρέπει να κερδίσει – αλλά δεν έχει πει ποτέ πως η Ουκρανία πρέπει να νικήσει! Εκπρόσωπος του Εμανουέλ Μακρόν ενημέρωσε ανώνυμα πως η Γαλλία θέλει η Ουκρανία να νικήσει, αλλά ο πρόεδρος ο ίδιος δεν έχει ακόμα αρθρώσει αυτές τις λέξεις.
Αντιθέτως, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Μπόρις Τζόνσον, δήλωσε απλά πως «η Ουκρανία πρέπει να κερδίσει». Και η πρωθυπουργός της Εσθονίας, Kaja Kallas, έχει πει πως «η νίκη πρέπει να είναι ο στόχος και όχι κάποια ειρηνευτική συμφωνία».
Η διαφορά μεταξύ εκείνων που ζητούν τη νίκη της Ουκρανίας και εκείνων που περιορίζονται στο να λένε ότι η Ρωσία δεν πρέπει να κερδίσει, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ζήτημα σημειολογικό, σχολιάζει ο αρθρογράφος των Financial Times. Υπαγορεύει κρίσιμες αποφάσεις σχετικά με το είδος των όπλων που θα παρασχεθούν στην Ουκρανία – και εάν και πότε θα υπάρξει πίεση για μια ειρηνευτική διευθέτηση. Η εσθονική απόρριψη «κάποιας ειρηνευτικής συμφωνίας» έρχεται σε αντίθεση με τον δεδηλωμένο στόχο του Μπάιντεν να βάλει την Ουκρανία «στην ισχυρότερη δυνατή θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
Πίσω από αυτές τις απόψεις βρίσκεται μια διαφορά στην αντίληψη της απειλής. Όσοι βλέπουν ως το μεγαλύτερο κίνδυνο τον ρωσικό ιμπεριαλισμό είναι έτοιμοι να ζητήσουν τη νίκη της Ουκρανίας. Αυτό το στρατόπεδο περιλαμβάνει την Πολωνία, τη Βρετανία, τις χώρες της Βαλτικής και τη Φινλανδία.
Όσοι ανησυχούν περισσότερο για τον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Δύσης θα μιλήσουν μόνο για τη μη νίκη της Μόσχας. Φοβούνται ότι η πίεση για ξεκάθαρη νίκη της Ουκρανίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμεση σύγκρουση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης ή στη χρήση ρωσικών πυρηνικών όπλων. Σε αυτό το στρατόπεδο βρίσκονται η Γαλλία και η Γερμανία.
«Έσβησε» ο αμερικανικός φόβος για πυρηνικό πόλεμο του Πούτιν;
Οι ΗΠΑ, κυρίως, βρίσκονται κάπου στη μέση – προσπαθούν να εξισορροπήσουν την απάντησή τους και στις δύο απειλές, καθώς παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία. Η κυρίαρχη άποψη στην κυβέρνηση Μπάιντεν είναι ότι, έχοντας ανησυχήσει υπερβολικά για το ενδεχόμενο πυρηνικής σύγκρουσης στην αρχή του πολέμου, η Δύση κινδυνεύει τώρα να ανησυχεί… υπερβολικά λίγο!
Το ρωσικό στρατιωτικό δόγμα επιτρέπει τη χρήση πυρηνικών όπλων σε περίπτωση υπαρξιακής απειλής για το έθνος. Ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι πιστεύουν ότι είναι πιθανό ο ηγέτης της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, να θεωρήσει μια ταπεινωτική ήττα στην Ουκρανία ως αντιπροσωπευτική αυτού του είδους υπαρξιακής απειλής. Αυτό δημιουργεί ένα παράδοξο: Όσο καλύτερα τα πάει η Ουκρανία στο πεδίο της μάχης, τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται η κατάσταση.
Αυτές οι ανησυχίες είναι και ο λόγος για τον οποίο η Ουάσιγκτον αποφάσισε να περιορίσει το βεληνεκές των νέων πυραύλων που προμηθεύει στην Ουκρανία. Οι Αμερικανοί αποφάσισαν να μη στείλουν πυροβολικό που μπορεί να πλήξει βαθιά στο έδαφος της Ρωσίας, γιατί αυτό μπορεί να μοιάζει πάρα πολύ με άμεση επίθεση των ΗΠΑ (εν τω μεταξύ, η παράδοση βαρέων όπλων από τη Γερμανία συνεχίζει να καθυστερεί).
Όλα αυτά αποτελούν πηγή βαθιάς απογοήτευσης για εκείνους στη δυτική συμμαχία που πιστεύουν ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ο ρωσικός ιμπεριαλισμός – όχι η ρωσική ήττα. Επισημαίνουν τις πρόσφατες δηλώσεις του Πούτιν, στις οποίες ο ίδιος χρίστηκε κληρονόμος του Μεγάλου Πέτρου, για την ανάκτηση – όπως το έθεσε – και την επέκταση του ρωσικού εδάφους.
Αυτή η σχολή σκέψης απορρίπτει την ιδέα ότι ο Πούτιν θα χρησιμοποιήσει ποτέ τα πυρηνικά – υποστηρίζοντας ότι ο Ρώσος ηγέτης ανέκαθεν επέδειξε ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Πιστεύουν ότι ο μόνος τρόπος για να τερματιστεί οριστικά η ρωσική αυτοκρατορική απειλή είναι να ταπεινωθεί ο Πούτιν. Αυτό οδηγεί σε έκκληση για πολύ πιο επιθετικές στρατιωτικές κινήσεις – όπως το να παρασχεθούν στο Κίεβο τα μέσα για να βυθίσει τον ρωσικό στόλο, που αυτή τη στιγμή αποκλείει τα ουκρανικά λιμάνια.
Έχοντας επίγνωση της ανάγκης διατήρησης της δυτικής ενότητας, η Αμερική και οι σύμμαχοί της έχουν καταλήξει σε μερικές λεκτικές φόρμουλες, στις οποίες μπορούν όλοι να συμφωνήσουν. Όλοι, συμπεριλαμβανομένου του Σολτς και του Μακρόν, συμφωνούν ότι δεν θα επιβληθεί ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία. Αλλά η ανησυχία της Ουκρανίας είναι πως θα αναγκαστούν de facto να παραχωρήσουν εδάφη, επειδή δεν θα τους δοθούν αρκετά ισχυρά όπλα, ώστε να εμποδίσουν τη Ρωσία να προχωρήσει στο πεδίο της μάχης.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τον αντίκτυπο των νέων συστημάτων πυροβολικού που υποσχέθηκαν στην Ουκρανία, τις επόμενες εβδομάδες. Παρά τις υποβόσκουσες διχόνοιες μεταξύ τους, οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις φαίνεται να πιστεύουν πως εάν η Ουκρανία μπορέσει να αναγκάσει τη Ρωσία να επιστρέψει εκεί από όπου ξεκίνησαν οι ένοπλες δυνάμεις της στις 24 Φεβρουαρίου, πριν από την εισβολή, τότε αυτό θα παρείχε τη βάση για σοβαρές διαπραγματεύσεις.
Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η Ουκρανία μπορεί να επιτύχει αυτού του είδους τη νίκη ή ότι οποιαδήποτε πλευρά θα σταματήσει να πολεμά, εάν επιτευχθούν οι γραμμές της 24ης Φεβρουαρίου.
Στην Ουκρανία, όπως και στο Βιετνάμ, ο ορισμός της νίκης είναι επικίνδυνα άπιαστος και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένας μακρύς, βάναυσος πόλεμος φθοράς.