Αν οι δύο πρώτοι τελικοί ήταν ζήτημα ενός δεκαλέπτου, ο τρίτος ήταν ζήτημα… μισού. Στο 32-35, στα μέσα της δεύτερης περιόδου, οι Ερυθρόλευκοι αποφάσισαν να ανεβάσουν στροφές στην άμυνα, να ανοίξουν το ρυθμό και με ένα επιμέρους 23-3 να απογειώσουν το σκορ στο 55-38 και μαζί ολόκληρο το ΣΕΦ. Κάπου εκεί κατάλαβαν οι πάντες ότι το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Ότι και ο δεύτερος εγχώριος τίτλος θα πιάσει λιμάνι, ότι ο Ολυμπιακός επέστρεψε.
Με μπροστάρηδες τον ασταμάτητο, ακούραστο κι ασυμβίβαστο ΜVP του Σάσα Βεζένκοφ, που για μια ακόμα φορά φέτος έσπασε τα κοντέρ, αλλά και τον σπουδαίο Κώστα Σλούκα, που έδειξε τη μεγάλη κλάση του ακριβώς όταν χρειάστηκε, ο Ολυμπιακός έφτασε με άνεση στο 93-74 και σκούπισε τον Παναθηναϊκό, ο οποίος πάσχιζε για την αξιοπρέπειά του στο παρκέ.
Ήταν αναμενόμενο, ήταν προφανές, ήταν δίκαιο κι έγινε πράξη. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας με τους παίκτες του σφράγισαν και το τελευταίο κεφάλαιο της σεζόν, ως επιστέγασμα της σπουδαίας τους προσπάθειας και μιας πορείας η οποία κέρδισε τον σεβασμό και το χειροκρότημα από φίλους κι αντιπάλους.
Και είναι βέβαιο ότι ο Ολυμπιακός έχει πλέον τις προϋποθέσεις ώστε να μείνει ακλόνητος στη θέση του τα επόμενα χρόνια. Με τον κορμό παικτών και χαρακτήρων που διαθέτει, την παρουσία ενός προπονητή που ξέρει τι θέλει και πώς θα το πραγματοποιήσει και τη διάθεση της διοίκησης όχι απλώς να στηρίξει την ομάδα, αλλά και να την ενισχύσει ουσιαστικά, ώστε να παρουσιαστεί ακόμα καλύτερη.
Ήταν η δικαίωση του «μέχρι τέλους» που δεν ήρθε τόσο με την κατάκτηση του νταμπλ. Άλλωστε η διαφορά δυναμικότητας των δύο ομάδων δεν άφηνε περιθώρια για διαφορετική εξέλιξη. Η δικαίωση του «μέχρι τέλους» ήρθε με τις αντιδράσεις της απέναντι πλευράς. Εκείνης που το προκάλεσε, το καταδίκαζε και το χλεύαζε. Εκείνης που το θεωρούσε δικαιολογία για τα αγωνιστικά και οικονομικά προβλήματα της ερυθρόλευκης ΚΑΕ ή ακόμα και προάγγελο της αποχώρησης των Αγγελόπουλων από την ηγεσία της. Αλλά, όπως αποδείχθηκε περίτρανα στην πράξη, έκρινε εξ ιδίων τα αλλότρια…
Εκείνη η πλευρά, λοιπόν, η τόσο άνετη και χαλαρή με το θέμα-διαιτησία, η τόσο υπεράνω, που μοίραζε μαθήματα για το πώς στο μπάσκετ κερδίζει πάντα ο καλύτερος, δεν άντεξε ούτε μια σεζόν χωρίς τη σκανδαλώδη εύνοια του συστήματος. Σε μια περίοδο που ο Παναθηναϊκός ήταν ανήμπορος να κοιτάξει στα μάτια ομάδες πολύ κατώτερες από τον Ολυμπιακό, που «άδειασε» τις σημαίες του, έδιωξε για μία ακόμα φορά προπονητή στου δρόμου τα μισά και συνέχισε να αλλάζει ξένους σαν τα πουκάμισα, που είπε αντίο στην Ευρωλίγκα πριν καλά καλά ξεκινήσει και συμπλήρωσε ένα ημερολογιακό έτος χωρίς εκτός έδρας νίκη, που τρόμαξε να αποκλείσει τη Λάρισα και ολοκλήρωσε τη σεζόν με 7 συνεχόμενες ήττες από τον Ολυμπιακό τους, εκείνη η πλευρά επέλεξε να διασυρθεί… μέχρι τέλους, εμφανιζόμενη ως… θύμα του παρασκηνίου και της ΕΟΚ! Σ’ αυτή τη χώρα, βέβαια, τίποτα δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση πια, αφού η φαιδρότητα είναι τσάμπα και κυκλοφορεί σε αφθονία…
Όμως η σκηνή ανήκει στον Ολυμπιακό και στο Νο 15 του.
Στον άνθρωπο που για 20 χρόνια δέθηκε στο κατάρτι του συλλόγου κι έμεινε εκεί με όλους τους καιρούς και ταξίδεψε αδιάκοπα σ’ όλες τις πιθανές κι απίθανες θάλασσες. Που ξεκίνησε μούτσος, αλλά χθες βράδυ, 17 Ιουνίου του 2022, έριξε άγκυρα ως καπετάνιος μέσα σ’ ένα αυθεντικό σκηνικό, κομμένο και ραμμένο στην διαδρομή και τον χαρακτήρα του. Σε μια βαθιά Ολυμπιακή στιγμή, ανάμεσα σε αληθινές αγκαλιές και βουρκωμένα μάτια, ανάμεσα σε καρδιές που χτυπούσαν δυνατά σαν τη δική του, ανάμεσα σε στήθη που φούσκωναν υπερήφανα. Με δυο σεμνά λόγια, ένα ευχαριστώ, ένα χαμόγελο κι ένα τρόπαιο στον ουρανό…
Ήταν το μεγαλείο της απλότητας, για ένα παιδί που έγινε ο θρύλος του παραμυθιού του.
Για τον «καλύτερο αρχηγό που είχα ποτέ», όπως αποκάλυψε πρόσφατα με τον γνωστό αυθορμητισμό του ο Γιώργος Μπαρτζώκας, χωρίς φυσικά να υποτιμά ή να «καρφώνει» τους υπόλοιπους. Κι εδώ που τα λέμε, είναι απόλυτα κατανοητό να νιώθει έτσι ο 57χρονος προπονητής για τον «Πρι», ο οποίος έβαλε στην πράξη το τεράστιο «εγώ» του κάτω από την ομάδα και δημιούργησε ένα άκρως οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον στα αποδυτήρια. Χωρίς να τον επηρεάζει ο περιορισμένος χρόνος συμμετοχής του. Χωρίς να επιτρέπει στο αίσθημα αδικίας που πιθανόν να τον κυρίευε να τον εκτροχιάσει από την αποστολή του.
Ήταν εκεί, ενωτικός, υποστηρικτικός, ευδιάθετος και πάνω απ’ όλα κύριος σε όλα του. Να χοροπηδάει σαν παιδάκι και να βγάζει την ομάδα ορεξάτη στο παρκέ, έστω κι αν υποψιαζόταν ότι ο ίδιος θα το πατήσει ελάχιστα. Να απορροφά με σεμνότητα και χωρίς ίχνος εγωκεντρισμού τις εκδηλώσεις λατρείας προς το πρόσωπό του. Να μη στρέφει τους προβολείς επάνω του και να μην πατάει στο ασύγκριτο έρεισμα που έχει στον κόσμο για να προσωπικό όφελος. Να κάνει στην άκρη γιατί την δεδομένη στιγμή αυτό χρειαζόταν η ομάδα του.
Έτσι συμπεριφέρονται οι αρχηγοί. Όχι απαραίτητα οι ηγέτες ή οι σταρ ή οι κορυφαίοι παίκτες. Οι αρχηγοί. Σαν τον Γιώργο Πρίντεζη, που γεννήθηκε στον κόσμο του μπάσκετ, για να υπηρετήσει, να ματώσει, να τιμήσει και να δοξάσει τη φανέλα του Ολυμπιακού. Κι όταν τη βγάλει, να έχει κάθε δικαίωμα να την πάρει σπίτι του…
«Πρίντεζης με το ένα χέρι…», out!