Η είδηση ότι εντοπίστηκε ο Θύμιος Μπουγάς στον Πύργο, έπειτα από 46 ημέρες που παρέμενε άφαντος εξαιτίας του ακραίου bullying που υπέστη από νεαρούς συντοπίτες του, οι οποίοι τον κυνηγούσαν χασκογελώντας και εκτοξεύοντας εναντίον του κροτίδες, ανακούφισε όσους τον αναζητούσαν. Περισσότερο όμως ανακούφισε τον ίδιο που σήμερα κάνει επανεκκίνηση, έχοντας ζήσει 15 χρόνια στο σκοτάδι, κινούμενος μεταμεσονύχτια για να αποφύγει βλέμματα που επικεντρώνονταν στις βλάβες που απέκτησε στο πρόσωπο το 2008, όταν ένας σοβαρός τραυματισμός είχε ως αποτέλεσμα να νοσηλευθεί επί μακρόν και να μιλάει και να τρώει με μηχανική υποστήριξη. «Δεν ήξερα ότι με ψάχνουν. Δεν είχα τηλεόραση, ούτε κινητό. Το έμαθα πριν από μία εβδομάδα όταν με βρήκαν σπίτι. Κάθε βράδυ ήμουν έξω. Και απορώ, αφού με έψαχναν, γιατί δεν κόλλαγαν ένα χαρτί σε μια κολόνα; Τώρα διαβάζω στα σάιτ ότι με έψαχνε όλη η χώρα», λέει στα «ΝΕΑ» ο Θύμιος που πλέον, μέσα από τα μαρτύρια στα οποία τον υπέβαλαν οι νεαροί βασανιστές του, κέρδισε το δικαίωμα στην ορατότητα και στη φροντίδα από τον πλησίον.
Πριν από το ατύχημα. «Καλησπέρα, θέλω να δω αν είσαι καλά», του λέει μια γυναίκα που πλησιάζει το παγκάκι της πλατείας όπου καθόμαστε. «Καλά, ευχαριστώ», απαντά εκείνος πιέζοντας με το δάχτυλο την τραχειοστομία την οποία έχει, τρόπον τινά, στολίσει με ένα μενταγιόν. Πριν αρχίσουμε την κουβέντα μας, πασχίζει να διώξει έναν λεκέ από το παντελόνι του, θέλοντας να διατηρήσει καθαρά τα καινούργια του ρούχα. «Γεννήθηκα το 1983 στην Τρίπολη», λέει, αρχίζοντας να ξετυλίγει το κουβάρι της σκληρής του μοίρας. «Ο πατέρας μου οικοδόμος, η μητέρα οικιακά. Δούλευα από οκτώ χρονών, το σχολείο το σταμάτησα στη Β’ Γυμνασίου. Ξεκίνησα σε μανάβικο. Τότε είχα φίλους, είχα μηχανές. Και τι δεν κάναμε τότε», λέει γελώντας και κοιτάζοντας ευθεία μπροστά σαν να ‘βλεπε σκηνές από το ανέμελο τρέιλερ της εφηβείας του. Τον ρωτώ για τα αδέλφια του, «δεν τα θυμάμαι», απαντά και συνεχίζει τη διήγηση από το προηγούμενο καρέ. «Εχω πάει παντού στην Ελλάδα, πότε με μηχανές, πότε με φορτηγά. Μετά έπιασα δουλειά σε εξατμίσεις-ψυγεία και ως χειριστής σε χωματουργικά μηχανήματα. Κι αργότερα φορτηγατζής…». Μόλις αναφέρω τον τραυματισμό του στην Τρίπολη, την απογοήτευση που είχε λίγο πριν βιώσει και τα όσα ακολούθησαν, επανέρχεται το κενό μνήμης.
Μετά το ατύχημα
«Μετά το ατύχημα δεν θυμάμαι τι σκεφτόμουν. Εμεινα καιρό στο ΚΑΤ, θυμάμαι μια νοσοκόμα που μου έκανε ενέσεις και πονούσα. Επειτα ήρθα στον Πύργο, έμεινα μόνος και δούλεψα σιδεράς», λέει και ενώ σχολιάζω σε πόσο απαιτητικά μεροκάματα έχει αντεπεξέλθει, εξανίσταται. «Γιατί, δηλαδή, τα νέα παιδιά δεν μπορούν να κάνουν μια δουλειά; Απλώς τα έμαθαν να παίρνουν το χαρτζιλίκι και να κάθονται», συμπεραίνει και επιστρέφει στην αφήγηση της ζωής του. «Μετά το νοσοκομείο, είχα έναν φίλο αλλά έφυγε. Εκτοτε δεν είχα άλλη παρέα. Από το 2015 άρχισα να απομακρύνομαι. Τα παιδιά που με πείραζαν δεν τα γνώριζα. Εριχναν φωτοβολίδες στο παλιό μου σπίτι αλλά εγώ δεν ήμουν μέσα. Τους τελευταίους τρεις μήνες ήμουν εκεί που με βρήκαν τις προάλλες. Οταν με έβλεπαν στον δρόμο τα παιδιά – που έβγαινα να ψάξω σε κάδους για καλώδια με χαλκό, για να τα πουλήσω και να πάρω φαγητό – με κυνηγούσαν και μου πέταγαν κροτίδες. Τους κυνήγησα με έναν ξύλινο πλάστη, με κυνήγησαν με αμάξια πετώντας μου μπουκάλια και λάμπες φθορίου. Μου είχαν σπάσει τα νεύρα. Λογικά ήξεραν τον δρόμο που ακολουθώ τη νύχτα», περιγράφει με έναν ήπιο θυμό.
«Στην Αστυνομία που πήγες;», τον ρωτάω. «Πήγα δύο φορές για βοήθεια, την πρώτη δεν μου έδωσαν καμία σημασία, τη δεύτερη, ναι, δύο παιδιά στο τμήμα μου έδωσαν…». Μια μεγάλη παύση ακολουθεί όταν αναρωτιέμαι τι θα έλεγε στους «νταήδες» σήμερα. «Δεν θα έλεγα τίποτα γιατί πολύ απλά δεν αξίζει. Είναι παιδιά χαζά και καλομαθημένα. Θέλω να τιμωρηθούν, ελπίζω να μην το ξανακάνουν σε άλλον». Στο άκουσμα της επόμενης ερώτησης, αν θέλει να κάνει νέους φίλους, γελάει πικρά. «Δεν εμπιστεύομαι πλέον τους ανθρώπους, άσ’ το. Γενικά δεν έχω μάθει να ζητάω βοήθεια, είναι θέμα χαρακτήρα. Ο δήμαρχος και η κοινωνική λειτουργός με βοήθησαν και τους ευχαριστώ», συμπληρώνει, ενώ παραδέχεται ότι θα αφήσει να τον βοηθήσουν και οι πλαστικοί χειρουργοί που προσφέρθηκαν να αποκαταστήσουν το παραμορφωμένο του πρόσωπο. «Αν κάποιος βρισκόταν στη θέση μου, θα του έλεγα να ζητήσει βοήθεια αλλά να είναι ήρεμος αλλιώς θα αποκτήσει μεγαλύτερα προβλήματα».
Στο νέο του σπίτι
Χθες ήταν η πρώτη μέρα της νέας του ζωής στο καινούργιο σπίτι που του νοίκιασαν, όπου θα έχει και τηλεόραση. Συζητώντας για σινεμά και μουσική, αποκαλύπτει ότι λατρεύει τους Μπιτλς και τους παλιούς έλληνες λαϊκούς. «Ο Στράτος μού αρέσει, αυτό που λέει, στον σταθμό του Μονάχου, με πέταξε άχου…» – η μαύρη μοίρα μου, σιγοντάρω και φωτίζεται ολόκληρος. «Και αν θες να καταλάβεις πιο πολλά για μένα, διάβασε το “Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς”. Αληθινή ιστορία». «Ενός ανθρώπου που έζησε το πιο πυκνό σκοτάδι μίσους», διαβάζω αργότερα στο Διαδίκτυο.
«Στην οικογένεια θες να πεις κάτι;», ρωτάω. «Αφού δεν τους θυμάμαι, γιατί να τους μιλήσω; Ναι, στενοχωριέμαι», παραδέχεται όταν λέω μήπως δεν θέλει να τους θυμάται. Σε αυτήν τη νέα αρχή, ο Θύμιος έχει διαγράψει όλα όσα ανήκουν στο οδυνηρό παρελθόν. Ή σχεδόν όλα. «Θύμιο», του λέει κάποιος που προστέθηκε στην παρέα μας, «αυτός είναι ο 25χρονος ανιψιός σου που σε έψαχνε, θες να του μιλήσεις;». Κοιτάζοντας από τη μία την εικόνα με τον ανιψιό και από την άλλη μια παλιά δική του φωτογραφία, όταν εκείνος ήταν 25άρης, σαν να μαλάκωσε λίγο η σκληραγωγημένη του καρδιά. «Μου μοιάζει πολύ, πάρα πολύ». Παύση. «Εχεις το τηλέφωνό του;», ρωτά. «Ναι, σημειώνεις;».