Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να αυξήσει τα επιτόκιά της τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο κατά 25 μονάδες βάσης και να σταματήσει την αγορά ομολόγων, δημιούργησε για τις ευρωπαϊκές οικονομίες μια νέα πραγματικότητα. Τα επιτόκια των ομολόγων τους αυξήθηκαν άμεσα με μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών του πυρήνα και των χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης. Ετσι, στη Γερμανία το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου έφθασε στο 1,8% έναντι αρνητικού ποσοστού πέρυσι, ενώ τα επιτόκια στην Ελλάδα και την Ιταλία έφθασαν στο 4,4% (έναντι 1,5% πέρυσι) και 3,7% (έναντι 1% πέρυσι) αντιστοίχως.
Ο πληθωρισμός που εκδηλώνεται με πολύ διαφορετικά ποσοστά σε κάθε χώρα-μέλος της ευρωζώνης, από 20,1% στην Εσθονία μέχρι 5,8% στη Γαλλία, είναι περισσότερο πληθωρισμός κόστους (προσφοράς) και λιγότερο πληθωρισμός ζήτησης, καθώς οι υψηλές τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών π.χ. λιπάσματα, ζωοτροφές, μέταλλα, μεταφορικά, λόγω υπερβάλλουσας ζήτησης έχουν πλέον αυξήσει το κόστος παραγωγής όλων των προϊόντων και κυρίως των τροφίμων. Συνεπώς, η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι βέβαιο ότι θα τον περιορίσει.
Οι διαφορές στο ποσοστά πληθωρισμού μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης οφείλονται κυρίως στις δημοσιονομικές παρεμβάσεις μέσω της μείωσης της έμμεσης φορολογίας και συνεπώς των τιμών, όταν υπάρχουν τέτοια περιθώρια. Είναι έτσι προφανές, ότι στις υπερχρεωμένες χώρες του Νότου (Ελλάδα) τέτοια δημοσιονομικά περιθώρια δεν υπάρχουν και συνεπώς ο πληθωρισμός είναι μεγαλύτερος.
Το μέγα ερώτημα είναι ποιες είναι οι παρενέργειες, τόσο των υψηλών επιτοκίων, όσο και του υψηλού πληθωρισμού. Φαινόμενα «στασιμοπληθωρισμού» δεν μπορούν να αποκλεισθούν, καθώς ο πληθωρισμός περιορίζει τόσο την κατανάλωση των μεσαίων και χαμηλότερων στρωμάτων, λόγω της μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης, όσο και των επενδύσεων, λόγω της αβεβαιότητας των αποδόσεών τους. Επιπλέον, η αύξηση του κόστους του χρήματος λειτουργεί προς την ίδια κατεύθυνση, καθώς τα δάνεια προς τους καταναλωτές και τους επενδυτές ακριβαίνουν και συνεπώς περιορίζουν τη διάθεσή τους για κατανάλωση και επενδύσεις.
Τέλος, η στροφή των επενδυτών από τις μετοχές προς τα ομόλογα για σίγουρες και υψηλές αποδόσεις, περιορίζουν τις δυνατότητες των εταιρειών να αντλήσουν χρηματοδότηση από τις χρηματαγορές και έτσι να επωφεληθούν χωρίς κόστος. Ηδη τα χρηματιστήρια των ευρωπαϊκών χωρών βρίσκονται σε πτώση σε σημαντικά ποσοστά.
Συνολικότερα, τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού και επιτοκίων περιορίζουν την αναπτυξιακή δυναμική των οικονομιών. Ηδη, οι προβλέψεις έχουν μειωθεί για την ευρωπαϊκή οικονομία. Ειδικότερα, το δυσμενές σενάριο της ΕΚΤ προβλέπει ποσοστό μεταβολής του ΑΕΠ της ευρωζώνης στο 1,3% το 2022 και -2,7% το 2023.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία φαίνεται να αντέχει, καθώς η αύξηση του ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου ήταν 7% έναντι 5,2% στην ευρωζώνη σε ετήσια βάση. Επιπλέον, η τουριστική περίοδος προβλέπεται ευοίωνη, πλησιάζοντας τον αριθμό των τουριστών του 2019. Αυτή η προοπτική θα συνεισφέρει πολύ σημαντικά στην ανάπτυξη και το εισόδημα, καθώς ο τουρισμός και οι συνδεδεμένες μ’ αυτόν δραστηριότητες (εστίαση, ψυχαγωγία) είναι ιδιαίτερα αυξημένες στη χώρα μας (πλέον του 25% του ΑΕΠ).
Επιπλέον, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ αναμένεται να υποστηρίξουν επενδύσεις σε πολλούς τομείς στη χώρα μας (ενέργεια, ψηφιακή τεχνολογία, τουριστικές μονάδες). Προφανώς, όλες αυτές οι θετικές εξελίξεις τελούν υπό την αίρεση ότι θα περιοριστεί η διαφορά πληθωρισμού μεταξύ Ελλάδας (11,3%) και ευρωζώνης (8,1%) ώστε να μην υποχωρεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και να αυξάνεται το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, ότι θα υπάρξει ορατό τέλος στον πόλεμο στην Ουκρανία και θα διατηρηθεί η ειρήνη στο Αιγαίο.
Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. υπουργός