«Ο Μητσοτάκης θέλει πόλεμο Ελλάδας – Τουρκίας;» Το ερώτημα θέτει σε άρθρο της η τουρκική αγγλόφωνη ιστοσελίδα Daily Sabah, ξεκινώντας από την αίσθηση «διπλωματικής ελπίδας» που όπως σημειώνει ο αρθρογράφος είχε εμφανιστεί στην συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη συνάντηση τους στην Κωνσταντινούπολη το Μάρτιο.
Εκείνη την εποχή, οι ειδικοί διερευνούσαν ιδέες για το εάν οι ηγέτες των δύο χωρών, που όχι μόνο μοιράζονται κοινά εδαφικά σύνορα αλλά και κοινή ιστορία με πολλές πολιτισμικές ομοιότητες, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έδαφος για διάλογο και να ανοίξουν διπλωματικούς διαύλους για να συζητήσουν διαφωνίες, σημειώνει ο Μεχμέτ Τσελίκ, που υπογράφει το δημοσίευμα.
Οι διαφωνίες, που – όπως επισημαίνει – είναι μέρος της εξωτερικής πολιτικής των δύο κρατών επί σειρά ετών, αποτελούν εδώ και καιρό μέρος των εντάσεων στην ανατολική πλευρά του ΝΑΤΟ και στην περιοχή της Μεσογείου. «Από το προβληματικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, μέχρι το αδιέξοδο στο νησί της Κύπρου και τη διαμάχη στην Ανατολική Μεσόγειο, υπάρχει ένας μακρύς κατάλογος εμποδίων που προσπαθούν να ξεπεράσουν οι δύο γείτονες» σημειώνει ο Τσελίκ, ο οποίος επισημαίνει ότι ο κατάλογος αυτός έχει «επιδεινωθεί από τις επιθετικές αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας, τη στρατιωτικοποίηση των νησιών, καθώς και από τη χρήση του ελληνικού εδάφους ως μεγάλη στρατιωτική βάση για τις ΗΠΑ, για να μην αναφέρουμε τις μαξιμαλιστικές θαλάσσιες αξιώσεις της Αθήνας και της ελληνοκυπριακής διοίκησης στην Ανατολική Μεσόγειο που παραβιάζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων».
Οι εντάσεις ήταν πάντα εκεί
Και ενώ οι εντάσεις ήταν πάντα εκεί, σημειώνει ο αρθρογράφος, η βούληση να ξεπεραστούν αυτά τα εμπόδια στη δημιουργία μιας σχέσης εργασίας είχε διακυμάνσεις με την πάροδο του χρόνου ανάλογα με τις περιφερειακές και διεθνείς εξελίξεις, καθώς και την εσωτερική πολιτική και στις δύο χώρες. Ο ρόλος της πολιτικής ηγεσίας, ωστόσο, όπως υποστηρίζει το άρθρο, υπήρξε πράγματι ένας από τους πιο σημαντικούς καθοριστικούς παράγοντες στη βούληση και τη δυνατότητα να δημιουργηθεί ένα έδαφος όπου τα μέρη θα μπορούσαν τουλάχιστον να επικοινωνήσουν.
Η ανακοίνωση για ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας
«Είναι διαρκής η θέση μας ότι η πόρτα του διαλόγου πρέπει να παραμείνει ανοιχτή, όπως και η πόρτα των απειλών πρέπει να παραμείνει κλειστή», δήλωσε ο Μητσοτάκης πριν από την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη και τη συνάντησή του με τον Ερντογάν, υπενθυμίζει το άρθρο. Και αναφέρεται στο ότι μετά τη συνάντηση των δύο ηγετών, δόθηκε στη δημοσιότητα δήλωση της Διεύθυνσης Επικοινωνιών της Τουρκικής Προεδρίας, στην οποία υπογραμμίζεται ο θετικός τόνος και η προσέγγιση για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων και τη διατήρηση ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας.
Ο ισχυρός και έμπειρος Ερντογάν
Ως ισχυρή και έμπειρη πολιτική προσωπικότητα των τελευταίων δύο δεκαετιών στην τουρκική αλλά και στην παγκόσμια πολιτική, ο Ερντογάν κατάφερε να ξεπεράσει τις διμερείς εντάσεις μέσω ενός καναλιού επικοινωνίας μεταξύ αρχηγών, αναφέρει ο αρθρογράφος. .
Σύμφωνα με την Daily Sabah, μετά τη συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη, το θετικό κλίμα είχε αυξήσει τις ελπίδες ότι η συνάντηση μεταξύ αρχηγών θα μπορούσε να είναι καρποφόρα. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δυστυχώς, ο χρόνος έχει αποδείξει το αντίθετο καθώς ο Μητσοτάκης σύμφωνα με το δημοσίευμα «εκμεταλλεύτηκε τη διπλωματική στιγμή κατά την ομιλία του στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, ζητώντας από τις ΗΠΑ να μην πουλήσουν στην Τουρκία μαχητικά αεροσκάφη F-16».
Το «Μητσοτάκης γιοκ»
«Ο Ερντογάν απάντησε σκληρά στις δηλώσεις Μητσοτάκη. Κατά κάποιο τρόπο θεώρησε την ομιλία Μητσοτάκη ως «διπλωματική προδοσία». Μάλιστα, ο Ερντογάν απάντησε τόσο έντονα στον Μητσοτάκη που είπε ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός «δεν υπάρχει πια γι’ αυτόν»» αναφέρει ο Τσελίκ.
««Αφήστε τον να μαζευτεί. Όσο δεν μαζεύεται, δεν είναι δυνατόν να συναντηθούμε», επανέλαβε πολλές φορές πρόσφατα ο Ερντογάν» τονίζεται στο άρθρο και προστίθεται ότι «η πρόσφατη ένταση διανθίστηκε επίσης με το παιχνίδι ευθυνών και τις κατηγορίες για παραβιάσεις του εναέριου χώρου».
Η Τουρκία δεν σκοπεύει να κάνει πόλεμο με την Ελλάδα
Το άρθρο υπενθυμίζει και τη δήλωση Ερντογάν την περασμένη Παρασκευή ότι «η Τουρκία «δεν σκοπεύει να κάνει πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Ωστόσο, η Ελλάδα δεν τηρεί τις υποσχέσεις της. Έκανε 147 αεροπορικές παραβιάσεις. Αν είμαστε γείτονες αν είμαστε φίλοι, γιατί παραβιάζετε τον εναέριο χώρο μας 147 φορές;»».
Ο αρθρογράφος τονίζει ότι δεν πρέπει να αναμένεται από την Τουρκία να υποχωρήσει από τις «δικαιολογημένες διεκδικήσεις της, που υποστηρίζονται από διεθνείς συμφωνίες όπως στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Ωστόσο, υπήρχε πάντα μια άνευ όρων προθυμία δημιουργίας διπλωματικών διαύλων επικοινωνίας για τη συζήτηση των δεσμών». Η συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη ήταν – σύμφωνα με τον ίδιο – ένα ισχυρό παράδειγμα και μια ευκαιρία για την ελληνική πλευρά να δείξει την προθυμία της να συναντηθεί με κοινό παρονομαστή «μια νίκη και για τις δύο πλευρές».
Η βελτίωση των σχέσεων με την Τουρκία και η εικόνα του Μητσοτάκη
«Οι διαφωνίες είναι πολλές, αλλά «όπου υπάρχει θέληση» θα υπήρχε τρόπος να δημιουργηθεί έδαφος για συνομιλίες, αν ο Μητσοτάκης μπορούσε να σταθεί δυνατός. Η δημιουργία καλών δεσμών με την Τουρκία δεν θα εξυπηρετούσε μόνο τους μακροπρόθεσμους στόχους της Ελλάδας, αλλά θα βοηθούσε επίσης τον Μητσοτάκη να επανορθώσει την εικόνα του στο εσωτερικό» αναφέρει το άρθρο.
Όπως υποστηρίζει δε «την ώρα που η ελληνική αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση Μητσοτάκη για διπλωματική ανικανότητα, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τον κατηγόρησε ότι «εμπλέκεται σε μια επικίνδυνη εξωτερική πολιτική» που οδηγεί «από ήττα σε ήττα»».
Θέλει ο Μητσοτάκης πόλεμο; Ας ελπίσουμε πως όχι
«Θα μπορούσαν οι επιθετικές και προκλητικές κινήσεις της Αθήνας να οδηγήσουν σε πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών; Πολύ απίθανο. Θέλει ο Μητσοτάκης πόλεμο με την Τουρκία; Ας ελπίσουμε ότι αυτό είναι επίσης πολύ απίθανο» σημειώνει ο Τσελίκ.
Υποστηρίζει δε καταλήγοντας ότι σε μία εποχή όπως αυτή ένα άνοιγμα του Μητσοτάκη προκειμένου να διορθώσει τις σχέσεις με την Τουρκία μέσω της απευθείας διπλωματίας των ηγετών δεν θα ήταν μόνο καλό για το πολιτικό του μέλλον στο εσωτερικό, αλλά θα ανέβαζε επίσης το πολιτικό ηγετικό προφίλ του στην περιοχή και την Ευρώπη.