Η Βρετανία βρίσκεται σε κινούμενη άμμο και αιτία δεν είναι μόνο η κυβερνητική κρίση με αποκορύφωμα την παραίτηση του πρωθυπουργού του Brexit, Μπόρις Τζόνσον.
Έχει να κάνει με ό,τι προηγήθηκε αυτής τα τελευταία τρία χρόνια -αφότου δηλαδή ανέλαβε με ανταρσία κατά της Τερέζα Μέι την πρωθυπουργία και οριστικοποίησε το Brexit– καθώς και με τα όσα έπονται για τον ή τη διάδοχό του στην Ντάουνινγκ Στριτ. Είτε με τις επερχόμενες εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη νέου ηγέτη και πρωθυπουργού των κυβερνώντων Τόρις, είτε με τις επόμενες βουλευτικές, τυπικά το αργότερο στις αρχές του 2025.
Εν μέσω πανδημίας και πολέμου στην Ουκρανία, η εθνική οικονομία πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Το χρέος εκτινάχθηκε πάνω από 2 τρισεκατομμύρια λίρες κατά τη διάρκεια της COVID-19 και σύμφωνα με τη βρετανική υπηρεσία εποπτείας του προϋπολογισμού (OBR) βρίσκεται πια σε «μη βιώσιμο μονοπάτι», εκτός εάν μπει «μαχαίρι» στις δαπάνες και αυξηθούν οι φόροι.
Ο πληθωρισμός εν τω μεταξύ είναι σε υψηλό 40ετίας, στο 9,1% και προβλέπεται ότι μέσα στο έτος θα ξεπεράσει το 11%. Αν και το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, το ΔΝΤ τονίζει ότι στη Βρετανία οι πληθωριστικές πιέσεις θα είναι το 2023 οι πιο επίμονες συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία και ότι η ανάπτυξη στη χώρα θα είναι μακράν η πιο αργή.
Όχι τυχαία, η στερλίνα βρίσκεται κοντά σε χαμηλό διετίας έναντι του δολαρίου και η Τράπεζα της Αγγλίας βρίσκεται και πάλι μπροστά στο δίλημμα αύξησης των επιτοκίων χωρίς να βλάψει την οικονομική δραστηριότητα.
Παρά δε τη μικρή άνοδο του βρετανικού νομίσματος μετά την ανακοίνωση της παραίτησης Τζόνσον, η παρατεινόμενη πολιτική αβεβαιότητα στο Λονδίνο -που μπορεί να συνεχιστεί και μετά την εκλογή διαδόχου- δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας και ελιγμών για την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη.
«Καμένη γη»;
«Το ανατριχιαστικό αντίστοιχο είναι η κρίση της στερλίνας του 1976», γράφει ο οικονομολόγος Γουίλ Χάτον στον Observer, αναφερόμενος στην τότε κυβέρνηση των Εργατικών υπό τον Τζέιμς Κάλαχαν και την προσφυγή της Βρετανίας στο ΔΝΤ.
Τότε η κρίση «προκλήθηκε από την πεποίθηση των αγορών συναλλάγματος ότι ο ήδη πολύ υψηλός πληθωρισμός ήταν βέβαιο ότι θα ξεφύγει από τον έλεγχο», παρατηρεί ο Βρετανός αρθρογράφος.
«Δεν υπήρχε τίποτα για να στηρίξει τη λίρα που έπεφτε, δεδομένου ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έτρεχε με το αδιανόητο, όπως φάνταζε τότε, 4% του ΑΕΠ». Σήμερα, είναι διπλάσιο…
Μοιραία γίνεται πολύς λόγος τώρα για την ενεργειακή κρίση, τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα προβλήματα από την COVID-19 και τη διαταραχή στις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Όμως κανείς στο Λονδίνο -ούτε η κυβέρνηση, ούτε όμως και η αξιωματική αντιπολίτευση των Εργατικών- δεν θέλει να μιλά για τον νέο «ελέφαντα στο δωμάτιο»: τον οικονομικό αντίκτυπο του Brexit και την έλλειψη στρατηγικής για την επόμενη ημέρα.
Ο κύριος έως τώρα εκφραστής του και πλέον υπ’ ατμόν υπηρεσιακός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, ήδη πέταξε την «καυτή πατάτα» των δύσκολων δημοσιονομικών αποφάσεων στον ή στη διάδοχό του, που αναμένεται να εκλεγεί το αργότερο μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Θεωρείται βέβαιο ότι θα ανήκει στο «στρατόπεδο» των υποστηρικτών του Brexit -σκληροπυρηνικών ή μη είναι κάτι που μένει να φανεί. Μεταξύ των φερόμενων ως επικρατέστερων υπάρχουν πάντως σημαντικές διαφορές προσέγγισης. Η συνέχεια ήδη προβληματίζει.
Αναλυτές της αμερικανικής τράπεζας Citi δεν θεωρούν ιδιαίτερα πιθανό οι διάφορες φατρίες στους κόλπους των Τόρις να ενωθούν σε μία κοινή πορεία.
«Τους επόμενους μήνες», τονίζουν στο πρακτορείο Reuters, «βλέπουμε το Ηνωμένο Βασίλειο να οδεύει προς τέτοια συμπίεση του βιοτικού επιπέδου που συμβαίνει µόνο µία φορά σε κάθε γενιά, με απουσία ξεκάθαρης στρατηγικής και με βαθύ κυβερνητικό διχασμό».
«Η πιθανότητα πρόωρων εκλογών δεν πρέπει επίσης να παραβλεφθεί», προσθέτουν, «αν και εξακολουθούμε να αναμένουμε μια αναμέτρηση το 2024».
H «δηλητηριώδης» κληρονομιά του Brexit και του Τζόνσον
Τα απόνερα του «διαζυγίου» με την ΕΕ και οι πρόσφατες σπασμωδικές κινήσεις του Λονδίνου -με αξιώσεις για αλλαγές στο Πρωτόκολλο της Βόρειας Ιρλανδίας που διέπει τις εμπορικές σχέσεις- προκαλούν εν τω μεταξύ ευρύτερους κλυδωνισμούς.
Αφενός στη συνοχή του ίδιου του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου η Σκωτία να ετοιμάζει δεύτερο δημοψήφισμα για ανεξαρτησία το φθινόπωρο του 2023 και οι αποσχιστικές τάσεις ενισχύονται στη Βόρεια Ιρλανδία.
Αφετέρου στις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ, αλλά και με τις ΗΠΑ, που δεν κρύβουν την ενόχλησή τους για τους χειρισμούς του Τζόνσον στο βορειοϊλρανδικό ζήτημα και για την επικίνδυνη πολιτική παράλυση που έχει προκληθεί εδώ και δύο μήνες στο Μπέλφαστ, ως παράπλευρη απώλεια του Brexit.
Γενικότερα ελάχιστοι σύμμαχοι του Λονδίνου… χύνουν δάκρυα για την παραίτηση Τζόνσον, με εξαίρεση ίσως ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης και την Ουκρανία, που έχουν να ευγνωμονούν τον παραιτηθέντα πρωθυπουργό για τη σκληροπυρηνική στάση του απέναντι στη Ρωσία.
Η ισχυρή βρετανική υποστήριξη στο Κίεβο είναι πάντως βέβαιο ότι θα συνεχιστεί, όποιος ή όποια κι αν εάν εγκατασταθεί στη Ντάουνινγκ Στριτ.
Για την ακρίβεια, θα βρεθεί απέναντι σε όλα τα δυσεπίλυτα -εσωτερικά και μη- προβλήματα που «κληρονομεί» από τον Τζόνσον.
Άπαντες τηρούν τώρα στάση αναμονής για το αποτέλεσμα των εσωκομματικών διεργασιών στους Τόρις που θα καθορίσουν την εφεξής πορεία της Βρετανίας, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.
Πέραν όμως αυτού έχουν το βλέμμα επίσης στραμμένο νοητά στην περίπτωση του Μπόρις Τζόνσον. Εκτός από τα σκάνδαλα που τελικά τον έριξαν από τον πρωθυπουργικό θώκο, την πολιτική θέση του διέβρωσαν σημαντικά η κλιμακούμενη οικονομική και κοινωνική κρίση.
Προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι περισσότερες δυτικές δημοκρατίες και στα οποία δεν υπάρχουν διαθέσιμες εύκολες λύσεις…