Ζήτημα χρόνου είναι, όπως όλα δείχνουν, η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου να φτάσει στο απόλυτο ένα προς ένα και να υποχωρήσει και κάτω από το συγκεκριμένο όριο. Είναι δε η πρώτη φορά μετά το 2002 που θα συμβαίνει κάτι τέτοιο, προκαλώντας εύλογα ερωτήματα αναφορικά με τις αιτίες, αλλά και ανησυχίες για τις συνέπειες που μπορεί αυτή η εξέλιξη.

Κρίση

Το σίγουρο είναι ότι εάν τότε το ευρώ ήταν ένα νεαρό και… άβγαλτο νόμισμα στις διεθνείς αγορές, σήμερα δεν υπάρχει αυτή η δικαιολογία. Έχοντας ήδη καταγράψει πορεία δύο και πλέον δεκαετιών, έχουμε να κάνουμε με μια κρίση η οποία προκαλείται από τα πραγματικά δεδομένα, με επιπτώσεις τόσο υλικές όσο και ψυχολογικές.

Αναμφίβολα δε, η εικόνα και οι προοπτικές του ενιαίου νομίσματος της ευρωζώνης είναι από τα ζητήματα που κυριαρχούν στις συζητήσεις και τους σχεδιασμούς που γίνονται στη Φρανκφούρτη, έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όπως επίσης στα κυβερνητικά επιτελεία των 19 άμεσα ενδιαφερόμενων χωρών (που θα γίνουν επισήμως 20 από την 1η Ιανουαρίου 2023, με την προσθήκη της Κροατίας) και τα επιτελεία των επιχειρήσεων.

Όλοι, λοιπόν, θέτουν ορισμένα βασικά ερωτήματα στο τραπέζι, επιχειρώντας να δώσουν όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένες και αποτελεσματικές απαντήσεις. Ιδού ορισμένα από αυτά, συνοδευόμενα με όσα γνωρίζουμε – και χωρίς ποτέ να λησμονούμε ότι κάθε νόμισμα αντανακλά την πραγματικότητα στην οικονομία και αποτελεί εργαλείο μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Αποτυπώνοντας παράλληλα, τη γενικότερη συγκυρία της περιόδου – που σήμερα φέρνει την Ευρώπη να κάνει βήματα προς τα πίσω σε σύγκριση με τις ΗΠΑ.

Γιατί υποχωρεί το ευρώ;

Ο πόλεμος στην Ουκρανία που κοντεύει να συμπληρώσει πέντε μήνες, η απειλή που αντιπροσωπεύει για την Ευρώπη και το μέλλον της (σαφώς μεγαλύτερη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ), καθώς και οι διαφορές στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ και της Fed θεωρούνται ως οι βασικές αιτίες για την συνεχή υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αμερικανική κεντρική τράπεζα έχει ξεκινήσει πρώτη τις επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων, έχοντας ανακοινώσει ήδη τρεις εντός του 2022, ενώ σχεδιάζει άλλες τέσσερις τουλάχιστον στο πλαίσιο της τακτικής που έχει εκπονήσει για την τιθάσευση του πληθωρισμού. Η ΕΚΤ, από την άλλη, προχωρά στον ίδιο δρόμο αλλά με σαφώς βραδύτερο ρυθμό.

Έτσι, σε συνδυασμό με την εκτίμηση του επικεφαλής οικονομολόγου της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, Ρόμπιν Μπρουκς, ότι «καθίσταται ολοένα σαφέστερο ότι η ευρωζώνη οδεύει προς μια ύφεση», το δολάριο αντιμετωπίζεται ακόμη περισσότερο ως «ασφαλές καταφύγιο», ενώ παράλληλα καθίσταται ελκυστικότερο για τους επενδυτές.

Είναι σημαντική η ισοτιμία 1:1 και γιατί;

«Ναι, είναι σημαντική», απαντά κατηγορηματικά το Bloomberg, τονίζοντας ότι αυτό ισχύει και για τις αγορές και για την ψυχολογία των Ευρωπαίων. «Είναι μια πληγή στην περηφάνεια των Ευρωπαίων, που έβλεπαν εξαρχής στο ευρώ ένα σημαντικό πολιτικό επίτευγμα και έναν ανταγωνιστή του κυρίαρχου δολαρίου», σημειώνει η ίδια ανάλυση.

Εκτιμά, πάντως, ότι η κρίση που αντιμετωπίζει το ευρώ σήμερα δεν έχει «υπαρξιακά» χαρακτηριστικά, ενώ η ευρωζώνη έχει αντιμετωπίσει και άλλες σημαντικές στο παρελθόν και μπορεί να κάνει το ίδιο. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος και οπ συνδυασμός όλων των άλλων κρίσεων δημιουργεί μια μάλλον πρωτόγνωρη κατάσταση.

Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει σημειώσει ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Μαντέλ, καθώς η ισοτιμία ανάμεσα στο ευρώ και το δολάριο είναι η πιο σημαντική σε όλο τον κόσμο, οι επιπτώσεις είναι σοβαρές όταν αυτή σημειώνει σημαντικές αυξομειώσεις. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να δαπανούν μεγαλύτερα ποσά για να προστατευθούν απέναντι σε κινδύνους στην αγορά συναλλάγματος, ενώ επηρεάζεται σαφώς και ο δανεισμός τους.

Ως πού μπορεί να υποχωρήσει το ευρώ;

Σε αυτό το σημείο δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις, ειδικά καθώς η ισοτιμία με το αμερικανικό νόμισμα διαμορφώνεται από τον συνδυασμό αρκετών παραγόντων, αρκετοί από τους οποίους είναι απρόβλεπτοι. Μια πιο επιθετική πολιτική από τη Φρανκφούρτη δε μπορεί επίσης να αλλάξει τα δεδομένα, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.

Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν πως η ισοτιμία μπορεί να υποχωρήσει κατά επιπλέον 10% περίπου, φτάνοντας στα 90 σεντς του δολαρίου ανά ευρώ. Οι αναλυτές της Deutsche Bank, από την πλευρά τους, θεωρούν ότι στο πιο κακό σενάριο – το οποίο θα παρέπεμπε στις πιο ακραίες καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί μετά την κατάργηση του συστήματος Μπρέτον Γουντς που συνέδεε σταθερά την αξία των περισσότερων νομισμάτων με το δολάριο – η υποχώρηση θα μπορούσε να φτάσει ως τα 0,97-0,95 δολάρια ανά ευρώ.

Ποιες είναι οι άμεσες και ορατές συνέπειες;

Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι σχεδόν τα μισά από τα αγαθά που εισάγονται στην ευρωζώνη τιμολογούνται σε δολάρια, έναντι ποσοστού μικρότερου του 40% σε ευρώ. Ειδικά η «ενέργεια», δηλαδή πετρέλαιο και φυσικό αέριο, πληρώνονται παραδοσιακά σε δολάρια – έτσι, καθώς τόσο οι τιμές των δύο αγαθών όσο και η ισοτιμία του δολαρίου έχουν εκτιναχθεί στα ύψη, απαιτούνται ολοένα περισσότερα ευρώ από τους προϋπολογισμούς για να καλυφθούν οι ανάγκες.

Το αποτέλεσμα είναι, όπως διαπίστωσε και τον Μάιο η κεντρική τράπεζα της Γαλλίας, ότι η συνεχιζόμενη αποδυνάμωση του ευρώ περιπλέκει και δυσκολεύει τις προσπάθειες που καταβάλει η ΕΚΤ για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό.

Την ίδια στιγμή, ενώ οι επιχειρήσεις που στηρίζονται στις εισαγωγές έχουν σαφές μειονέκτημα, οι προσανατολισμένες στις εξαγωγές ελπίζουν να επωφεληθούν, καθώς τα προϊόντα τους γίνονται πιο ανταγωνιστικά σε αρκετές διεθνείς αγορές. Αυτό, όμως, κάθε άλλο παρά δεδομένο μπορεί να θεωρείται.

Από τη μία, όπως σημειώνει η Washington Post, «κάθε όφελος από τις εξαγωγές ενδέχεται να εξανεμιστεί από την αύξηση του πληθωρισμού στα 19 κράτη-μέλη της ευρωζώνης». «Η κυρίαρχη αντίληψη ότι το αδύναμο ευρώ ενισχύει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές αποδεικνύεται ήδη λανθασμένη», εκτιμά και η Wall Street Journal, παραπέμποντας στο πρώτο εμπορικό έλλειμα σε μηνιαία βάση που κατέγραψε η Γερμανία μετά το 1991.

Τι θέλει και τι μπορεί να κάνει η ΕΚΤ;

«Ό,τι χρειαστεί», είχε πει ο Μάριο Ντράγκι στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Η φράση του έμεινε στην ιστορία, καθώς σηματοδότησε την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ και του ίδιου ως επικεφαλής της για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και την προστασία του ευρώ.

Παρά δε τα σοβαρά λάθη που έγιναν τότε και τις αδικίες που διαπράχθηκαν – και τα οποία αρκετοί πρωταγωνιστές έχουν παραδεχθεί εκ των υστέρων – ο στόχος που είχε θέσει η Φρανκφούρτη επετεύχθη. Σήμερα, όμως, τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Το χειρότερο από όλα, όμως, είναι ότι η «ανισόμετρη ανάπτυξη» και οι αντιθέσεις εντός της ζώνης του ευρώ δεν επιτρέπουν στην κεντρική τράπεζα και την Κριστίν Λαγκάρντ να χαράξουν μια επιθετική πολιτική και να την ακολουθήσουν ενιαία.

Οι ανάγκες της Ιταλίας, για παράδειγμα, όπως σε μεγάλο βαθμό και της Γαλλίας, είναι διαφορετικές από εκείνες της Γερμανίας και της Ολλανδίας. Κι αυτό αποτυπώνεται και στις αποφάσεις που λαμβάνονται και θα ληφθούν και για τα επιτόκια και για τα πακέτα αγοράς κρατικών ομολόγων.

Πηγή ΟΤ