Η τελευταία φορά που δοκίμασε η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια ήταν το 2011. Μόνο που τότε ήμασταν μέσα στην κρίση χρέους της ευρωζώνης και η ΕΚΤ αναγκάστηκε να ανακρούσει πρύμναν και καθώς είχε γίνει σαφές ότι για τις κλασικές «περιοριστικές πολιτικές» από πού χρειαζόταν ήταν το whatever it takes είχε πει ο Μάριο Ντράγκι για την ανάγκη να ληφθούν μέτρα που ακόμη και εάν δεν ήταν συνηθισμένα θα εξασφάλιζαν τη σωτηρία της Ευρωπαϊκής οικονομικής αρχιτεκτονικής. Τώρα η πρόκληση των αποφάσεων είναι στα χέρια της Κριστίν Λαγκάρντ.
Ούτως ή άλλως τα χαμηλά επιτόκια ήταν μια βασική παράμετρος της ίδιας της αρχιτεκτονικής της ΕΚΤ και της ευρωζώνης και στοιχείο που αποτελούσε παράμετρό της προσπάθειας το νέο ενιαίο νόμισμα να λειτουργήσει με σχετικά ομαλό τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι ειδικά για χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας τα χαμηλά επιτόκια τα ΕΚΤ έδιναν τον τόνο για μια συνολικότερη πολιτική «φτηνού δανεισμού» που εξασφάλιζε και αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Άλλωστε, το γεγονός ότι το ευρώ περιλάμβανε μια σειρά από – ονομαστικούς στόχους που αφορούσαν το χρέος, τον πληθωρισμό, και τα ελλείμματα έδειχνε ότι εξασφάλιζε τη δυνατότητα αυτών των χαμηλών επιτοκίων.
Στην περίοδο της κρίσης χρέους, που ήταν ταυτόχρονα και απειλή κρίσης της ίδιας της ευρωζώνης, τα χαμηλά επιτόκια, όπως και τα μεγάλα προγράμματα αγοράς ομολόγων, θεωρήθηκε ότι ήταν η βασική στρατηγική που θα επέτρεπε στην ΕΕ να αποφύγει τον κίνδυνο της οικονομικής ύφεσης και του αποπληθωρισμού. Γι’ αυτό και από το 2012 η ΕΕ μπήκε στη ζώνη των μηδενικών επιτοκίων και λίγο αργότερα των αρνητικών επιτοκίων.
Όμως, τώρα τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει εξαιρετικά μεγάλες οικονομικές προκλήσεις, που συνδυάζονται σε μια συνθήκη πολύ κοντά σε αυτό που οι μετεωρολόγοι αποκαλούν η «τέλεια καταιγίδα».
Η έκρηξη του πληθωρισμού
Η πρώτη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι αυτή του πληθωρισμού. Όλα δείχνουν ότι ο πληθωρισμός στην Ευρώπη δεν αντανακλά απλώς κάποιες συγκυριακές παραμέτρους όπως οι αυξήσεις στην τιμή της ενέργειας ή τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες αλλά και πιο δομικά προβλήματα των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Όμως, η έκρηξη του πληθωρισμού σημαίνει σοβαρά προβλήματα σε μια οικονομική ένωση που στηρίζεται σε ένα κοινό νόμισμα και η οποία είχε στον πυρήνα της μια σκληρή αντιπληθωριστική λογική, με αφετηρία τον τρόπο που ειδικά στη Γερμανία ο πληθωρισμός αντιμετωπίστηκε παραδοσιακά ως το «απόλυτο κακό» στην οικονομία.
Και παρότι όλες οι χώρες έχουν αυτή τη στιγμή αναγκαστικά «βάλει νερό στο κρασί τους» και αποδέχονται αυξήσεις του πληθωρισμού πολύ πέρα από τα όρια που προέβλεπαν οι συνθήκες της Ένωσης και η λειτουργία του ευρώ, εντούτοις είναι σαφές ότι η πίεση για να αντιμετωπιστεί το θέμα είναι μεγάλη.
Ο κίνδυνος της ύφεσης
Όμως όλα αυτά συνδυάζονται με μια ακόμη μεγάλη ανησυχία: αυτή για το ενδεχόμενο η ευρωπαϊκή οικονομία να βρεθεί ξανά σε ύφεση.
Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή τη στιγμή οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι ιδιαίτερα δυναμικοί, την ώρα που ήδη πριν από την πανδημία υπήρχε το ανοιχτό ερώτημα γιατί οι ευρωπαϊκές οικονομίες είχαν πιο αναιμική ανάπτυξη μετά την οικονομική κρίση του 2008-2009.
Ακόμη και η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – που δεν έχει την πολυτέλεια να είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξη – εκτιμά ότι η ανάπτυξη στην ευρωζώνη το 2022 δεν θα ξεπεράσει το 2,6% για να υποχωρήσει στο 1,5% το 2023. Αυτό σημαίνει ότι ήδη η εκτίμηση είναι ότι το 2022 δεν θα είναι το έτος της ισχυρής πανδημικής ανάπτυξης που όλοι προσδοκούσαν και ότι τα πράγματα στη συνέχεια θα επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο. Την ίδια στιγμή η ίδια η πρόβλεψη με σαφήνεια περιλαμβάνει όλες τις παραμέτρους που θα μπορούσαν να κάνουν τα πράγματα χειρότερα όπως για παράδειγμα την ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση της κατάστασης με τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι γίνεται εκτίμηση για μια καλή τουριστική χρονιά.
Η δαμόκλειος σπάθη του χρέους
Σε όλα αυτά υπάρχει πάντα και η παράμετρος του χρέους. Όλα τα ζητήματα που αφορούν τα επιτόκια και την ευρωπαϊκή οικονομία είναι τελικά και ζητήματα που αφορούν και το κόστος δανεισμού αλλά και το πώς προσλαμβάνουν οι αγορές τους κινδύνους γύρω από το χρέος.
Και ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» όταν συζητάμε για το χρέος στην Ευρώπη είναι η Ιταλία. Μπορεί ο λόγος χρέους / ΑΕΠ να υποχώρησε στα τέλη του 2021 στο 151% από το ιστορικό υψηλό του 155% το 2020, κυρίως λόγω της ανάκαμψης της οικονομίας, ωστόσο δεν παύει να είναι ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό.
Τα πράγματα κάνει χειρότερα στην Ιταλία η πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε με την απροθυμία του κινήματος των 5 Αστέρων να στηρίξει ορισμένες πολιτικές της κυβέρνησης συνασπισμού υπό τον Μάριο Ντράγκι. Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα είχαμε αυξήσεις των spread, πρώτα στα μέσα Ιουνίου όταν στο δεκαετές ομόλογο η διαφορά ξεπέρασε τις 250 μονάδες βάσης και μετά με την κρίση της κυβέρνησης Ντράγκι που οδήγησε και πάλι σε spread άνω των 220 μονάδων βάσης, με τη μερική υποχώρηση να αποτυπώνει την ελπίδα πολιτικής λύσης στο κυβερνητικό πλαίσιο αλλά και την αναμονή των μέτρων της ΕΚΤ.
Το αδύναμο ευρώ
Τα εμφανή προβλήματα των ευρωπαϊκών οικονομιών και ιδίως το γεγονός ότι πληρώνουν ακριβώς τίμημα για το γεγονός ότι υφίστανται άμεσα από τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, όπως και η διατήρηση πολιτικής χαμηλών επιτοκίων, έχουν οδηγήσει και σε μια αποδυνάμωση του ευρώ στις διεθνείς αγορές χρήματος.
Αυτό αποτυπώθηκε και στην υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου, που αποτυπώθηκε και στο ότι για πρώτη φορά τα δύο νομίσματα βρέθηκαν να έχουν ισοτιμία ένα προς ένα.
Το αδύναμο ευρώ φέρνει με τη σειρά του αρκετά προβλήματα στις οικονομίες της Ευρώπης καθώς συνεπάγεται αύξηση του κόστους των εισαγωγών σε προϊόντα όπως τα ενεργειακά όπου οι τιμές υπολογίζονται σε δολάρια, πέραν του συγκεφαλαιώνει μια συνολικότερη υποχώρησε ως προς την οικονομική ισχύ.
Οι δύσκολες αποφάσεις
Όλα αυτά παραπέμπουν και στις δύσκολες αποφάσεις που έχει να πάρει η ηγεσία της ΕΚΤ ως προς την οικονομική πολιτική.
Εάν θελήσει να παίξει ρόλο κυρίως συγκράτησης του πληθωρισμού τότε θα πρέπει να αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια και να διακόψει ουσιαστικά τα διάφορα προγράμματα αγοράς ομολόγων, σε μια προσπάθεια να «κρυώσει» την αγορά, να περιορίσει την πλεονάζουσα ρευστότητα και να πιέσει τις τιμές προς υποχώρηση. Μόνο που μια τέτοια στρατηγική ταυτόχρονα σημαίνει και υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, αύξηση της ανεργίας και πιθανότερη είσοδο σε ύφεση.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί είναι πιθανό η ΕΚΤ την Πέμπτη να ανακοινώσει και αύξηση των επιτοκίων (που θα πάψουν να είναι αρνητικά) και κάποιου είδους πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Εάν θελήσει κυρίως να υποστηρίζει μια αναπτυξιακή δυναμική, θα συνεχίσει να βλέπει κάπως αμήχανα την αύξηση του πληθωρισμού να διαμορφώνει ένα νέο τοπίο, με έντονο το ενδεχόμενο του στασιμοπληθωρισμού.
Την ίδια στιγμή η ΕΚΤ δεν μπορεί απλώς να παρακολουθεί τα spread να μεγαλώνουν, γιατί αυτό θα αποσταθεροποιούσε την ίδια την αρχιτεκτονική του ευρώ. Αυτό θα μπορούσε να είναι και η βασική δικαιολογία για ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, με στοχευμένες παρεμβάσεις σε όσες χώρες έχουν μεγάλες αποκλίσεις στις αποδόσεις των ομολόγων τους. Όμως, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει την αντίδραση των χωρών που γενικά είναι αντίθετες στην «σπατάλη» και δεν θεωρούν ότι πρέπει οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να ξελασπώνουν χώρες που δεν υπήρξαν αρκούντως συνετές με τη διαχείριση των οικονομικών τους.
Όλα αυτά θα απαιτούσαν πολύ μεγαλύτερο και καλύτερο συντονισμό ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα κράτη μέλη και μια προσπάθεια να βρεθούν συνολικότερες λύσεις για προβλήματα που είναι ούτως ή άλλως συνολικά. Όμως, αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο στη σημερινή κατάσταση στην ΕΕ. Η ΕΚΤ έχει μεγάλα περιθώρια παρέμβαση, αλλά ορισμένα ζητήματα πολιτικής είναι πέραν της δικής της αρμοδιότητας.