Γράφει ο Δρ. Θοδωρής Γ. Ηλιόπουλος*
Στις 20 Ιουλίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε νέο ευρωπαϊκό σχέδιο για την ορθολογική διαχείριση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στην ΕΕ. Το σχέδιο έχει την ονομασία «Save Gas for a Safe Winter», «Αποθηκεύουμε Φυσικό Αέριο για έναν Ασφαλή Χειμώνα». Ή, σε ελεύθερη μετάφραση, που αποδίδει και το μέτριο λογοπαίγνιο του αυθεντικού τίτλου, «Αν Σωθεί το Φυσικό Αέριο, ο Σώζων Εαυτόν Σωθήτω».
Το σχέδιο επαναλαμβάνει την κρισιμότητα της ενεργειακής ασφάλειας για την Ευρώπη, ιδίως μετά τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, και συνοψίζει τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί ή δρομολογηθεί. Μέτρα που μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες:
- Συστάσεις και προτάσεις προς τα κράτη μέλη (ή ευθέως προς τους πολίτες), όπως η επιτάχυνση των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και σε εγκαταστάσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), ή οι εκστρατείες ενημέρωσης των πολιτών για την εξοικονόμηση ενέργειας.
- Μέτρα πρακτικής και άμεσης εφαρμογής, όπως το έκτακτο πλαίσιο έγκρισης ενισχύσεων σε επιχειρήσεις και οικιακούς καταναλωτές, ή η ανοχή στην πυρηνική ενέργεια και στα ορυκτά καύσιμα, παρά τους υπάρχοντες κλιματικούς και ενεργειακούς στόχους.
- Δομικές αλλαγές, όπως η πρόταση για αύξηση των δεσμευτικών στόχων ενεργειακής αποδοτικότητας και εξοικονόμησης ενέργειας, ή η νομοθεσία για τον τακτικό ανεφοδιασμό αποθεμάτων φυσικού αερίου.
Η πεμπτουσία όμως του σχεδίου «Save Gas» δεν είναι η σύνοψη και διαφήμιση του μέχρι τώρα έργου της Επιτροπής, αλλά η ανακοίνωση ενός νέου μέτρου: η πρόταση για έναν κανονισμό που α) θα θέτει έναν ενδεικτικό στόχο στα κράτη μέλη να μειώσουν τη χρήση (ζήτηση) φυσικού αερίου κατά 15% από την 1η Αυγούστου μέχρι την 31η Μαρτίου 2023, και, β) θα εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να μετατρέψει τον ενδεικτικό στόχο σε υποχρέωση, εάν αυτός δεν έχει ήδη επιτευχθεί, και αν παράλληλα εκδηλωθεί υψηλός κίνδυνος εξάντλησης των αποθεμάτων φυσικού αερίου ή η ζήτηση αυξηθεί ιδιαίτερα. Η υποχρέωση μείωσης χρήσης θα αφορά δευτερεύουσες δραστηριότητες.
Η πρόταση είναι έκφραση της πολυπόθητης συντονισμένης και αλληλέγγυας ευρωπαϊκής αντίδρασης στα κοινά προβλήματα. Υπάρχει, όμως, τουλάχιστον στην Ελλάδα, η καχυποψία ότι κατ’ ουσίαν εξυπηρετεί την Γερμανία της έντονης εξάρτησης από το Ρωσικό αέριο. Η δε Πολωνία επικρίνει ως άδικη την μεταχείριση με τον ίδιο τρόπο χωρών όπως η ίδια, που έχουν φροντίσει για την επάρκεια σε αέριο, και χωρών με λιγοτερή επιμελή πολιτική (π.χ. η Τσεχία). Επιπλέον, η Ελλάδα και η Πορτογαλία εκφράζουν την επιφύλαξη ότι δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν οι διαφορετικές ανάγκες των κρατών μελών, που έχουν διαφορετικά ενεργειακά μείγματα και διαφορετικό βαθμό ενεργειακής αυτονομίας.
Μετά την πρόταση της Επιτροπής, και επειδή αυτή θεμελιώνεται στο άρθρο 122 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ περί οικονομικής πολιτικής (και όχι στο 194 περί ενέργειας), το μέλλον θα κριθεί στο Συμβούλιο της ΕΕ, απαρτιζόμενο από τους αρμόδιους υπουργούς, και αποφασίζον με ειδική πλειοψηφία. Η πρόταση θα γίνει κανονισμός εάν υπερψηφιστεί τουλάχιστον από 15 κράτη μέλη, τα οποία θα πρέπει και να εκπροσωπούν το 65% του πληθυσμού της ΕΕ. Δεδομένης της μέχρι τώρα άρνησης της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Πορτογαλίας, και διαφαινομένης της άρνησης της Κύπρου, της Ουγγαρίας, και 6 ακόμη κρατών μελών, η κατάσταση είναι οριακή. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι, προς κάμψη αντιρρήσεων, η Επιτροπή θα δεσμευθεί να υλοποιήσει και προτάσεις των χωρών του νότου, όπως η δημιουργία μηχανισμού για την κοινή, πανευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου.
Υπάρχουν όμως και νομικά ζητήματα. Π.χ. γιατί 15%; Είναι αναλογικό να τεθεί το ίδιο ποσοστό για όλους; Πότε ο κίνδυνος θα είναι τέτοιος, ώστε να μετατραπεί η σύσταση σε υποχρέωση; Ποιές θα είναι οι μη κρίσιμες δραστηριότητες που θα πληγούν κατά προτεραιότητα; Και πώς θα καλυφθεί η ζημία που θα προκύψει;
Η γραπτή ανακοίνωση δεν περιλαμβάνει τις ακριβείς διατυπώσεις και τους όρους ώστε να επιτρέπει απάντηση στα ερωτήματα. Αλλά αν δεν προκύψουν επαρκείς απαντήσεις, το τελικό αποτέλεσμα των πολιτικώς κοστοβόρων διαβουλεύσεων και διαφωνιών μάλλον θα είναι η υπερψήφιση ενός κανονισμού περιορισμένης πολιτικής και συμβολικής αξίας, και κυρίως ελάχιστης πρακτικής αποτελεσματικότητας, το οποίο θα δημιουργήσει επιπλέον δυσπιστία και πολιτικές αναταράξεις, και θα δυσχεράνει έτι περαιτέρω την διαχείριση των δυσκολιών.