Την ώρα περίπου που προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο της Ταϊπέι, πρωτεύουσας της Ταϊβάν, το αεροπλάνο που μετέφερε την πρόεδρο της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι, «ανέβαινε» στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Washington Post, άρθρο γνώμης της στο οποίο εξηγούσε γιατί πραγματοποιείται αυτή η επίσκεψη αντιπροσωπείας του Κογκρέσου.
Εκεί η Πελόζι χρησιμοποιεί ιδιαίτερα επιθετικά λόγια απέναντι στην Κίνα κυρίως πάνω σε θέματα δημοκρατίας και ελευθεριών, σε ζητήματα από το Θιβέτ μέχρι τις πρόσφατες κινητοποιήσεις στο Χονγκ Κονγκ, μην παραλείποντας να αναφερθεί στο ότι το Πεκίνο κάνει «γενοκτονία ενάντια στους Μουσουλμάνους Ουιγούρους».
Ωστόσο, σε μια παράγραφο του κειμένου της η κ. Πελόζι δεν παραλείπει να αναφέρει ότι η επίσκεψή της «δεν έρχεται σε αντίφαση με την πάγια πολιτικής της Μίας Κίνας, που καθοδηγείται από το Νόμο για τις Σχέσεις με την Ταϊβάν του 1970, τα κοινά ανακοινωθέντα ΗΠΑ-Κίνας και τις Έξι Διαβεβαιώσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να αντιτίθενται σε μονομερείς προσπάθειες να αλλάξει το στάτους κβο στην περιοχή».
Η δήλωση αυτή, ήθελε να υπογραμμίσει ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν αλλάξει γραμμή απέναντι στην Ταϊβάν, από όταν υπήρξε η σχετική μετατόπιση της δεκαετίας του 1970. Δηλαδή, οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της Ταϊβάν (δεν πρόκειται, όμως, να πουν και ότι δεν είναι ανεξάρτητο κράτος), υποστηρίζουν γενικά την επανένωση – χωρίς όμως να στηρίζουν την Λαϊκή Δημοκρατία στο πώς θα το έβλεπε – και διατηρούν τη θέση της «στρατηγικής αμφισημίας» ως προς το εάν θα παρέμβουν στρατιωτικά υπέρ της Ταϊβάν.
Ωστόσο, ακόμη και έτσι είναι προφανές ότι για την κινεζική ηγεσία η κίνηση αυτή αποτελεί μια πρόκληση και αυτό εξηγεί και τους υψηλούς τόνους με τους οποίους έχει απαντήσει.
Η Κίνα θεωρεί ότι οι ΗΠΑ θέλουν να διαμορφώσουν μια κρίση στην «πίσω αυλή της»
Η κινεζική ηγεσία δεν έχει κρύψει ότι μεθοδεύει την επανένωση με την Ταϊβάν ακόμη και με όρους εξαναγκασμού. Θα ήθελε δει να εφαρμόζεται εδώ το μοντέλο μία χώρα – δύο συστήματα που δοκιμάστηκε και με το Χονγκ Κονγκ. Αυτό έχει να κάνει επίσης και με το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας είναι πάντα και ένα πατριωτικό-εθνικιστικό κόμμα.
Σε αυτή τη φάση, όμως, αυτό που κυρίως ενδιαφέρει την κινεζική ηγεσία είναι να μην αλλάξει το καθεστώς που υπάρχει σε σχέση με την Ταϊβάν, ώστε να μπορέσει να προετοιμάσει καλύτερους όρους για την επανένωση.
Ούτως ή άλλως, εάν κανείς παρατηρήσει την εξωτερική πολιτική της Κίνας θα διαπιστώσει ότι στηρίζεται σε μια ορισμένη ιεράρχηση. Παρότι η Κίνα έχει αναβαθμίσει την διεθνή οικονομική και διπλωματική παρουσία της, εντούτοις προς το παρόν αποφεύγει μεγάλες προβολές ισχύος στο εξωτερικό, εκτός από τις περιοχές που θεωρεί ότι αποτελούν τη ζώνη άμεσου ενδιαφέροντός της.
Αυτό αφορά περιοχές όπως η Νότια Σινική Θάλασσα και προφανώς η Ταϊβάν (που τυπικά η Κίνα την αντιμετωπίζει ως τμήμα της δικής της επικράτειας). Εκεί θεωρεί ότι έχει τον πρώτο λόγο και κάθε αμφισβήτησή της θα είναι εχθρική.
Η κινεζική ηγεσία τα τελευταία χρόνια έχει επενδύσει ιδιαίτερα το να αποκτήσει πέραν της οικονομικής ισχύος (είναι ήδη η δεύτερη οικονομία του πλανήτη) και ανάλογη πολιτικοστρατιωτική ισχύ. Όμως, ταυτόχρονα είναι σαφές ότι δεν θα ήθελε να εμπλακεί σε «θερμές» συγκρούσεις που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την προσπάθεια να καταστήσει ακόμη πιο προηγμένη την κινεζική οικονομία.
Την ίδια στιγμή η κινεζική ηγεσία θεωρεί ότι οι ΗΠΑ επενδύουν ιδιαίτερα στο να διαμορφώνουν συνθήκες γεωπολιτικών κρίσεων και εντάσεων με σκοπό τη φθορά των αντιπάλων τους, κρίσεων που έχουν κόστος και δίνουν το πρόσχημα για κυρώσεις σε βάρος της κινεζικής οικονομίας.
Αυτή δείχνει να είναι και η ανάγνωση που κάνουν για τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Ανεξαρτήτως του βαθμού στον οποίο συμφώνησε με τη ρωσική τακτική στην Ουκρανία, η κινεζική ηγεσία είδε τη στάση της Δύσης σε σχέση με την ουκρανική κρίση ως επιθετική κίνηση απέναντι στη Ρωσία και ως αμφισβήτηση του κατά το Πεκίνο αυτονόητου σεβασμού των «ζωνών επιρροής» κάθε χώρας. Κοντολογίς εάν οι ΗΠΑ απειλούν την ασφάλεια της Ρωσίας προσπαθώντας να επεκτείνουν την επιρροή του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, τότε θα μπορούσαν να κάνουν κάτι ανάλογο και σε σχέση με την Ταϊβάν. Δηλαδή, να αντιμετωπίσουν την Ταϊβάν ως έναν τρόπο για να ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην Κίνα αλλά και ως αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που το Πεκίνο θεωρεί ότι έχει στην Ταϊβάν. Κοντολογίς, στα μάτια της Κίνας στην Ταϊβάν κρίνεται εάν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα δοκιμάσουν να βάλουν αναχώματα στην κινεζική στρατηγική.
Ιδιαίτερη σημασία έχει για την κινεζική ηγεσία και το να μην προσπαθήσουν να τονώσουν ακόμη περισσότερο οι ΗΠΑ τις πολιτικές δυνάμεις εκείνες στο εσωτερικό της Ταϊβάν που θέλουν να προχωρήσουν με την ανεξαρτησία και απορρίπτουν κάθε προοπτική επανένωσης.
Αυτό εξηγεί και γιατί βλέπουν στην επίσκεψη της Πελόζι μια τομή στην αμερικανική τακτική και ίσως τον προάγγελο πιο αρνητικών εξελίξεων. Γι’ αυτό και έχουν επιλέξει μια τόσο έντονη και σκληρή ρητορική και διάφορες μορφές επίδειξης στρατιωτικής ισχύος.
Επιδείξεις δύναμης
Είναι σαφές ότι η κινεζική πλευρά θα απαντήσει στην επίσκεψη Πελόζι κάνοντας μια πολύ σαφή επίδειξη δύναμης απέναντι και στις ΗΠΑ και απέναντι σε όσους στην Ταϊβάν πιστεύουν ότι υπάρχει δρόμος άλλος από την επανένωση.
Εάν κανείς κοιτάξει τις ήδη ανακοινωμένες στρατιωτικές ασκήσεις της Κίνας γύρω από την Ταϊβάν θα δει ακριβώς ότι η επίδειξη δύναμης έχει και το περιεχόμενο ότι η Κίνα προετοιμάζεται ακόμη και για το ενδεχόμενο ένοπλης επιβολής της ενοποίησης όταν θεωρήσει ότι υπάρχουν συνθήκες.
Την ίδια στιγμή δοκιμάζει και πρακτικές που παραπέμπουν σε άσκηση μεγάλης οικονομικής και πολιτικής πίεσης προς την ίδια την Ταϊβάν και τις δυνάμεις εντός που αντιτίθενται στην επανένωση.
Ταυτόχρονα το μήνυμα προς τις ΗΠΑ είναι ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για κινήσεις που θα περνούν τις κινεζικές «κόκκινες γραμμές», θα σημαίνει το είδος της «θερμής σύγκρουσης» που θα έχει τεράστιο κόστος.
Προφανώς και η κινεζική ηγεσία δεν επιθυμεί τώρα μια «θερμή» αντιπαράθεση – το ίδιο το γεγονός ότι το αεροπλάνο της Πελόζι προσγειώθηκε είναι ενδεικτικό.
Όμως, δεν μπορεί και να επιτρέψει η επίσκεψη να θεωρηθεί ένα «τετελεσμένο» το οποίο δεν μπόρεσε ούτε να αποτρέψει ούτε να «τιμωρήσει».
Και αυτό σημαίνει ότι θα δοκιμάσει τις επόμενες μέρες να δώσει το μήνυμα πώς η επίσκεψη αυτή «έχει κόστος» και για την ηγεσία της Ταϊβάν και για τις ΗΠΑ.
Αυτό πάλι θα φέρει την αμερικανική ηγεσία αντιμέτωπη με το ερώτημα εάν όντως σε αυτή τη φάση θέλει να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με την Κίνα, όπως ορισμένες φωνές δείχνουν να θέλουν, ή εάν μια νέα μείζονα εστία γεωπολιτικής αντιπαράθεσης είναι πέραν των δυνατοτήτων των ΗΠΑ αυτή τη στιγμή, κάτι που εξηγεί ίσως και γιατί υπήρξαν φωνές από το αμερικανικό κατεστημένο, χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Τόμας Φρίντμαν, που αποδοκίμασαν την κίνηση Πελόζι.