Σαν σήμερα, στις 10 Αυγούστου 1913 (28 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο), υπογράφεται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Πρόκειται για τη συνθήκη με την οποία τερματίζεται ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος (Ιούνιος – Ιούλιος 1913). Νικητές είναι η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο και ηττημένη η Βουλγαρία.
Όλοι τους, ήταν οι νικητές του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ενάντια στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 1912 και είχε ολοκληρωθεί με τη Συνθήκη του Λονδίνου, τον Μάιο του 1913.
Tα προεόρτια και ο Α’ Βαλκανικός
Όπως αναφέρει η ιστορικός Φωτεινή Τομαή, στο «ΒΗΜΑ» της 18ης Ιουνίου 2006 «οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δεν εξέπληξαν κανέναν. Αν και καμία από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν ενεθάρρυνε τη σύρραξη, επιμένοντας στο status quo του εδαφικού καθεστώτος στα Βαλκάνια, η σταδιακή ανεξαρτησία των χριστιανικών κρατών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία οδήγησε τα κράτη αυτά πολύ σύντομα σε μεταξύ τους έριδες».
(…)
«Ο Ελληνισμός και το ελληνικό κράτος, που είχε αποκτήσει νωρίτερα από όλους τους Βαλκάνιους την ανεξαρτησία του και διέθετε καθ’ όλη τη διάρκεια της δουλείας του με τα σχολεία και την Εκκλησία εθνική συνείδηση, βρέθηκε, ως αναμενόταν, στο επίκεντρο αυτού του ανταγωνισμού.
»Στον A´ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913) τα τέσσερα χριστιανικά βαλκανικά κράτη Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο βρέθηκαν αλληλέγγυα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πόλεμος έληξε με την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον ελληνικό στρατό αλλά και την ίδρυση της «Αυτόνομης Ηγεμονίας της Αλβανίας», αρχικά με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (29 Ιουλίου) και αργότερα της Φλωρεντίας (4 Δεκεμβρίου 1913)».
Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος
Πώς όμως οδηγηθήκαμε στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, λίγους μόλις μήνες μετά τον τερματισμό του Α’ Βαλκανικού Πολέμου;
«Επήλθε διάρρηξη των πρώην συμμάχων. H απροκάλυπτη επιθετικότητα της Βουλγαρίας, που, επηρεασμένη από την ανάμνηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου 1878», (σ.σ. που είχε οδηγήσει στη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας) «αρνιόταν να υιοθετήσει την αρχή της ισόρροπης κατανομής στον χώρο της Νότιας Βαλκανικής και επιζητούσε την προσάρτηση της Θράκης και της Μακεδονίας ως το Μοναστήρι, οδήγησε αναπόφευκτα σε διάσπαση του ενιαίου βαλκανικού μετώπου και σε ένοπλη ρήξη ανάμεσα στους νικητές του A’ Βαλκανικού Πολέμου.
»Ετσι Ελληνες και Σέρβοι βρέθηκαν να πολεμούν ενάντια στους Βούλγαρους σε έναν ακήρυκτο ουσιαστικά πόλεμο αφού οι εχθροπραξίες άρχισαν με την προσβολή των ελληνικών και σερβικών προφυλακών (30 Ιουνίου) στη Γευγελή και στη Νιγρίτα»
Η κρίσιμη απόρρητη αλληλογραφία
Η αλληλογραφία της ελληνικής πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας (πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, υπουργός Εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς, Βασιλιάς Κωνσταντίνος) αποκαλύπτει τις έντονες διεργασίες.
«Στις 10 Ιουνίου ο ΥΠΕΞ Λ. Κορομηλάς ειδοποιεί το Γενικό Στρατηγείο Θεσσαλονίκης “περί της ημέρας της πιθανής ενάρξεως των καθ’ ημών και της Σερβίας πολέμου της Βουλγαρίας”.
»Στις 14 Ιουλίου ο πρόξενος Σουίδας πληροφορεί: “Χθες την εσπέραν δημόσιος κήρυξ διά τυμπάνου ειδοποίησεν Εθνοφρουράν δεκάτης ηλικίας οίτινες είχαν απολυθεί κατά Ιανουάριον και ενδεκάτην να ώσιν έτοιμοι όπως εις πρώτην πρόσκλησιν προσελθώσιν οικείοις τάγμασιν…” (ΑΠ 17840).
»Ο ΥΠΕΞ Λ. Κορομηλάς δίνει οδηγίες στον έλληνα πρεσβευτή στη Σόφια να προβεί σε “εντόνους παραστάσεις παρά τη βουλγαρική κυβερνήσει…” (ΑΠ 17449, 15 Ιουνίου 1913).
»Στις 15 Ιουνίου ο Σουίδας τηλεγραφεί από Φιλιππούπολη: “Χθες ήρξατο ενεργόμενη εκ νέου ενταύθα νέα επίταξις επί παντός των ειδών και ιδίως αλεύρων, ίππων και κάρρων…” (ΑΠ 17950).
»Στις 17 Ιουνίου ο γενικός πρόξενος B. Δενδραμής τηλεγραφεί από Θεσσαλονίκη: “Πέμπτην παρά είκοσι εδόθη τελεσίγραφον διοικητήν ενταύθα βουλγαρικής φρουράς όπως εντός μιας ώρας Βούλγαροι στρατιώται παραδώσωσιν όπλα των. Συλλαμβανομένοι Βούλγαροι οπλίται αφοπλίζονται. Πλήρης τάξις επικρατεί…”.
»Την ίδια ημέρα το Γενικό Στρατηγείο πληροφορεί: “Χθες, μεταξύ 7ης και 8ης εσπερινής ώρας, Βούλγαροι προσέβαλαν ημέτερα στρατεύματα εις Ελευθεράς και Μουστένι…” (ΑΠ 18185).
»Για συμπλοκές στη Λίμνη Αχινού ειδοποιεί μία ημέρα νωρίτερα και το Τμήμα Στρατιάς Καλλάρης (ΑΠ 17949).
»Επειτα από όλα αυτά, στις 19 Ιουνίου, ο βούλγαρος πρεσβευτής στην Αθήνα Μίνστεφ διαμαρτύρεται στον Λ. Κορομηλά για τις επιθέσεις του ελληνικού στρατού κατά των βουλγαρικών στρατευμάτων! (επιστολή Νο 697).
»Στις 19 Ιουλίου ο I. Αλεξανδρόπουλος από το Βελιγράδι αναγγέλλει την πρόθεση των Σέρβων να ανακοινώσουν ότι εξέρχονται στο πλευρό Ελλήνων και Μαυροβουνίων στον ακήρυκτο πόλεμο κατά των Βουλγάρων (ΑΠ 18293).
»Το Γενικό Στρατηγείο Θεσσαλονίκης με ίδια ημερομηνία πληροφορεί για νίκες του σερβικού στρατού και ο έλληνας πρεσβευτής από Βελιγράδι για απώλειες 1.400 σέρβων στρατιωτών και 40 αξιωματικών (ΑΠ 18305).
»Στις 20 Ιουνίου ο βουλγαρικός Τύπος διαμαρτύρεται “διά τας εν Θεσσαλονίκη αιματηράς σκηνάς κατά βουλγαρικής φρουράς και συνοικίας. Οχι Βούλγαροι αλλά Ελληνες θα μετανοησώσι διά τόσην αυθάδειαν” αναφέρει από τη Σόφια ο πρεσβευτής Δ. Πανάς (ΑΠ 18521).
»Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εν τω μεταξύ ειδοποιεί την κυβέρνηση πως “συλληφθέντες Βούλγαροι αιχμάλωτοι επληροφόρησαν ότι βουλγαρικός στρατός ητοίμαζεν μαζικήν αιφνιδιαστικήν επίθεσιν κατά Θεσσαλονίκης…”.
»Στις 21 Ιουνίου ο βασιλιάς πληροφορεί την κυβέρνηση ότι ο εκεί ρώσος πρόξενος ανακοίνωσε την πρόθεση της Ρωσίας να επέμβει στα πράγματα και να στείλει ναυτική δύναμη στην περιοχή, “… παρακαλεί όμως ληφθή πρόνοια όπως μη επέλθη σύγχυσις επειδή η στολή των Ρώσων ναυτών ομοιάζει προς βουλγαρικήν!..”. Στο ίδιο τηλεγράφημα ο Κωνσταντίνος αναφέρεται στη φιλοβουλγαρική στάση του γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη.
»Στις 21 Ιουνίου 1913 ο Κωνσταντίνος B´ απευθύνει διά της Βουλής διάγγελμα στον ελληνικό λαό.
Ο πόλεμος έχει ήδη αρχίσει.
Το τέλος
»Με βαρύ τίμημα σε απώλειες τα ελληνικά στρατεύματα αντιμετώπισαν τις βουλγαρικές επιθέσεις στις μάχες του Κιλκίς και της Κρέσνας», σημειώνει η Φωτεινή Τομαή. «Τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός όδευε νικηφόρα προς τη Σόφια, η Ρουμανία, ακόμη και η Τουρκία, έκαναν την εμφάνισή τους στον πόλεμο στο πλευρό των δύο συμμάχων Ελλάδας – Σερβίας».
Ήταν 10 Αυγούστου του 1913 όταν υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου, σε ένα πολύ οριακό όμως χρονικό σημείο. Τις ημέρες εκείνες έντονες προστριβές είχαν προκύψει μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Βασιλέα Κωνσταντίνου.
Ο έλληνας πολιτικός που γνώριζε καλύτερα από τον καθένα πόσο εύθραυστες και ευμετάβλητες είναι πάντα οι διπλωματικές ισορροπίες πίεζε τον Βασιλέα Κωνσταντίνο και επικεφαλής των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων να συναινέσει σε μία όσο το δυνατόν συντομότερη ολοκλήρωση των εχθροπραξιών, όσο ακόμα τα δεδομένα ήταν ευνοϊκά για την Ελλάδα.
Ο Κωνσταντίνος, από την άλλη, επέμενε και πίεζε τον Βενιζέλο να μην υπογράψει προκειμένου ο ελληνικός στρατός να καταλάβει όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη.
Μια επιμονή που, λίγο έλλειψε να οδηγήσει σε ένα διπλωματικό και στρατιωτικό φιάσκο, κάτι που ευτυχώς για τους Έλληνες δεν συνέβη.