Ο Αύγουστος κάθε χρόνο έχει βαλθεί να διαψεύσει τον Ουμπέρτο Εκο. Όχι μόνο έχει ειδήσεις, αλλά είναι και τέτοια η επικαιρότητα που διαμορφώνει την ατζέντα και των επόμενων μηνών.
Για δείτε τι γίνεται με τις υποκλοπές. Μπορεί κάποιοι να προσπαθούν να το θάψουν, να το γελοιοποιήσουν, να το υποβαθμίσουν στο επίπεδο ενός… νόμιμου κουτσομπουλιού.
Ακόμη και να κατηγορήσουν, να διαβάλουν, να ευτελίσουν μέχρι και το θύμα, βγάζοντας λάδι τον θύτη.
Όμως τα γεγονότα είναι ξεροκέφαλα και θα είναι πάντα μπροστά μας, αρκεί να μπορούμε να τα δούμε, ακόμη κι αν είναι Αύγουστος.
Ένα τέτοιο γεγονός συνέβη χθες στο ΟΑΚΑ και κατ’ επέκταση στην «Φάρμα των Ζώων» (κυριολεκτικά) του Οργουελ, δηλαδή στο ελληνικό twitter του μίσους, της αμετροέπειας, της εγγενούς ανοησίας, της πατριδοκαπηλίας, της τοξικότητας χωρίς όρια.
Για άλλη μια φορά ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, αλλά αυτή τη φορά με όλη την οικογένεια μαζί, έδωσαν παράσταση στο μπάσκετ. Ο Γιάννης απέδειξε ότι είναι κορυφαίος μπασκετμπολίστας στον πλανήτη, κι ότι είναι τιμή μας που φορά τα χρώματα της Ελλάδας. Κι αυτός και τ’ αδέρφια του.
Δεν έχει καμιά σημασία, όμως αν είναι μεγάλος αθλητής, αν θα βοηθήσει την Ελλάδα να πετύχει διακρίσεις, αν θα ξαναφέρει τον κόσμο στα γήπεδα.
Προσωπικά μου είναι αδιάφορο αν θα πάρουμε μετάλλιο και πόσους πόντους θα βάλει ο Γιάννης, αν και όλοι θα βγούμε στους δρόμους να πανηγυρίσουμε.
Μεγαλύτερο επίτευγμα, σπουδαιότερη προσφορά της οικογένειας Αντετοκούνμπο στην Ελλάδα είναι αυτό το μικρό λιθαράκι που βάζει στη μάχη κατά του ρατσισμού.
Ο τρόπος που εδώ και μια δεκαετία περίπου ο Γιάννης και η οικογένειά του προκαλούν σοβαρά ρήγματα σε μια sui generis ρατσιστική πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, είναι μοναδικός.
Η Ελλάδα της προσφυγιάς και της ξενιτιάς, η Ελλάδα των εκατομμυρίων μεταναστών σε όλο τον κόσμο δεν θα έπρεπε να έχει ούτε έναν ρατσιστή, ούτε ένα ακραίο εθνικιστικό σκουπίδι να λερώνει την ιστορία της.
Και ο δικός μας Γιάννης βοηθά πολύ στο να καθαρίσει η «άρια ελληνική ράτσα» από τέτοιου είδους «Ελληνες».
Μια οικογένεια με καταγωγή από τη Νιγηρία, έγιναν πιο Ελληνες από όλους εκείνους που παίρνουν παράσημα εθνικοφροσύνης στο σκουπιδαριό των social media.
Εγιναν άξιοι εκπρόσωποι της πατρίδας μας και τσακίζουν κάθε μέρα όλους εκείνους που απέμειναν να φτιάχνουν ομάδες τύπου «not my national team».
Είμαστε περήφανοι που φορά τη φανέλα της Ελλάδας, που ζει το όνειρό του μαζί μας, που πανηγυρίζει σαν μικρό παιδί της αλάνας, που έχει μια οικογένεια πιο… ελληνική από εκείνες τις λίγες που κρύβουν μίσος, διχασμό, ρατσισμό, απαξία για τη ζωή.
Που διαχωρίζουν τους ανθρώπους από το χρώμα του προσώπου, που αρνούνται να δεχθούν ότι η καρδιά όλων των ανθρώπων έχει ένα και μοναδικό χρώμα. Κι ότι το αίμα είναι ίδιο σε όλους.
Δεν είναι… ελληνικό, νιγηριανό, τούρκικο ή γερμανικό. Αλλά είναι κόκκινο. Και κυλάει το ίδιο σε όλους τους ανθρώπους.
Δεν κάνει το αίμα τους Ελληνες. Τους κάνει η αγάπη για την πατρίδα, το πάθος για προσφορά. Τους κάνει αυτή η ματιά, το καθαρό βλέμμα των Αντετοκούνμπο. Και γι’ αυτό είμαστε περήφανοι που είναι Ελληνες.
Γιατί προσφέρουν στη χώρα μας ενώ θα μπορούσαν να είναι οπουδήποτε. Γιατί δείχνουν στα παιδιά μας ότι τα όνειρά τους μπορούν να γίνουν πραγματικότητα.
Που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ κάτω από απίστευτα άσχημες συνθήκες. Αλλά που έγιναν καταπληκτικά παιδιά τα οποία τιμούν τη χώρα που τους αγκάλιασε.
Γι’ αυτό ο Γιάννης και η οικογένειά του είναι πάνω από τα αθλητικά τους επιτεύγματα. Και είναι με τη συμπεριφορά τους οι καλύτεροι πολέμιοι του μίσους που κάποιοι θέλουν να σπέρνουν απλά και μόνο για να υπάρχουν.
Ο Γιάννης υπάρχει γιατί είναι ένα καταπληκτικό παιδί, εκτός από ένας σπουδαίος αθλητής.
Οι ρατσιστές υπάρχουν γιατί απλά είναι ανόητοι. Γιατί δεν αντιλαμβάνονται ότι η δύναμη ενός έθνους πηγάζει μέσα από τη διαφορετικότητα κι όχι από την «ομοιογένεια» της ράτσας.
Κι επειδή ορισμένοι νομίζουν ότι με το να αποθεώνουμε τους Αντετοκούνμπο δικαιολογούμε τα πάντα, λέω το εξής:
Κακοί άνθρωποι υπάρχουν σε όλες τις φυλές, σε όλα τα χρώματα. Αν το καταλάβουν αυτό οι «ιέρακες» της εθνικής καθαρότητας, της fake Αγίας Ελληνικής Οικογένειας, θα γίνουμε καλύτερη χώρα.
Ποτέ δεν είναι αργά, κι ευτυχώς που βρέθηκε στο δρόμο μας ο Γιάννης, και βρεθήκαμε κι εμείς στον δικό του, γιατί φτιάχτηκε μια πολύ όμορφη, ανθρώπινη ιστορία.