του Ted Widmer
Ο πόλεμος στην Ουκρανία φτάνει σε μια «σκοτεινή επέτειο» στις 24 Αυγούστου, οπότε συμπληρώνονται έξι μήνες από την έναρξη της σύγκρουσης, την κατάληξη της οποίας δεν μπορούμε ακόμη να προβλέψουμε. Μπορεί η Ιστορία να μας δώσει απαντήσεις;
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν προτιμά να μιλάει για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εκεί όπου η Ρωσία είχε τις καλύτερες στρατιωτικές επιδόσεις, αλλά η πλησιέστερη αναλογία είναι ο Κριμαϊκός Πόλεμος, που διήρκεσε δυόμισι χρόνια, από το 1853 έως το 1856, προτού οι εξαντλημένοι αντίπαλοι συνάψουν συμφωνία ειρήνης.
Οι ρωσικές δυνάμεις, κατώτερες των προσδοκιών, απέτυχαν να εκπληρώσουν τους στόχους τους. Αλλά οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, οι οποίοι είχαν συνάψει συμμαχία με τους Τούρκους, ένιωσαν επίσης απογοήτευση όσο πάσχιζαν να εξασφαλίσουν τη νίκη που έμοιαζε πύρρειος από τη μια στιγμή στην άλλη.
Εκπληξη, εξάλλου, προκαλεί το γεγονός ότι μία από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις μετά τον πόλεμο είχε αντίκτυπο μέχρι τις ΗΠΑ, όπου μια απρόσμενη αλυσίδα γεγονότων, συνδεδεμένων πάντως με την ήττα της Ρωσίας, συνέβαλε στον τερματισμό της δουλείας. Μπορούμε, λοιπόν, να πάρουμε μαθήματα σήμερα από τον Κριμαϊκό Πόλεμο;
Οι πόλεμοι τελειώνουν διαφορετικά από αυτό που αναμένεται στην αρχή
Ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς είχε γράψει κάποτε: «Περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, στον πόλεμο τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως αναμένουμε». Λίγοι περίμεναν ότι θα ξεσπάσει πόλεμος το 1853. Οταν όντως ξέσπασε, οι περισσότερες προβλέψεις αποδείχθηκαν ανακριβείς – μαζί και η πεποίθηση ότι ο ρωσικός στρατός ήταν ανίκητος, ειδικά όταν ενεργούσε κοντά στη μητέρα πατρίδα.
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος ξεκίνησε δι’ ασήμαντον αφορμήν, από μια διαμάχη ρώσων και γάλλων μοναχών για το ποιος θα κρατούσε τα «κλειδιά» της Εκκλησίας της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ. Οπως αποδείχθηκε, εκείνα τα κλειδιά άνοιξαν το κουτί της Πανδώρας, οδηγώντας τον ρώσο τσάρο Νικόλαο Α’ να εισβάλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με την ελπίδα να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη (σήμερα Ιστανμπούλ).
Στο πλευρό των Οθωμανών προσέτρεξαν η Γαλλία και η Βρετανία, οι οποίες έστειλαν πλοία και στρατεύματα στη Μαύρη Θάλασσα. Ακολούθησε ένας πόλεμος φθοράς, που περιλάμβανε ναυμαχίες σε περιοχές τόσο μακρινές όσο η Βαλτική και ο Ειρηνικός.
Οι ανεκπαίδευτοι στρατιώτες δεν έχουν καλές επιδόσεις
Πριν από τον Κριμαϊκό Πόλεμο ο τεράστιος στρατός της Ρωσίας ήταν φόβος και τρόμος στην Ευρώπη. Σύντομα, ωστόσο, φάνηκε η αδυναμία του. Διαθέτοντας στρατιώτες με χαμηλό ηθικό, πολλούς νεαρούς κληρωτούς ή δουλοπάροικους χωρίς τίτλους γης, η Ρωσία έχασε τις περισσότερες μάχες και κατέληξε με τη στρατιωτική φήμη της σμπαραλιασμένη.
Τα όπλα του στρατού κατά βάση ήταν κατώτερα σε σχέση με εκείνα των Βρετανών ή των Γάλλων, οι οποίοι διέθεταν ατμοκίνητες φρεγάτες και τουφέκια με βεληνεκές μεγάλων αποστάσεων.
Παρ’ όλ’ αυτά η νίκη ήρθε γι’ αυτούς με μεγάλο κόστος και ύστερα από εντάσεις μέσα στη συμμαχία. Αρκετά λάθη τακτικής ανέβαλαν ένα αποφασιστικό χτύπημα των Γάλλων και των Βρετανών, ενώ κάθε εμπόλεμη πλευρά είχε περίπου 250.000 απώλειες, οι περισσότερες εκ των οποίων οφείλονταν σε ασθένειες.
Είναι δύσκολο να διεξαγάγει ένας ηγέτης έναν αντιδημοφιλή πόλεμο
Η εφεύρεση της φωτογραφικής μηχανής και του τηλέγραφου επέτρεψε τη διάχυση πολλών μαρτυριών κατά την κάλυψη του Κριμαϊκού Πολέμου με κάθε λεπτομέρεια. Υπήρξαν φυσικά και λυρικές περιγραφές των ανδραγαθημάτων – μία αδιάφορη ανάμνηση της σύγκρουσης ήταν το ποίημα του Αλφρεντ Τένισον «Η επέλαση της ελαφριάς ταξιαρχίας», το οποίο μετέτρεπε μία κίνηση κολοσσιαίας ανοησίας (την απερίσκεπτη διαταγή ενός στρατηγού για επίθεση σε μια απόρθητη θέση) σε πηγή βικτωριανής αγνότητας.
Η εξάπλωση της φωτογραφίας, ωστόσο, και τα γρήγορα ενημερωτικά σημειώματα από το μέτωπο έθεσαν στο περιθώριο αυτό το παλιομοδίτικο στυλ γραφής, με τον ίδιο τρόπο πάνω – κάτω που τα σημερινά κινητά εμποδίζουν τις προσπάθειες του Πούτιν να διαφημίσει την εισβολή ως επιτυχία του, ενώ παράλληλα υποδείκνυαν πιθανά εγκλήματα πολέμου.
Οδηγώντας μία άμαξα για κρασιά που μετέτρεψε σε φορητό σκοτεινό θάλαμο, ο βρετανός φωτογράφος Ρότζερ Φέντον κατάφερε να αποτυπώσει την εικόνα του πολέμου με φωτογραφίες εκπληκτικής καθαρότητας.
Οι δημοσιογράφοι, από την άλλη, έστελναν ιστορίες από τον πόλεμο, ώστε οι αναγνώστες στο Λονδίνο και το Παρίσι να «βιώνουν» την εξέλιξή του από τον καναπέ του σπιτιού. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στη στήριξη του πολέμου όταν όλα πήγαιναν καλά και στη λαϊκή πίεση όταν δεν εξελισσόταν ομαλά.
Ακόμη και οι αμερικανοί αναγνώστες μάθαιναν τις εξελίξεις χάρη στην αξιοσημείωτη ανταπόκριση ενός γερμανού δημοσιογράφου, με έδρα το Λονδίνο: Του Καρλ Μαρξ, ο οποίος συνέταξε 113 άρθρα για τη «New York Tribune».
Ο Μαρξ υπήρξε δριμύς κριτής της ρωσικής στρατιωτικής περιπέτειας υποδεικνύοντας το στρατηγικό κενό, την ανικανότητα και τον αλόγιστο φόρο αίματος που έφερνε. Αποκηρύσσοντας τον τσάρο ως «γκαφατζή της αυτοκρατορίας» δημοσίευε βιτριολικά σχόλια, που θα έκαναν τον Πούτιν να κοκκινίσει σήμερα: «Μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον απεγκλωβίσει από τις δυσκολίες που συσσωρεύτηκαν εις βάρος του ίδιου και της Ρωσίας εξαιτίας της αλαζονείας, της ρηχότητας και της αβελτηρίας».
Μία ασαφής ειρήνευση θα οδηγήσει σε καινούργια προβλήματα
Η Συνθήκη των Παρισίων έβαλε τέρμα στις εχθροπραξίες το 1856, αλλά άφησε αναπάντητες πολλές άλλες ανησυχίες – εκτός άλλων, την «πορώδη» κατάσταση των συνόρων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη – κι έτσι, το «Ανατολικό ζήτημα» θα στοίχειωνε τους πολιτικούς ηγέτες έως και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1914.
Υστερα από μια σχετικά μακρά περίοδο ειρήνης, μετά τη ναπολεόντειο εποχή, ο Κριμαϊκός Πόλεμος απελευθέρωσε εκ νέου το στοιχείο της αστάθειας στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ευρώπη θα βίωνε στο εξής μία σειρά από μικρούς, φθοροποιούς πολέμους πριν φτάσει στο εκτεταμένο μακελειό του 20ού αιώνα.
Οι επιπτώσεις των πολέμων φτάνουν πολύ μακριά
Ο Νικόλαος Α’ πέθανε το 1855. Ο γιος του, Αλέξανδρος Β’, αποδέχθηκε την ήττα, αλλά προέβη σε κάτι αξιοσημείωτο. Αναζητώντας τις αιτίες της καταστροφής αναγνώρισε ότι η επίδοση της Ρωσίας σχετιζόταν με την άκαμπτη κοινωνική δομή της και τη μεγάλη εξάρτηση από τους δουλοπάροικους. Ως συνέπεια, κατήργησε τη δουλοπαροικία με μία διακήρυξη χειραφέτησης στις 3 Μαρτίου 1861.
Κατά σύμπτωση, αυτό συνέβη μία ημέρα πριν ορκιστεί πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ο Αβραάμ Λίνκολν. Ο τελευταίος αντιλήφθηκε τη σημασία που είχε το κεκτημένο του τσάρου και εξέδωσε τη δική του Διακήρυξη Χειραφέτησης την Πρωτοχρονιά του 1863. Με άλλα λόγια: Ενας πόλεμος που όταν ξεκίνησε δεν αφορούσε καθόλου την έννοια της ελευθερίας συνέβαλε ώστε να γίνει πραγματικότητα μία από τις μεγαλύτερες πρωτοβουλίες υπέρ της χειραφέτησης, σε μια άλλη ήπειρο, μία δεκαετία αργότερα.
Μια άλλη ιστορία είναι η εξαγορά της Αλάσκας. Μετά την Κριμαία, ο νέος τσάρος γνώριζε ότι δεν μπορούσε να υπερασπιστεί αυτό το μακρινό σύνορο και αποφάσισε να την πουλήσει σε ένα έθνος με βασιμότερες ελπίδες ότι κάποτε θα έστελνε εκεί κατοίκους.
Υστερα από όλα αυτά, αλλά και για άλλους λόγους, συνεχίζουμε να ζούμε σε έναν κόσμο, τον οποίο διαμόρφωσε ένας μικρός, εν πολλοίς ξεχασμένος πόλεμος στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
* Ο Ted Widmer είναι εξέχων λέκτορας στο Macaulay Honors College του Πανεπιστημίου της Πόλης της Νέας Υόρκης και συγγραφέας του «Lincoln on the Verge: Thirteen Days to Washington» (εκδ. Simon and Schuster)