Εκείνον το Σεπτέμβρη του 2009, όταν στα γήπεδα της Πολωνίας ο Βασίλης Σπανούλης και η παρέα του κατακτούσαν το χάλκινο μετάλλιο του EuroBasket , ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν είχε κλείσει καν τα 15 του χρόνια και το μόνο βέβαιο είναι πως στριμωγμένος με τα αδέρφια και τους γονείς του σε εκείνο το μικρό σπίτι στα Σεπόλια κάθε άλλο θα μπορούσε να φανταστεί τι τον περιμένει στη ζωή του.
Ήταν η εποχή που ανάμεσα στο σχολείο και τις πρώτες προπονήσεις γύριζε στους δρόμους παρέα με τον μεγαλύτερο αδερφό του Θανάση προσπαθώντας να συνεισφέρει στο πενιχρό «οικογενειακό εισόδημα» ως πλανόδιος μικροπωλητής. Ποιος;
Ο μετέπειτα καλύτερος του κόσμου. Εκείνος που έχει πλέον μόνο έναν ανοιχτό λογαριασμό με την ιστορία (του) στα παρκέ: μια μεγάλη διάκριση με την εθνική μας ομάδα. Τα υπόλοιπα πρόλαβε ήδη και τα «καταβρόχθισε» σε ένα κρεσέντο που ήδη τον καταχώρισε στο Νο 1 της λίστας των «μη Αμερικανών» που αγωνίστηκαν ποτέ στο ΝΒΑ. Άραγε ήρθε η ώρα;
Η οικογενειακή υπόθεση των… AntetokounΒros
Πού να το ήξερε ότι σε εκείνο το τραπέζι της κουζίνας που ήταν ακουμπισμένη η μικρή τηλεόραση που… συνέδεε τα Σεπόλια με τα παρκέ της Πολωνίας, 13 χρόνια μετά θα μπορούσε η μητέρα του, η Βερόνικα, να απλώσει όχι μία αλλά τρεις διαφορετικές φανέλες με το εθνόσημο πλυμένες και σιδερωμένες για το EuroBasket 2022. Διότι δεν είναι μόνο η δική του, η πιο βαριά της διοργάνωσης. Είναι και του Θανάση.
Είναι και του Κώστα, που όπως όλα δείχνουν το κέρδισε το στοίχημα με το χρόνο και προλαβαίνει το προσκλητήριο του Δημήτρη Ιτούδη για το απογευματινό τζάμπολ κόντρα στην Κροατία του Ίβιτσα Ζούμπατς και του Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς. Μια ολόκληρη φαμίλια που θέλει να μετατρέψει αυτό το τουρνουά σε υπόθεση «οικογενειακή».
Όλη η… αφρόκρεμα της EuroLeague γύρω από τον Γιάννη
Θα μας οδηγήσει στη Γη της επαγγελίας; Τα προγνωστικά έχουν ήδη κατοχυρώσει την Ελλάδα ανάμεσα στα φαβορί. Είναι πολλά όμως τα 13 χρόνια μακριά από τη ζώνη των μεταλλίων. Και ίσως αυτό να αποδειχθεί ο πιο μεγάλος αντίπαλος. Η ίδια η επιθυμία.
Διότι κατά τα άλλα τα περισσότερα τα έχουμε σε υψηλό βαθμό. Και τον Γιάννη που μοιάζει με «μονόκερο». Και ένα supporting cast από την αφρόκρεμα της EuroLeague (Σλούκας, Καλάθης, Παπαπέτρου, Παπανικολάου, Ντόρσει, Παπαγιάννης). Και τον πιο πετυχημένο έλληνα προπονητή της τελευταίας δεκαετίας. Και τρομερή δίψα. Χρειάζονται όμως και άλλα πολλά. Και κυρίως την ικανότητα «διαχείρισης» αυτής της διαδρομής που ξεκινά απόψε από το Μιλάνο.
Η ομάδα μας είναι επικεφαλής στον τρίτο όμιλο της διοργάνωσης. Συγκατοικεί με –την οικοδέσποινα του γκρουπ– Ιταλία, την Κροατία (η πρώτη μας αντίπαλος), την Ουκρανία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Εσθονία. Βάσει του συστήματος διεξαγωγής, από τη φάση των ομίλων θα προκριθούν οι 4 πρώτες ομάδες και θα δημιουργηθεί η φάση των «16», όπου κατόπιν θα υπάρχουν νοκ-άουτ αγώνες. Η τελική φάση θα διεξαχθεί στο Βερολίνο.
Με βάση το «μονοπάτι» που έχει ήδη σχηματιστεί είναι πολύ πιθανό η πρώτη θέση στον όμιλο να μας στείλει σε μια μάχη 8άδας με τη Σλοβενία του Λούκα Ντόνσιτς, που χθες μπήκε με το δεξί στη διοργάνωση επικρατώντας της ισχυρής Λιθουανίας.
Δεν είναι ακριβώς στρωμένος με ροδοπέταλα ο δρόμος σαν να λέμε. Αν όμως φθάσουμε ως εκεί δίχως τραυματισμούς, τότε πραγματικά οι πιθανότητες θα είναι καλές. Ποιο είναι το κλειδί του παραδείσου; Μα φυσικά ο τρόπος που θα σχηματιστεί μια ομάδα γύρω από τις τρομακτικές δυνατότητες του Γιάννη.
Ένα σύνολο που θα παίξει γρήγορα και θα μπορεί να χτυπήσει στον αιφνιδιασμό, αλλά ταυτόχρονα που θα διαθέτει εναλλακτικές λύσεις και πηγές ενέργειες όταν εξαναγκάζεται στο σετ παιχνίδι. Που θα μπορεί να απειλήσει από μακριά (ναι, Τάιλερ Ντόρσει, για εσένα χτυπά η καμπάνα) για να ανοίξει το γήπεδο. Που θα αναγκάσει τους αντιπάλους να εγκαταλείψουν την ιδέα του περίφημου «τείχους» γύρω από τον Αντετοκούνμπο. Που θα ξεκινά από τη βάση της «ελληνικής σχολής», που δεν είναι τίποτα λιγότερο από την… επόμενη άμυνα.
Περιμένει όλη η Ελλάδα με ανυπομονησία αυτό το τζάμπολ. Αποδείχθηκε μέσα στον Αύγουστο από τα διαδοχικά sold out των φιλικών αγώνων και των προκριματικών για το Παγκόσμιο, όταν στο ΟΑΚΑ δεν έπεφτε καρφίτσα. Θα αποδειχθεί ακόμη πιο εμφατικά από εκείνους που ήδη κάνουν τα… κουμάντα τους με το καλό για την κερκίδα στο Βερολίνο. Οι πιθανότητες είναι καλές.
Και η συγκυρία ίσως ιστορική: όπως τότε στο ΣΕΦ, όταν ο Νίκος Γκάλης και ο Παναγιώτης Γιαννάκης κατοχύρωναν εν έτει 1987 την εθνική μπάσκετ ως την αγαπημένη όλων των Ελλήνων. Όπως τότε στο Βελιγράδι εν έτει 2005, όταν η ευλογημένη γενιά του Βασίλη Σπανούλη, του Δημήτρη Διαμαντίδη και του Θοδωρή Παπαλουκά το έκανε ξανά.
Είναι η συγκυρία του Γιάννη. Και ένα ταξίδι που μόλις άρχισε…