Ερευνητικό αεροπλάνο (εικόνα) που πέταξε πάνω από τη Δυτική και Νότια Ευρώπη στη διάρκεια των lockdown της πανδημίας κατέγραψε μείωση της αιωρούμενης αιθάλης, μαύρων σωματιδίων της ρύπανσης που επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία και το κλίμα.

«Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown της πανδημίας του κορονοϊού, οι συγκεντρώσεις αιθάλης στην ατμόσφαιρα της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης μειώθηκαν σχεδόν στο μισό» κατέληξαν οι επιστήμονες έξι γερμανικών Πανεπιστημίων και ερευνητικών Ινστιτούτων σε σχετική έρευνα τους.

Προκειμένου να περιοριστεί η ταχεία εξάπλωση του κορονοϊού και να καταπολεμηθεί η πανδημία, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντέδρασαν το πρώτο εξάμηνο του 2020 με σημαντικούς περιορισμούς στις μετακινήσεις και τις οικονομικές δραστηριότητες.

Το lockdown μείωσε σύμφωνα με συγκλίνουσες έρευνες την καύση ορυκτών καυσίμων, μια σημαντική πηγή αιθάλης στην ατμόσφαιρα, κατά περίπου ένα τρίτο στις αρχές του 2020. Αυτό αποδίδεται στην κατά 90% μείωση της εναέριας κυκλοφορίας στην Ευρώπη και στην σοβαρή μείωση της κυκλοφορίας στους δρόμους.

Οι ερευνητές πέταξαν το γερμανικό ερευνητικό αεροσκάφος HALO πάνω από μεγάλα τμήματα της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης: μεταξύ άλλων πάνω από την Γερμανία, τις χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), την Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία. Προσδιόρισαν έτσι στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος BLUESKY.

Στη συνέχεια, η ερευνητική ομάδα συνέκρινε τα αποτελέσματα του 2020 με αντίστοιχες μετρήσεις τον Ιούλιο του 2017 υπό «κανονικές» -δηλαδή πριν από τον κορονοϊό- συνθήκες. Επίσης, εξέτασε δεδομένα κινητικότητας και στοιχείων για την κατανάλωση βενζίνης κατά τη διάρκεια της καραντίνας

Κατά μέσο όρο, η ποσότητα αιθάλης στην κατώτερη τροπόσφαιρα στη Νότια και Δυτική Ευρώπη μειώθηκε κατά 41%.

Τις δεκαετίες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εκπομπές αιθάλης στην Ευρώπη ποτέ δεν είχαν μειωθεί τόσο γρήγορα.

Οι ερευνητές αποδίδουν την μεγάλη μείωση σε δύο βασικούς λόγους: στις ήδη τρέχουσες προσπάθειες μείωσης των εκπομπών αιθάλης στη Γερμανία και την Ευρώπη γενικώς, σε ποσοστό που κυμαίνεται μεταξύ 3-9%, αλλά κυρίως στην περιορισμένη κινητικότητα λόγω της πανδημίας, σε ποσοστό 32-38%.

Οι επιστήμονες επισημαίνοτν ότι η αιθάλη κοντά στο έδαφος δεν είναι μόνο ένα επιβλαβές για την υγεία των ανθρώπων τμήμα των αιωρούμενων σωματιδίων, αλλά και ότι συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη, διότι λόγω της σκούρας επιφάνειάς τους θερμαίνονται και εκπέμπουν την θερμότητα. Ωστόσο, σε αντίθεση με τα μακρόβια αέρια του θερμοκηπίου, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, η αιθάλη είναι βραχύβια και παραμένει στην ατμόσφαιρα μόνο για λίγες ημέρες έως εβδομάδες.

Σε σχετική ανακοίνωση του Ινστιτούτου Λάιμπνιτς Τροποσφαιρικής Έρευνας (TROPOS) της Λειψίας η επικεφαλής του τμήματος Αερολυμάτων και Μικροφυσικής Νεφών Μίρα Πέλκερ τονίζει: «Οι μειωμένες εκπομπές αιθάλης μέσω της περιορισμένης καύσης ορυκτών καυσίμων όπως το ντίζελ, ο άνθρακας, το πετρέλαιο ή ακόμα και το ξύλο θα βοηθούσε την υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων σχετικά γρήγορα. Επιπλέον, οι μετρήσεις μας και τα υπολογιστικά μας μοντέλα δείχνουν ότι η λιγότερη αιθάλη στην ατμόσφαιρα συμβάλλει σημαντικά στον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής».

Η ερευνήτρια της ατμόσφαιρας, η οποίο διεξάγει επίσης σχετικές έρευνες και στο Ινστιτούτο Χημείας Mαξ Πλανκ του Μάιντς, ελπίζει ότι «ορισμένες αλλαγές στη συμπεριφορά μας κατά την περίοδο του κορονοϊού, όπως είναι οι περισσότερες τηλεδιασκέψεις και η εργασία από το σπίτι και επομένως οι λιγότερες πτήσεις και τα επαγγελματικά ταξίδια, θα διατηρηθούν. Νομίζω ότι η πανδημία έδωσε ώθηση για την αλλαγή».

Η παραπάνω επιστημονική ομάδα συμμετέχει τώρα σε μια νέα έρευνα στην οποία συμπεριλαμβάνονται επίσης και ψυχολόγοι. Σκοπός της είναι να διαπιστώσει εάν προσφορές όπως είναι το μηνιαίο εισιτήριο των εννέα ευρώ σε όλα τα γερμανικά ΜΜΜ μπορούν πράγματι να οδηγήσουν σε μια μόνιμη αλλαγή στη συμπεριφορά των ανθρώπων στις μετακινήσεις τους. Σύμφωνα πάντως με την Πέλκερ, «εκτός από τη γενική μείωση της κυκλοφορίας, είναι επίσης σημαντικό να δημιουργηθούν κίνητρα για κινητικότητα χαμηλών εκπομπών ρύπων. Οι σημαντικά επιδοτούμενες τοπικές δημόσιες συγκοινωνίες είναι μια σημαντική ώθηση, η επίδραση των οποίων στην ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί πλέον να ποσοτικοποιηθεί».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ