H Kαλαμάτα και η Μεσσηνία θα θυμούνται πάντα την 13η Σεπτεμβρίου του 1986. Είναι η ημέρα που λίγο μετά τις 8 το απόγευμα, σεισμός μεγέθους 6,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ έπληξε την περιοχή σκορπώντας τον τρόμο και τον θάνατο και σοκάροντας με τις τραγικές του συνέπειες ολόκληρη την Ελλάδα.
Σαν να μην έφτανε αυτό δύο ημέρες αργότερα, ένας δεύτερος σεισμός στην περιοχή της Καλαμάτας έσπειρε ακόμα περισσότερο τον πανικό ενώ οδήγησε στην κατάρρευση δεκάδες ετοιμόρροπα από τον προηγούμενο σεισμό κτίρια.
Oι νεκροί θα φτάσουν τους 20, ενώ οι τραυματίες θα ξεπεράσουν τους 300. Εκατοντάδες σπίτια θα καταρρεύσουν ή θα κριθούν ακατάλληλα. Το μικρό χωριό Ελαιοχώρι θα δεχθεί το σφοδρότερο χτύπημα.
Το χτύπημα
Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 15ης Σεπτεμβρίου 1986:
«Πολυώροφα κτίρια ισοπεδώθηκαν και μέχρι στιγμής 112 σπίτια έχουν υποστεί μερική ή ολική καταστροφή, ενώ το 70% των κτιρίων της πόλης έχουν υποστεί επικίνδυνα ρήγματα.
»Το μικρό χωριό Ελαιοχώρι, 15 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της Μεσσηνίας, “διεγράφη” από το χάρτη της περιοχής. Το σύνολο σχεδόν των σπιτιών ισοπεδώθηκαν. Από τα 120 κτίρια της κοινότητας, τα 117 δεν υπάρχουν πλέον.
»Μέχρι στιγμής, έχουν καταμετρηθεί στα γύρω χωριά 160 σπίτια, που κρίνονται ακατάλληλα, μετά τις ζημιές που υπέστησαν από τη δόνηση. (…)
Θα υπήρχαν πολλαπλάσια θύματα
«Είναι σίγουρο ότι τα θύματα του σεισμού θα ήταν πολύ περισσότερα αν δεν υπήρχαν δύο παράγοντες:
– Τη στιγμή που έγινε ο σεισμός 4.000 περίπου Καλαματιανοί βρίσκονταν στο λιμάνι της πόλης για να παρακολουθήσουν τα εγκαίνια της νέας ακτοπλοϊκής γραμμής Καλαμάτας – Κρήτης.
– Ο Εγκέλαδος δεν “έπιασε στον ύπνο” τούς κατοίκους της Καλαμάτας, αφού την ώρα που “χτύπησε” oι περισσότεροι έλειπαν από τα σπίτια τους, στην καθιερωμένη σαββατιάτικη έξοδο.
Μαρτυρίες
«Ήταν 8.25 το βράδυ, όταν η ήσυχη πόλη της Καλαμάτας μετατράπηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, σε κόλαση. Το βουητό και η ισχυρή και παρατεταμένη σεισμική δόνηση που το συνόδευε, σκόρπισαν τον πανικό στους κατοίκους της.
»Έντρομοι, πετάχτηκαν στους δρόμους, ενώ η βλάβη στο δίκτυο της ΔΕΗ βύθισε την πόλη στο σκοτάδι και τα κτίρια άρχισαν να καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα.Παράλληλα, ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης σηκώθηκε, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα.
»Λίγα λεπτά αργότερα, στους δρόμους της πόλης προκλήθηκε κυκλοφοριακό κομφούζιο, αφού χιλιάδες κάτοικοι προσπάθησαν να απομακρυνθούν από την περιοχή προς την ύπαιθρο με τα αυτοκίνητά τους.
»Όσοι έμειναν, κατέφυγαν στα πάρκα, τις πλατείες και τους ανοικτούς χώρους, όπου και διανυκτέρευσαν.
Απεγκλωβισμοί
»Οι προσπάθειες διάσωσης επικεντρώθηκαν από την πρώτη στιγμή σε δύο κτίρια της πόλης: στην πολυκατοικία της οδού Αριστείδου, που είχε καταρρεύσει και εγκλωβίσει αρκετούς ενοίκους της, καθώς και σε διώροφο παλιό κτίριο της οδούς Κολοκοτρώνη 8, όπου είχαν εγκλωβιστεί στα συντρίμμια οι δύο αδελφές Δήμητρα, 16 χρονών και Βούλα Μασουρίδου, 13 χρονών, οι οποίες μετά από πολύωρες σώθηκαν.
(…)
»Μόλις έγινε γνωστή η κατάρρευση της πολυκατοικίας, πυροσβεστικά οχήματα, ασθενοφόρα, γερανοί, εκσκαφείς και ισχυρές δυνάμεις της Αστυνομίας, του Στρατού και της Πυροσβεστικής έφτασαν στην περιοχή.
(…)
»Σχετικά εύκολος ήταν ο απεγκλωβισμός τεσσάρων ατόμων, αμέσως μετά την κατάρρευση, ενώ μέχρι χτες το απόγευμα, τα σωστικά συνεργεία είχαν καταφέρει να απελευθερώσουν μέσα από τους σωρούς των ερειπίων ακόμα επτά ενοίκους. (…)
»Δεν ήταν όμως το ίδιο εύκολη η επιχείρηση διάσωσης των ενοίκων των άλλων ορόφων. Η προσπάθεια των σωστικών συνεργείων στράφηκε κατ’ αρχήν στον εντοπισμό των εγκλωβισμένων. Στο μεταξύ, έξω από την πολυκατοικία είχαν μαζευτεί συγγενείς, φίλοι, γείτονες, αλλά και περίεργοι, οι οποίοι όμως συχνά αντί να βοηθούν εμπόδιζαν τη διάσωση.
Μαρτυρία από την πολυκατοικία της Αριστοδήμου
»Κλαίγοντας ο Γιώργος Μπάκας αφηγείται τις δραματικές στιγμές που πέρασε αυτός και η οικογένειά του.
“Ακούστηκε μια δυνατή βοή. Σαν να έπεσε ατομική βόμβα στην πόλη. Η πολυκατοικία μας κατέρρευσε σαν να ήταν χάρτινη. Από τον τέταρτο όροφο βρεθήκαμε στο ισόγειο. Δεν πρόλαβα να πατήσω το πόδι μου στο κατώφλι του διαμερίσματος της πολυκατοικίας που έμενα στην οδό Αριστοδήμου 27 και μας χτύπησε η συμφορά.
“H πολυκατοικία διπλώθηκε στα δύο. Πάνω μας έπεσαν τα μπάζα από την ταράτσα. Άκουγα τα παιδιά μου να ουρλιάζουν από το φόβο τους και δεν μπορούσα να τα βοηθήσω. Τα πόδια μου είχαν πλακωθεί από τις πέτρες.
“Έκανα προσπάθειες να μετακινήσω τα μπάζα αλλά δεν τα κατάφερα. Τρεις ώρες μείναμε στο σκοτάδι καταπλακωμένοι από τις πέτρες και τα χώματα. Τρεις ώρες, που για μας ήταν αιώνας.
“Kάθε λεπτό που περνούσε, η αγωνία μου μεγάλωνε. Δεν φοβόμουνα για τον εαυτό μου αλλά για τα παιδιά μου. Ο αέρας λιγόστευε. Δεν μπορούσαμε να ανασάνουμε. Αν αργούσαν λίγη ώρα οι στρατιώτες θα πεθαίναμε από ασφυξία. Τέτοιος δυνατός σεισμός δεν είχε ξαναχτυπήσει την Καλαμάτα. Ήταν κάτι τρομερό».