Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια επιθετική ρητορική που έχει ξεπεράσει ως προς την ένταση όλες τις προηγούμενες εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Γιατί παρότι η Τουρκία υιοθέτησε μια «αναθεωρητική» στρατηγική ήδη από τη δεκαετία του 1970, με επίκεντρο τα ζητήματα που αφορούσαν την υφαλοκρηπίδα και την αποφυγή επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων πέραν των 6 μιλίων στο Αιγαίο, στρατηγική στην οποία στη δεκαετία του 1990 και με αποκορύφωμα την κρίση των Ιμίων το 1996 προστέθηκε η διάσταση των «γκρίζων ζωνών», εντούτοις δεν είχε φτάσει μέχρι του σημείου να αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε μεγάλο μέρος των ελληνικών νησιών του Αιγαίου.
Ακόμη και το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών ετίθετο κυρίως ως ένδειξη υποτιθέμενης ελληνικής παραβατικότητας, ενώ τώρα παρουσιάζεται ως λόγος για τον οποίο η Ελλάδα θα έπρεπε να απολέσει την κυριαρχία σε αυτά.
Αντιθέτως, τώρα, για πρώτη φορά σε τέτοια ένταση, έχουμε μια ρητορική η οποία ουσιαστικά φτάνει μέχρι του σημείου να απειλεί με πολεμική επιχείρηση κατά της Ελλάδας, σε περίπτωση που η τελευταία δεν «συμμορφωθεί».
Η Τουρκία απαιτεί να οριοθετεί η ίδια τη σχέση με τη Δύση
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με τον τρόπο που η Τουρκία της εποχής Ερντογάν ορίζει τη θέση της μέσα στον κόσμο. Η σταδιακή εγκατάλειψη του Ευρωπαϊκού στόχου, πιο σωστά της προσπάθειας προσαρμογής στις ευρωπαϊκές νόρμες για να γίνει πιο εύκολη η διαδικασία σύνδεσης, οδήγησε σε μια προσπάθεια διεκδίκησης ενός ρόλου περιφερειακής δύναμης. Αυτός πήρε μια νέα διάσταση στην περίοδο της «Αραβικής Άνοιξης» όταν η Τουρκία θεώρησε ότι μπορούσε να αποκτήσει μια πολύ πιο αναβαθμισμένη θέση τόσο στη Συρία, όσο και αργότερα στη Λιβύη, ενώ παράλληλα προσπάθησε να κάνει πράξη μια αντίληψη «παντουρκισμού» θεωρώντας ότι υπάρχει μια δυνάμει κοινότητα των χωρών με τουρκογενείς πληθυσμούς. Όλα αυτά τροφοδοτήθηκαν από την οικονομική ανάπτυξη της εποχής Ερντογάν που διαμόρφωσε και μια νέα συνθήκη στο εσωτερικό της Τουρκίας, παρά τις μεγάλες αντιφάσεις αυτής της οικονομικής ανάπτυξης. Πλευρά όλων αυτών των εξελίξεων και η επένδυση στην αμυντική βιομηχανία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια κατάσταση διαρκών «προβολών ισχύος».
Αποκορύφωμα όλων αυτών ο τρόπος που χειρίζεται τον πόλεμο στην Ουκρανία όπου ταυτόχρονα υποστηρίζει τις θέσεις της Ουκρανίας, στην οποία μάλιστα έχει πουλήσει μη επανδρωμένα αεροσκάφη και ταυτόχρονα διατηρεί οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, αρνείται να επιβάλλει κυρώσεις και παίρνει διάφορες πρωτοβουλίες, π.χ. για τη μεταφορά του ουκρανικού σιταριού από τα λιμάνια στη Μαύρη Θάασσα.
Προφανώς υπήρξαν και υπάρχουν μεγάλες αντιφάσεις σε αυτές τις επιλογές. Η συγκυρία στην Συρία οδήγησε όχι μόνο στην παράλληλη αναμέτρηση με φαινόμενα όπως το Ισλαμικό Κράτος, αλλά και στο ενδεχόμενο να διαμορφωθεί οιονεί κουρδική κρατική οντότητα στο συριακό έδαφος και στα σύνορα με την Τουρκία. Αυτό με τη σειρά του έχει οδηγήσει στην τακτική συμπόρευση με τη Ρωσία και το Ιράν. Η εμπλοκή στην Λιβύη επίσης την έφερε σε σύγκρουση με δυνάμεις που στήριζαν την άλλη πλευρά. Η άρνηση συμπόρευσης με τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, δημιουργεί προβλήματα στη σχέση με τη Δύση.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι η Τουρκία της εποχής Ερντογάν θεωρεί ότι πλέον αποτελεί μια δύναμη άλλης τάξης μεγέθους στην οποία αναλογεί ένα άλλο είδος «σεβασμού» από τη διεθνή κοινότητα και μια άλλης κλίμακας αναγνώριση των θέσεών της.
Οι εσωτερικές παράμετροι και η στροφή στον εθνικισμό
Η Τουρκία βρίσκεται σε μια μεταβατική φάση ως προς την ίδια της την ταυτότητα. Βαθιά διαιρεμένη ανάμεσα στο ηγεμονικό πρόταγμα του πολιτικού Ισλάμ στην ιδιαίτερη εκδοχή του AKP που συνδυάζει τον ισλαμισμό, με έναν κοινωνικό συντηρητισμό (που δεν είναι ανταγωνιστικός ωστόσο στον μαζικό καταναλωτισμό) και τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, και αυτό που σήμερα είναι η κληρονομιά του κεμαλισμού, και αντιμέτωπη με μια οικονομική κρίση που μπορεί να μετασχηματιστεί σε κοινωνική, δείχνει να καταφεύγει στον εθνικισμό ως συνεκτική ιδεολογία.
Αυτό εξηγεί και τη μετατόπιση και του AKP στην επιθετική εθνικιστική ρητορική που ήταν περισσότερη συνδεδεμένη με τους ακροδεξιούς «Γκρίζους Λύκους» και το MHP.
Σε αυτό έχει συντελέσει και ο τρόπος που το AKP αποφάσισε τελικά να σταθεί στο θέμα του Κουρδικού, επιστρέφοντας σε μια πολύ σκληρή γραμμή, που εκφράζεται και με πολεμικές επιχειρήσεις εκτός συνόρων, τόσο στη Συρία όπου έχει διαμορφωθεί μια ζώνη υπό τουρκικό έλεγχο όσο και στο Ιρακινό Κουρδιστάν.
Το τέλος των προηγούμενων «ισορροπιών»
Ακόμη και όταν η Τουρκία στράφηκε σε πιο επιθετικές πολιτικές, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, υπήρχε πάντοτε ένα ορισμένο όριο.
Αυτό διαμορφωνόταν από τον τρόπο που τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία ήταν ενταγμένες στη «Δύση» και κυρίως στο ΝΑΤΟ και αποδέχονταν τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ στη δυτική συμμαχία.
Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι σε όλη αυτή την περίοδο η αντιπαράθεση των δύο χωρών, που ορισμένες φορές έφτασε κοντά στα όρια του «θερμού επεισοδίου», είχε ως ορίζοντα τελικά την παρέμβαση και μεσολάβηση των ΗΠΑ. Ήταν ως το ερώτημα να είναι πώς η παρέμβαση των ΗΠΑ για να αποφευχθεί η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης δύο χωρών που είναι τμήμα της δυτικής συμμαχίας, τελικά θα ευνοούσε περισσότερο την Τουρκία και θα της επέτρεπε να κατοχυρώσει θέσεις.
Αυτό πια δείχνει να μην υπάρχει στον ορίζοντα. Η Τουρκία σε ορισμένες περιπτώσεις δείχνει να επιλέγει μια επιθετική ρητορική που προλειαίνει το έδαφος ώστε να επιβάλει η ίδια με τους δικούς της όρους τις επιλογές της και όχι απλώς για να προκαλέσει μια θετική για αυτήν μεσολάβηση. Και αυτό είναι ένα ποιοτικά νέο στοιχείο.
Με έναν τρόπο, πλέον η Τουρκία δεν δείχνει να θέλει να έχει μια παρέμβαση της Δύσης υπέρ της. Κυρίως προσπαθεί να κατοχυρώσει το δικαίωμα, εάν το αποφασίσει, να επιβάλει όρους και η Δύση να τους αποδεχτεί.
Αυτό φυσικά το κάνει δοκιμάζοντας ουσιαστικά τα όρια αντοχής της Δύσης, παραμένοντας αναντικατάστατο τμήμα της. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία διαθέτει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, έχει παίξει ρόλο στην Ουκρανία, δοκιμάζει – την ίδια στιγμή που σε άλλα επίπεδα διατηρεί συνεργασία – ακόμη και να παρέμβει σε περιοχές της ρωσικής «ζώνης ευθύνης» όπως ο Καύκασος. Επιπλέον, είναι μια χώρα την οποία οι ΗΠΑ ειδικά δεν έχουν την πολυτέλεια να συγκαταλέγουν στους αντιπάλους τους, μια που αυτό θα σήμαινε έναν εντελώς διαφορετικό συσχετισμό.
Και βέβαια η Τουρκία διαβάζει τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου ως μετάβαση σε έναν κόσμο περισσότερο «πολυπολικό», έναν κόσμο όπου η Δύση θα αναγκάζεται να συνεργάζεται με χώρες που δεν θα συστρατεύονται πλήρως μαζί τους. Το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός χωρών, που διατηρούν καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και τη Δύση, από την Αίγυπτο και τις Μοναρχίες του Κόλπου έως την Ινδία έχουν αποφύγει τις κυρώσεις σε βάρος τη Ρωσίας είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικό. Άλλωστε, παρότι ο Ερντογάν έχει απορρίψει τις ανοιχτά «ευρασιατικές» απόψεις που καλούσαν σε μια πιο συνολική ρήξη με τη Δύση και στροφή στη συνεργασία με τη Ρωσία και την Κίνα, εντούτοις δεν έχει κρύψει την επιθυμία να συντονιστεί με τις οικονομικές πλευρές της «ευρασιατικής ολοκλήρωσης», όπως αποτυπώνεται και στη δήλωση του Ερντογάν ότι θα συμμετέχει στην σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης που θα γίνει στη Σαμαρκάνδη στις 15-16 Σεπτεμβρίου 2022.
Η αντίληψη της Ελλάδας ως στρατηγικής αντιπάλου
Η νέα τουρκική επιθετικότητα κατά της Ελλάδας δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί απλώς με τρόπο «εργαλειακό» και υπερβαίνει κατά πολύ ερωτήματα όπως αυτά των εξορύξεων και των δικαιωμάτων στα κοιτάσματα υδρογονανθράκων της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η Τουρκία δείχνει να θεωρεί ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα αποτελεί δυνητικό εμπόδιο στις δικές της προβολές ισχύος. Η τουρκική κυβέρνηση δείχνει να πιστεύει ότι η Ελλάδα αξιοποιεί τη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και τις σχέσεις της με έναν τμήμα του αμερικανικού πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου για να εμποδίσει την Τουρκία να ξεδιπλώσει πλήρως τη δυναμική της εξωτερικής πολιτικής και να διεκδικήσει τη θέση που της αναλογεί. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό στο πώς η Τουρκία για παράδειγμα έχει αντιδράσει στις παρεμβάσεις της ελληνικής πλευράς προς το Κογκρέσο, συμπεριλαμβανομένης και της ομιλίας του έλληνα πρωθυπουργού, που ζητούν από τις ΗΠΑ να μην προχωρήσουν στην αναβάθμιση των F-16 και σε άλλες σημαντικές συμφωνίες πολεμικών εξοπλισμών με την Τουρκία, όσο η τελευταία διατηρεί μια επιθετική στάση.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί είναι τόσο έντονη η τουρκική ρητορική απέναντι στην Ελλάδα, καθώς η Τουρκία αφενός εγείρει μεγαλύτερες αξιώσεις απέναντι στην Ελλάδα και ταυτόχρονα θέλει να κάνει την Ελλάδα να μην αποτελεί πρόσκομμα στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, με τον τρόπο που η Τουρκία θέλει σήμερα να τις ορίσει.
Προφανώς και ανάλογα με την περίσταση κυριαρχεί είτε η εσωτερική διάσταση, αυτή που αφορά το εσωτερικό πολιτικό ακροατήριο, είτε η εξωτερική, αυτή που αφορά την προσπάθεια της Τουρκίας να εξασφαλίσει την αναγνώριση που διεκδικεί. Και προφανώς κατά περίπτωση θα υπάρχουν τακτικές επιλογές ως προς το εάν η ρητορική θα δοκιμάσει να πάρει και πιο υλική μορφή.