Η Ιταλία συγκαταλέγεται, δίχως αμφιβολία, στα μεγαθήρια της Ευρώπης. Κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας του πληθυσμού της, που με 60 εκατ. αντιπροσωπεύει το 13% του συνολικού των «27» της ΕΕ, αλλά και λόγω του μεγέθους και της σημασίας της οικονομίας της.
Το ΑΕΠ της Ιταλίας είναι της τάξης των 1,9 τρισ. ευρώ – ήτοι, σχεδόν το 14% της οικονομίας της ευρωζώνης. Όσο για το δημόσιο χρέος της, υπολογίζεται σε 2,77 τρισ. ευρώ και ξεπερνά το 150% του ΑΕΠ της – αντιστοιχώντας, παράλληλα, περίπου στο ένα τέταρτο του συνόλου των κρατών της ευρωζώνης.
Καταστρώνουν πυρετωδώς σενάρια
Έτσι, οι εκλογές της ερχόμενης Κυριακής και το αποτέλεσμά τους, που όλα δείχνουν ότι θα σηματοδοτήσουν μια πολιτική ανατροπή για τη χώρα, αναγκάζουν τα ευρωπαϊκά και κυβερνητικά επιτελεία, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς και τους μεγάλους επενδυτές και «παίκτες» που διαμορφώνουν την εικόνα των αγορών να εργάζονται εντατικά.
Σκοπός τους είναι να καταστρώσουν εναλλακτικά σενάρια για το πώς θα είναι η επόμενη ημέρα μετά την αποχώρηση του «δικού τους» Μάριο Ντράγκι από τη διακυβέρνηση. Και πώς θα αντιδράσουν απέναντι στις πιθανές πολιτικές που θα εφαρμόσει η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι, η οποία είναι το αδιαφιλονίκητο φαβορί για τη νίκη.
«Μπορεί η ευρωζώνη να αισθάνεται ασφαλής με τις πατριωτικές οικονομικές θέσεις της Τζόρτζια Μελόνι;», είναι το ερώτημα που θέτει το Politico στη σχετική του ανάλυση. «Αυτή είναι η γυναίκα η οποία προκαλεί ανασφάλεια σε επενδυτές και αγορές, καθώς η Ιταλία μετατρέπεται σε παράγοντα κινδύνου», σημείωνε πρόσφατα η γερμανική Handelsblatt.
Πέντε κρίσιμα ερωτήματα
Από την πλευρά του, το Reuters θέτει πέντε θεμελιώδη ερωτήματα αναφορικά με τη (διαφαινόμενη) νέα κυβέρνηση της Ιταλίας και την πολιτική που θα ακολουθήσει: Πώς θα αντιδράσουν οι αγορές; Μπορεί να αναθεωρηθεί το σχέδιο της ΕΕ για τη χρηματοδότηση της Ιταλίας; Τι θα σημάνει η νέα κυβέρνηση για το ιταλικό χρέος; Μπορεί η ΕΚΤ να ενεργοποιήσει το νέος της εργαλείο; Και, τέλος, ποιες θα είναι οι συνέπειες για τις τράπεζες της Ιταλίας;
Τι μπορεί, λοιπόν, να αναμένει κανείς σε σχέση με όλα τα παραπάνω ζητήματα που τίθενται;
«Πιστεύουμε, σε γενικές γραμμές, ότι μια κυβέρνηση υπό την Μελόνι θα αρχίσει τη θητεία της με στόχο να ενισχύσει την αξιοπιστία της, προσπαθώντας να αποφύγει συγκρούσεις με τα βασικά μέλη της ευρωζώνης και τους θεσμούς της ΕΕ. Το κατά πόσο αυτή η τάση θα διαρκέσει θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της εικόνας στην οικονομία και την απάντηση της ΕΕ», σημειώνει σε έκθεσή του ο όμιλος ING, που αφήνει πρακτικά ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.
Ήπια η αρχή, άγνωστη η συνέχεια
Η αλήθεια είναι πως η παραπάνω εκδοχή κυριαρχεί για την ώρα. Κι αυτό οφείλεται στην ίδια την Μελόνι η οποία, αφενός, έχει διαβεβαιώσει σε όλους τους τόνους ότι δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της Ιταλίας στην ΕΕ και την ευρωζώνη, ενώ, αφετέρου, έχει απορρίψει τη γραμμή «δώστα όλα» που προτάσσει ο σύμμαχός της, Ματέο Σαλβίνι. Επίσης, έχει εντάξει στις γραμμές της πρόσωπα με σημαντική θητεία σε προηγούμενες κυβερνήσεις – όπως ο Τζούλιο Τρεμόντι, επί τέσσερις φορές υπουργός Οικονομικών με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η μέχρι στιγμής στάση της μοιάζει να έχει αποτρέψει ακραίες αντιδράσεις και δημόσιες προειδοποιήσεις από την πλευρά των Βρυξελλών (ή του Βερολίνου). Παράλληλα, έχει αναγκάσει και τους γνωστούς «σορτάκηδες» τον αγορών να είναι εξαιρετικά επιφυλακτικοί, όπως δείχνουν τα υπάρχοντα στοιχεία, καθώς δεν είναι βέβαιο εάν ένα ποντάρισμα στην κατάρρευση της ιταλικής οικονομίας (πιθανώς και της ευρωζώνης) θα τους φέρει κέρδη ή να οδηγήσει σε μεγάλη χασούρα.
Τα σύννεφα, όμως, είναι ορατά στον ορίζοντα. Για του λόγου το αληθές, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του ιταλικού δημοσίου έχουν φτάσει στο επίπεδο του 4% – από 0,62% που ήταν το καλοκαίρι του 2021 – για πρώτη φορά μετά το τέλος του 2013. Σημαντική αύξηση παρουσιάζει και το spread έναντι των γερμανικών ομολόγων, που διευρύνεται διαρκώς. Ουδείς, τέλος, μπορεί να μην δώσει σημασία στην υποβάθμιση των προοπτικών της ιταλικής οικονομίας από την Moody’s και την S&P, που μπορεί να εκληφθεί ως προειδοποιητική βολή.
Ακροβάτης στο πολιτικό σκοινί
Η Μελόνι θα κληθεί, λοιπόν, εφόσον γίνει πρωθυπουργός, να επιτύχει σε ένα παιχνίδι πολύ λεπτών και επικίνδυνων πολιτικών και οικονομικών ισορροπιών. Από τη μία, θα προσπαθήσει να μην έρθει σε απευθείας ρήξη ούτε με τους εταίρους της Ιταλίας στην ΕΕ ούτε με εκείνους στην κυβέρνησή της – και κυρίως τον Σαλβίνι, ο οποίος… το φυσάει και δεν κρυώνει που δεν κατάφερε να γίνει αυτός πρωθυπουργός. Από την άλλη, θα κληθεί να εξισορροπήσει τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις εκείνων που την ψήφισαν και των οικονομικά ισχυρών της Ιταλίας από τους οποίους γνωρίζει ότι εξαρτάται η μακροημέρευσή της – κάτι διόλου εύκολο, όπως δείχνει και η εμπειρία.
Το σίγουρο είναι ότι ο μήνας του μέλιτος – εάν υπάρξει – θα είναι πολύ σύντομος. Μέχρι το τέλος του έτους, άλλωστε, δηλαδή μέσα στους επόμενους δύο μήνες πρακτικά, η Μελόνι θα κληθεί να καταστρώσει τον προϋπολογισμό του 2023, αποτυπώνοντας σε αυτόν τις βασικές της προτεραιότητες – χωρίς, παράλληλα, να διακινδυνεύσει τη στήριξη των Βρυξελλών.
Στο ίδιο διάστημα, ουσιαστικά, θα αναγκαστεί να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς εννοεί κάνοντας λόγο για αναθεώρηση των στόχων που περιλαμβάνει το εθνικό σχέδιο το οποίο θα χρηματοδοτηθεί με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης – τα οποία, όπως είναι γνωστό, για την Ιταλία φτάνουν συνολικά (επιχορηγήσεις και δάνεια με ευνοϊκούς όρους) στα 200 δισ. ευρώ.
Τι σημαίνει το «Πρώτα η Ιταλία»
Εξίσου βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι το βασικό σύνθημα που θα προσπαθήσει να υπηρετήσει είναι το «πρώτα η Ιταλία». Αυτός ο οικονομικός πατριωτισμός σημαίνει, πρακτικά, ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να προασπίσει τους στρατηγικούς τομείς (όπως η ενέργεια) και επιχειρήσεις-κλειδιά (όπως η Alitalia, η Telecom Italia και τα ναυπηγεία) από ξένες «επιθέσεις», ακόμη κι αν αυτές προέρχονται από Ευρωπαίους και κυρίως Γάλλους και Γερμανούς.
Με ενδιαφέρον αναμένεται, επίσης, η θέση της αναφορικά με τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάκαμψης της ΕΕ. Αν και, θεωρητικά, η θέση της Ρώμης είναι πολύ κοντά με εκείνη του Παρισιού, μένει να αποδειχθεί εάν η Μελόνι θα κατορθώσει να συνεργαστεί αρμονικά με τον Εμανουέλ Μακρόν, καθώς είναι γνωστό ότι έχει αντιταχθεί στο σύμφωνο φιλίας που υπέγραψε με τον Ντράγκι.
Η Μελόνι και τα «κακά παιδιά» της ΕΕ
Στο επίκεντρο θα βρεθεί, ταυτόχρονα, η στάση της απέναντι σε κυβερνήσεις της ΕΕ που χαρακτηρίζονται ως «κακά παιδιά», όπως του Βίκτορ Ορμπάν και του Fidesz στην Ουγγαρία και του PiS στην Πολωνία. Πολύ περισσότερο καθώς φαίνεται να υπάρχει ιδεολογική συγγένεια ανάμεσα στα Αδέλφια της Ιταλίας με τα παραπάνω κόμματα.
Μια συγγένεια, μάλιστα, η οποία δεν περιορίζεται στη στάση απέναντι στην ΕΕ και το «διευθυντήριο» των Βρυξελλών, αλλά αφορά και «καυτά» κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι το δικαίωμα στην ελεύθερη άμβλωση, τους ομόφυλους γάμους και, φυσικά, τους πρόσφυγες και μετανάστες.
Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι απολύτως δικαιολογημένη η αγωνία με την οποία αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι την παρουσία της Μελόνι στο τιμόνι της Ιταλίας. Ειδικά καθώς από την επιτυχία ή την αποτυχία της θα κριθούν πολλά για τα επόμενα χρόνια – ίσως και το πολιτικό και οικονομικό μέλλον της Ευρώπης.