Ο Ιρλανδός ροκ σταρ αποκάλυψε την οδύνη του όταν επισκέφθηκε τη μητέρα του στο νεκροκρέβατο σε νοσοκομείο του Δουβλίνου, αφού έπαθε ανεύρυσμα όταν αυτός ήταν 14 ετών.
Διαβάστε επίσης: Ο Μπόνο γράφει στα ΝΕΑ: «Ενα νέο σχέδιο Μάρσαλ για τους πρόσφυγες»
Σε ένα απόσπασμα που δημοσιεύτηκε στο New Yorker από τα επερχόμενα απομνημονεύματά του «Surrender: 40 Songs, One Story», ο frontman των U2 θυμάται ότι η μητέρα του, Άιρις Χιούσον κατέρρευσε στην κηδεία του πατέρα της, το 1974, και πέθανε μόλις λίγες ημέρες αργότερα, ενώ «δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ γι’ αυτήν» στο σπίτι που μοιραζόταν με τον πατέρα του, Μπομπ, και τον μεγαλύτερο αδελφό του, Νόρμαν.
«Υπάρχει και χειρότερο από αυτό. Σπάνια τη σκεφτόμασταν, πλέον. Ήμασταν τρεις Ιρλανδοί άνδρες και συνειδητά αποφεύγαμε τον πόνο που ξέραμε ότι θα ερχόταν με το να τη σκεφτούμε ή να μιλήσουμε γι’ αυτήν».
Ο 62χρονος τραγουδιστής, κατά κόσμον Πολ Ντέιβιντ Χιούσον, αποδίδει εδώ και καιρό την «τρύπα στην καρδιά του» που άφησε η μητέρα του στην επιθυμία του να γίνει ροκ σταρ. Ως οργισμένος έφηβος, στράφηκε στη μουσική για να αντιμετωπίσει τη θλίψη, λέει. Πολλά τραγούδια των U2 αναφέρονται στο θάνατο ή την απουσία της μητέρας του, όπως τα I Will Follow, Tomorrow, Out of Control, Mofo και Iris (Hold Me Close).
Στο απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του, του οποίου κάθε κεφάλαιο έχει πάρει το όνομα ενός τραγουδιού των U2, ο Μπόνο γράφει με αγάπη για τις τελετουργίες του κυριακάτικου πρωινού εκκλησιασμού που φυσικά, προέκυψαν από την ύπαρξη ενός καθολικού πατέρα και μιας προτεστάντισσας μητέρας.
«Η οικογένεια Ράνκιν είναι επιρρεπής στο ανεύρυσμα του εγκεφάλου. Από τις πέντε αδελφές Ράνκιν, οι τρεις πέθαναν από ανεύρυσμα. Συμπεριλαμβανομένης της Άιρις, της μητέρας μου».
Ο Μπόνο περιγράφει λεπτομερώς την αναστάτωση στην κηδεία του παππού του, αφού η μητέρα του κατέρρευσε στον τάφο. «Εντοπίζω τον πατέρα μου να κουβαλάει τη μητέρα μου στην αγκαλιά του μέσα στο πλήθος. Βιάζεται να την πάει στο νοσοκομείο» θυμάται.
«Η Άιρις έχει λιποθυμήσει. Η Άιρις έχει λιποθυμήσει. Οι φωνές των θείων και των ξαδέρφων μου πνέουν σαν αεράκι ανάμεσα στα φύλλα. Θα γίνει καλά, απλά λιποθύμησε».
«Παρόλο που ήταν η κηδεία του παππού και παρόλο που η Άιρις λιποθύμησε, εμείς παραμέναμε παιδιά, μαζί με τα ξαδέρφια μας τρέχουμε και γελάμε. Μέχρι που η Ρουθ, η μικρότερη αδελφή της μητέρας μου, εισβάλλει από την πόρτα. Η Άιρις πεθαίνει. Έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο».
«Όλοι συνωστίζονται γύρω της. Η Άιρις είναι μία από τα οκτώ παιδιά, πέντε κορίτσια και τρία αγόρια. Κλαίνε, θρηνούν, παλεύουν να σταθούν όρθιοι. Κάποιος συνειδητοποιεί ότι είμαι κι εγώ εκεί. Είμαι δεκατεσσάρων ετών και παράξενα ήρεμος. Λέω στις αδελφές και τα αδέλφια της μητέρας μου ότι όλα θα πάνε καλά».
«Τρεις ημέρες αργότερα ο Νόρμαν και εγώ μεταφερθήκαμε στο νοσοκομείο για να την αποχαιρετήσουμε. Είναι ζωντανή, αλλά με δυσκολία… Η Ρουθ βρίσκεται έξω από το δωμάτιο του νοσοκομείου, κλαίγοντας, μαζί με τον πατέρα μου, τα μάτια του οποίου έχουν λιγότερη ζωή από τα μάτια της μητέρας μου. Μπαίνω στο δωμάτιο σε κατάσταση πολέμου με το σύμπαν, αλλά η Άιρις μοιάζει ειρηνική. Είναι δύσκολο να καταλάβω ότι ένα μεγάλο μέρος της έχει ήδη φύγει. Κρατάμε το χέρι της».
Ο Μπόνο λέει ότι αν και έχει «πολύ λίγες αναμνήσεις από τη μητέρα μου», το τρανταχτό γέλιο της ηχογράφησε την παιδική του ηλικία, «το χιούμορ της μαύρο σαν τις σκούρες μπούκλες της».
Ενώ ο πατέρας του είχε πάθος για την όπερα, ο Μπονο λέει ότι ως παιδί οι γονείς του δεν ενθάρρυναν το ενδιαφέρον του για τη μουσική. «Η μητέρα μου με άκουσε να τραγουδάω δημόσια μόνο μία φορά. Έπαιξα τον Φαραώ στο μιούζικαλ «Joseph and the Amazing Technicolor Dreamcoat» του Andrew Lloyd Webber. Στην πραγματικότητα ήταν ο ρόλος ενός μιμητή του Έλβις, οπότε αυτό έκανα. Ντυμένος με ένα από τα λευκά παντελόνια της μητέρας μου με μερικές ασημένιες πούλιες κολλημένες πάνω του, κούρδισα τα χείλη μου και ξεσήκωσα το θέατρο. Η Άιρις γελούσε και γελούσε. Φαινόταν έκπληκτη που μπορούσα να τραγουδήσω, που ήμουν μουσικός».
Μετά τον θάνατο της Άιρις, ο Μπόνο γράφει τη δική του όπερα, με τίτλο «Cedarwood Road».
«Τρεις άντρες που συνήθιζαν να φωνάζουν στην τηλεόραση, τώρα φωνάζουν ο ένας στον άλλο. Ζούμε μέσα στην οργή και τη μελαγχολία, στο μυστήριο και το μελόδραμα. Το θέμα της όπερας είναι η απουσία μιας γυναίκας που ονομάζεται Άιρις, και η μουσική διογκώνεται για να μείνει η σιωπή που τυλίγει το σπίτι και τους τρεις άνδρες – ένας από τους οποίους είναι μόλις ένα μικρό αγόρι».
Ο τραγουδιστής γράφει επίσης για την άτυχη χρονιά του στο γυμνάσιο St Patrick’s Cathedral από την ηλικία των 11 ετών, όπου έκανε μια φάρσα στην καθηγήτρια ισπανικών του, Μπίντι, ρίχνοντας «σκατά σκύλου στο κουτί με το κολατσιό της» όταν έτρωγε σε ένα παγκάκι στο πάρκο.
«Όπως ήταν αναμενόμενο, στο τέλος του τετραμήνου η Μπίντι ήθελε να βγάλει από τα πόδια της αυτό το μικρό σκατό που πετούσε σκατά και μου πρότειναν να αλλάξω σχολείο, θα είσαι πιο ευτυχισμένος αλλού, μου είπαν. Τον Σεπτέμβριο του 1972 γράφτηκα στο Mount Temple Comprehensive School».
Εκεί, σε ένα «μη θρησκευτικό, εκπαιδευτικό πείραμα» ο Μπόνο γνώρισε τους Adam Clayton, Larry Mullen Jr και David Evans (γνωστός και ως The Edge), με τους οποίους δημιούργησε τους U2 το 1976.
Μιλώντας στην εκπομπή Desert Island Discs του BBC Radio 4 τον Ιούνιο, ο Μπόνο αποκάλυψε ότι έχει έναν ετεροθαλή αδελφό, ο οποίος γεννήθηκε αφού ο πατέρας του είχε δεσμό ενώ η μητέρα του ήταν ακόμα ζωντανή.
Ο Μπόνο είπε ότι αργότερα αμφισβήτησε τον πατέρα του. «Τον ρώτησα αν αγαπούσε τη μητέρα μου, μου είπε ναι και έτσι τον ρώτησα πώς γίνεται τότε να ήταν με την άλλη γυναίκα και μου είπε ότι γίνεται δυστυχώς και ότι προσπαθούσε να το διορθώσει, να κάνει το σωστό. Δε ζήτησε συγγνώμη, απλώς είπε ότι αυτά είναι τα γεγονότα. Έχω ηρεμήσει πλέον μέσα μου με αυτό».
Ο πατέρας του Μπόνο πέθανε το 2001.
*Με στοιχεία από theguardian.com