Τα κύρια θέματα στα πρωτοσέλιδα των ευρωπαϊκών και λοιπών εφημερίδων και τις ιστοσελίδες ασχολούνται με τον θρίαμβο της Τζόρτζια Μελόνι στις εκλογές της Κυριακής και με την επόμενη ημέρα: Τι θα συμβεί, δηλαδή, στην Ιταλία και την ΕΕ όταν η ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας αναλάβει την πρωθυπουργία.
Δικαίως, από πολλές απόψεις. Άλλωστε, όπως θα πουν οι περισσότεροι, αυτό που τελικά ενδιαφέρει είναι οι άνθρωποι που ασκούν την εξουσία και οι πολιτικές που εφαρμόζουν. Όλα τα άλλα περνούν σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα, ειδικά μετά την απομάκρυνση από το… ταμείο, δηλαδή την κάλπη!
Η κρυφή «ψήφος»
Μόνο που οι Ιταλοί δεν επέλεξαν μόνο ένα τρόπο για να «μιλήσουν» σε αυτές τις εκλογές, αλλά δύο: Αφενός, ψηφίζοντας την Μελόνι και το κόμμα της – και αποδοκιμάζοντας όλους τους άλλους. Αφετέρου, απέχοντας μαζικά από τη διαδικασία, όπως μαρτυρά το υψηλό ποσοστό αποχής, το οποίο έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ, πρωτόγνωρα για την Ιταλία.
Μια σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές, του 2018, μαρτυρά του λόγου το αληθές. Τότε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, είχε προσέλθει στις κάλπες σχεδόν το 73%. Αυτή τη φορά, αντιθέτως, συμμετείχε στη διαδικασία μόλις το 64%, ποσοστό δηλαδή κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο.
Με άλλα λόγια: Σχεδόν 5 εκατομμύρια Ιταλοί επέλεξαν να μην περάσουν καν από το «ταμείο». Κι αυτό μπορεί να συνέβη για δύο λόγους: Είτε διότι οι (πολιτικοί) λογαριασμοί τους είναι άδειοι και δεν ασχολούνται πλέον με αυτούς. Είτε επειδή θεώρησαν ή φοβήθηκαν ότι υπάρχει σοβαρή περίπτωση να τους κλέψουν – όχι φυσικά τα χρήματα, αλλά την ψήφο τους.
Χώρα σε κρίση διαρκείας
Το πιθανότερο σενάριο είναι το δεύτερο. Ειδικά εάν γνωρίζει κανείς την ιστορική πορεία της Ιταλίας, η οποία οδεύει από απογοήτευση σε απογοήτευση και βλέπει τα οράματα και τις ελπίδες να διαψεύδονται διαδοχικά – όπως πολύ εύστοχα γράφει σε ανάλυσή του ο Γ. Καπόπουλος – τότε ασφαλώς σε αυτή την πλευρά θα στρέψει την προσοχή του.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι με βάση τους συσχετισμούς που καταγράφηκαν, ακόμη και στην περίπτωση που η συμμετοχή παρέμενε στα ίδια επίπεδα με το 2018, το πιθανότερο είναι ότι η Μελόνι θα γινόταν και πάλι πρωθυπουργός. Η διαφορά, άλλωστε, του δεξιού-ακροδεξιού συνασπισμού από εκείνον της Κεντροαριστεράς είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν ανατρέπεται εύκολα.
Επιπλέον, η σύγκριση των ποσοστών των κομμάτων με εκείνα των προηγούμενων εκλογών αποδεικνύει πως τα Αδέλφια της Ιταλίας κατάφεραν κυριολεκτικά να λεηλατήσουν όλα τα άλλα κόμματα.
Πράγματι, το Κίνημα 5 Αστέρων του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε, η Λίγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι και η Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι είδαν το ποσοστό τους να μειώνεται σχεδόν κατά 50% και τις ψήφους τους ακόμη περισσότερο. Μοναδική εξαίρεση ήταν οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι διατήρησαν μεν σταθερό ποσοστό, της τάξης του 19%, αλλά έχασαν ταυτόχρονα εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους.
Η κοινωνική «λάβα» αναζητεί διέξοδο
Παρ’ όλα αυτά, το να αγνοήσει κανείς την «έκρηξη» της αποχής θα αποτελούσε τεράστιο πολιτικό σφάλμα. Διότι εάν ισχύει ότι μεγάλο μέρος των Ιταλών θεωρεί ότι του κλέβουν συστηματικά την ψήφο και μετά τις εκλογές ουδείς ασχολείται με τα πραγματικά προβλήματα, τότε αργά ή γρήγορα θα κάνουν την εμφάνισή τους και άλλα «τέρατα», πολύ πιο φρικιαστικά από την ακροδεξιά Μελόνι με το πλατύ χαμόγελο.
Κι αυτό, φυσικά, είναι κάτι που δεν ισχύει μόνο για την Ιταλία, αλλά και για πολλές ακόμη χώρες της Ευρώπης, στην οποία δεν ταιριάζει το αμερικανικό μοντέλο των δύο εναλλασσόμενων πόλων στη διακυβέρνηση.
Εάν οι πολίτες δεν καταφέρουν να ακουστούν και να εκφραστούν μέσα από τα υπάρχοντα κόμματα και τις θεσμικές διαδικασίες, τότε αναμφίβολα θα αναζητήσουν άλλους τρόπους. Η κοινωνική «λάβα» που κυλά υπογείως θα αναζητήσει ρωγμές για να βγει στην επιφάνεια. Εάν αυτό συμβεί, ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει τη διάρκεια και τις συνέπειες.