Πολύ κοντά στο οριστικό τέλος πλησιάζουν οι συνεχείς εφέσεις που είχε καταθέσει η τουρκική κυβέρνηση, με στόχο να ανατρέψει τις αποφάσεις που είχε λάβει η αμερικανική δικαιοσύνη για τις βιαιοπραγίες που είχαν εκδηλωθεί εναντίον διαδηλωτών στην Ουάσιγκτον.
Υπενθυμίζεται ότι το 2017, οι άνδρες της ασφάλειας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχαν επιτεθεί και χτυπήσει βίαια ειρηνικούς διαδηλωτές, που βρίσκονταν έξω από την κατοικία του Τούρκου πρέσβη και, στη συνέχεια, είχαν εμπλακεί σε αψιμαχίες με το προσωπικό της αμερικανικής μυστικής αστυνομίας.
Η τουρκική πλευρά είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς είχε ζητήσει να επανεξεταστούν οι αποφάσεις που είχε λάβει τόσο το Περιφερειακό Δικαστήριο της Ουάσιγκτον όσο και το Εφετείο, τα οποία είχαν αποφανθεί ότι η βία που ασκήθηκε από το προσωπικό ασφαλείας του Τούρκου προέδρου δεν χρήζει ασυλίας και συνεπώς τα αμερικανικά δικαστήρια διαθέτουν την απαραίτητη δικαιοδοσία για να εκδικάσουν τις αγωγές που έχουν ασκηθεί.
Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τη βάση του νομικού επιχειρήματος της Τουρκίας και εισηγήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω του νομικού της εκπροσώπου, να απορρίψει αυτό το αίτημα και να ανοίξει έτσι τον δρόμο για την εκδίκαση της υπόθεσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με νομικούς κύκλους η σημερινή (29/9) γνωμοδότηση της νομικής εκπροσώπου θεωρείται πως θα παίξει καθοριστικό ρόλο και θα ληφθεί σοβαρά υπόψιν από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αναμένεται ότι σύντομα θα εκδώσει την τελική του απόφαση.
Στο σκεπτικό που παρουσιάζει στην απόφασή της, η νομική εκπρόσωπος των ΗΠΑ, Ελίζαμπεθ Πρέλογκαρ, σημειώνει ότι «τα γεγονότα που διαπιστώθηκαν από το Περιφερειακό Δικαστήριο και έγιναν αποδεκτά από το Εφετείο των ΗΠΑ αποδεικνύουν ότι το τουρκικό προσωπικό ασφαλείας χρησιμοποίησε βία, που υπερβαίνει κάθε αντίληψη της προστατευτικής λειτουργίας του. Ως εκ τούτου, η χρήση βίας δεν προστατεύεται από την εξαίρεση του FSIA (Foreign Sovereign Immunities Act)».
Υπό αυτό το πρίσμα, η νομική εκπρόσωπος υποστηρίζει ότι το Εφετείο κατέληξε στο σωστό συμπέρασμα και συνεπώς η απόφασή του δεν δικαιολογεί επανεξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Συνεχίζοντας το σκεπτικό της, η νομική εκπρόσωπος αντέκρουσε ακόμα ένα επιχείρημα της τουρκικής πλευράς, το οποίο προέβαλε το σκεπτικό ότι μια τέτοια απόφαση θα έχει αρνητικές συνέπειες για τις διεθνείς σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ωστόσο, η εκπρόσωπος έκρινε ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση είναι λανθασμένη, καθώς όπως υπογράμμισε «οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμούν τη σχέση τους με την Τουρκία, σύμμαχο του ΝΑΤΟ, και έχουν πρωταρχικό συμφέρον να προστατεύσουν τους διπλωμάτες και τους ανώτερους αξιωματούχους τους που ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Όμως, η απόφαση δεν υπονομεύει αυτά τα συμφέροντα. Η απόφαση συνάδει με άλλες αποφάσεις, στις οποίες τα δικαστήρια των ΗΠΑ έκριναν ότι τα ξένα κράτη δεν δικαιούνται κυρίαρχη ασυλία για αδικοπραξίες, που περιλαμβάνουν τη χρήση βίας στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Εάν τελικώς το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετήσει την απόφαση της νομικής εκπροσώπου των ΗΠΑ, Ελίζαμπεθ Πρέλογκαρ, και απορρίψει την προσφυγή της τουρκικής κυβέρνησης, αυτό πρακτικά θα σημαίνει ότι η υπόθεση θα εκδικαστεί κανονικά, καθώς η Τουρκία θα έχει εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα νομοθετικά εργαλεία για την ανατροπή των προηγούμενων αποφάσεων.
Την νομική εκπροσώπηση των διαδηλωτών ενάντια στην τουρκική κυβέρνηση έχει αναλάβει ο ομογενής δικηγόρος, Ανδρέας Άκαρας.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η μήνυση κατατέθηκε από Αμερικανούς πολίτες εναντίον όχι φυσικών προσώπων, αλλά εναντίον του τουρκικού κράτους.
Από την πλευρά της, η Τουρκία υποστήριξε ότι χρήζει ασυλίας και συνεπώς το συγκεκριμένο περιστατικό δεν μπορεί να τεθεί στη κρίση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον.
Σε πρωτόδικο επίπεδο, το Περιφερειακό Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της ασυλίας. Η τουρκική πλευρά, όμως, άσκησε έφεση με βασικό επιχείρημα ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες έγιναν για λόγους προστασίας του προέδρου, ο οποίος βρισκόταν στα σκαλιά της πρεσβευτικής κατοικίας.
Με δεδομένο ότι η υπόθεση αφορούσε στην εμπλοκή μιας ξένης κυβέρνησης, οι δικαστές ζήτησαν τη γνωμοδότηση των τριών αρμόδιων κυβερνητικών υπηρεσιών (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μυστική Αστυνομία).
Στη συνέχει, ακολούθησε η κοινή γνωμοδότηση που κατατέθηκε με υπόμνημα στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Ουάσιγκτον.
Σε αυτό το κείμενο, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης, σε συνεργασία με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και την μυστική αστυνομία, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν πληροί τα κριτήρια της ασυλίας που προβλέπεται στον νόμο «Foreign Sovereign Immunities Act» (FSIA).
Αιτιολογώντας το σκεπτικό τους, οι τρεις υπηρεσίας υποστήριξαν ότι οι επίμαχες πράξεις δεν έγιναν για λόγους προστασίας του Τούρκου προέδρου και συνεπώς δεν απολαμβάνουν την ασυλία που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του νόμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ηγετικά στελέχη από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής και την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας είχαν στείλει επιστολή στον υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, με την οποία του ζητούσαν να ξεκαθαρίσει ότι η Τουρκία δεν διαθέτει ασυλία βάσει του νόμου «Foreign Sovereign Immunities Act» (FSIA).
Η απόφαση που οδηγεί την Τουρκία στο εδώλιο
Με μια οριστική και ομόφωνη απόφαση, το Εφετείο της πόλης της Ουάσιγκτον απέρριψε το αίτημα της Τουρκίας για την επανεξέταση της απόφασης που είχε λάβει για τις βιαιοπραγίες εναντίον Κούρδων διαδηλωτών.
Εκφράζοντας την ικανοποίησή του, ο ομογενής δικηγόρος, Ανδρέας Άκαρας, είχε δηλώσει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «η απόρριψη του εν λόγω αιτήματος αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα στις προσπάθειες που καταβάλλει η Τουρκία, για να αποφύγει την ευθύνη που έχει για τις επαίσχυντες ενέργειες του κ. Ερντογάν και των σωματοφυλάκων του».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ