Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1937, στο μαιευτήριο «Μαρίκα Ηλιάδη» και μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας, όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος τη ζωή του. «Κοντά στην οδό Σόλωνος, τότε που μπορούσες ακόμη να τρέξεις με τα ποδηλατάκια στους δρόμους, να παίξεις χωρίς φόβο, να πας ωραίες βόλτες χωρίς όλα αυτά τα αυτοκίνητα στους δρόμους.
»Ήμασταν μεγάλη οικογένεια -τρία αγόρια, τρία κορίτσια-, ο πατέρας γιατρός, τον οποίο έχασα όσο ήμουν ακόμα μικρό παιδί. Μεγάλωσα σωστά, με πολύ καλούς τρόπους, σε σωστή οικογένεια, με μία χρυσή μάνα. Από τότε που μεγάλωνα μάθαινα από τους γονείς και τα’ αδέλφια μου το σωστό. Αυτό ακολούθησα στην πορεία της ζωής μου».
«Πήγα στο Παρίσι να σπουδάσω ιατρική, όπως ήθελε η οικογένεια, όμως εκεί άρχισα το τραγούδι σε καμπαρέ» είχε πει ο τραγουδιστής πολλά χρόνια πριν.
Η Πόλη του Φωτός έχει άλλα πλάνα για τον Κόκοτα και η φήμη του ως επαγγελματία πια τραγουδιστή κορυφώνεται. Το αστέρι του λάμπει. «Έκανα και πολλή τηλεόραση. Δίπλα σε μεγάλους σαν τον Αζναβούρ, τον Ζιλμπέρ Μπεκό κ.ά. Αλλά και στην Ιταλία με τον Τζιάνι Μοράντι. Έλειψα οκτώ χρόνια. Η δουλειά πήγαινε πολύ καλά, ήμουν πανευτυχής, ήθελα να μείνω» θα πει.
Και κάπου εκεί γνωρίζει τον άνθρωπο – σταθμό στη ζωή του
Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Σταύρο Ξαρχάκο. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο Παρίσι και εκείνος ήταν που τον έπεισε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Ο Σταμάτης Κόκοτας επιστρέφει στην πατρίδα του, την καλύτερη περίοδο, τη δεκαετία που αλλάζουν όλα.
«Υπήρχαν σεζόν που ο κόσμος στεκόταν ουρές, 300 και 500 μέτρα μέσα στο κρύο, για να μπει στο μαγαζί όπου τραγουδούσα, στο κέντρο της Αθήνας και να ακούσει το «Όνειρο απατηλό»» είχε πει. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά το «Όνειρο απατηλό» οι δισκογραφικές εταιρείες τον έψαχναν.
Ηχογραφεί το «Ένα μεσημέρι στης Ακρόπολης τα μέρη» και το «Με τι καρδιά να σε αποχαιρετήσω» ενώ ταυτόχρονα βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία «Διπλοπενιές», στην οποία έχει ένα μικρό ρόλο.
Ο Σταμάτης Κόκοτας είναι πλέον σταρ. Βγαίνει στο δρόμο και πίσω του μαζεύονται χίλια άτομα.
«Είχα τη μεγαλύτερη ακτινοβολία που μπορεί να ‘χει άνθρωπος» θα πει ο ίδιος. Εκεί, έρχεται και η μεγάλη του αγάπη για την ταχύτητα και τους αυτοκινητιστικούς αγώνες. Προπονείται τις νύχτες και κάνει αναβάσεις στην Πάρνηθα. Φέρνει στην Ελλάδα την πρώτη Τζάγκουαρ που του κοστίζει τότε ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες και έκτοτε γίνεται συλλέκτης αυτοκινήτων και έργων Τέχνης, η μεγάλη του αδυναμία είναι οι αντίκες.
Μεγάλα ονόματα και σταρ της εποχής γνώρισαν, συνομίλησαν και διασκέδασαν με τον Σταμάτη Κόκκοτα. Αλεν Ντελόν, Αλέξης Μινωτής,Τζέιμς Κόμπερν, Μελίνα, Βίλι Μπραντ, Φερεντς Πούσκας, Αλίκη, Γιάννης Ρίτσος, Αντονι Κουήν, είναι κάποια από αυτά.
Και ξαφνικά ξεπρόβαλε το όνομα Μπριζίτ Μπαρντό
«Η επιθυμία μου ήταν να γίνω τραγουδιστής. Έγινα» θα πει ο Σταμάτης Κόκοτας σε παλιότερη συνέντευξή του πιάνοντας την ιστορία από την αρχή.
«Στα 5 μου χρόνια με πήγε η μητέρα μου στο σπίτι μιας φίλης της. Ο γιος αυτής της γυναίκας έπαιζε κιθάρα. Στο τέλος αναγκάστηκαν οι άνθρωποι να μας το πουλήσουν το συγκεκριμένο όργανο, δεν γινόταν αλλιώς, διότι δεν έφευγα να πάμε σπίτι εάν δεν παίρναμε μαζί μας και την κιθάρα… Από κει και πέρα άνοιξε άλλος δρόμος για μένα. Περιορίστηκα. Έκοψα τα παιχνίδια και τις πολλές παρέες. Ασχολιόμουν όλη μέρα με τη μουσική. Μεγαλώνοντας δημιούργησα ένα κιθαριστικό τρίο, αυτοδίδακτοι όλοι μας. Κάποια στιγμή φύγαμε για τη Γαλλία, όπου παίξαμε σε κάποια μαγαζιά για ένα διάστημα και μετά εγώ παρέμεινα εκεί. Έζησα και τραγούδησα επί 8 χρόνια στο Παρίσι. Έλεγα όλων των ειδών τα τραγούδια: γαλλικά, ισπανικά, ελληνικά… Άγνωστος εδώ, φτασμένος εκεί. Είχα όμως την τύχη να με ακούσει ο μεγάλος της λαϊκής μουσικής –ο Σταύρος Ξαρχάκος. Σ’ ένα ταξίδι του ήρθε και στην παριζιάνικη μπουάτ που τραγουδούσα».
«Μπουάτ όπως αυτές που εμφανιζόταν η Εντίθ Πιαφ;» θα τον ρωτήσει ο δημοσιογράφος;
«Ακριβώς… Έχω τραγουδήσει με την Πιαφ, τη βελούδινη φωνή, τη μεγάλη τραγουδίστρια. Την είχαν καλέσει να εμφανιστεί σε ένα γκαλά και με πήρε μαζί της…»
-Πώς τη γνωρίσατε;
«Είχα παρουσιάσει το έργο του Μίκη «Zorba le Grec» και είχα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη μεγάλο όνομα. Τότε στο Παρίσι, εάν ήσουν καλός τραγουδιστής προόδευες. Σε καλούσανε διαρκώς στην τηλεόραση. Σε μαθαίνανε όλοι μέσα σ’ ένα βράδυ. Κι έπειτα εκείνη την περίοδο τα μάτια της Πιαφ ξεχώριζαν κάθε τι ελληνικό γιατί ήταν ερωτευμένη με τον ελληνικής καταγωγής σύζυγό της Θεοφάνη Λαμπουκά ή «Τεό Σαγαπό» όπως ήταν το ψευδώνυμό του –μια παραφθορά της φράσης: «Σ’ αγαπώ»».
-Ποια άλλα διάσημα πρόσωπα γνωρίσατε σ’ εκείνη τη φάση;
«Την Μπριζίτ Μπαρντό, τη Ρόμι Σνάιντερ… Όλοι οι άντρες στη ζωή τους έχουνε ορισμένες κατακτήσεις. Ε, είχα κι εγώ όπως όλα τα παιδιά τις γνωριμίες και τις επιτυχίες μου με πολύ μεγάλα ονόματα του καλλιτεχνικού στερεώματος».
-Υπονοείτε δηλαδή ότι η Μπαρντό δεν ήταν μια απλή φίλη σας αλλά κάτι περισσότερο;
«Ας τα παραγράψουμε αυτά. Οι άντρες δεν λένε ποτέ τι κάνανε».
-Λέω: «Σωστός!» και πάω παρακάτω. Σας φόβισε ποτέ η επιτυχία;
«Ποτέ. Ούτε με φόβισε ούτε με φοβίζει. Την κουβαλούσα μέσα μου πριν τη συναντήσω».
«Στρώσε το στρώμα σου για δυο» – Η εποχή της συνεργασίας με τον Μίκη Θεοδωράκη
Η επαφή του Σταμάτη Κόκοτα με το υλικό του Μίκη Θεοδωράκη έγινε από τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι. Πολύ νωρίς, κάπου στα 1964, ο Κόκοτας ηχογράφησε στη Γαλλία το «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», παίζοντας μάλιστα ο ίδιος μπουζούκι. Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε δίσκο 45 στροφών στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή, λίγο μετά την επιστροφή του ερμηνευτή στην Ελλάδα, Θεοδωράκης και Κόκοτας ξεκίνησαν πρόβες για να ηχογραφήσουν τα τραγούδια από το θεατρικό έργο «Ένας όμηρος». Οι πρόβες διακόπηκαν όμως, μετά από σχετική εντολή του διευθυντή της Columbia, Τάκη Λαμπρόπουλου, κι έτσι το έργο δεν ηχογραφήθηκε ποτέ με τη φωνή του.
Κόκοτας και Θεοδωράκης «συναντήθηκαν» ξανά σε τραγούδια του δεύτερου, το 1984, όταν ο ερμηνευτής ξανατραγούδησε το «Χρυσοπράσινο φύλλο», το «Είχα φυτέψει μια καρδιά», το «Δρόμοι παλιοί» και «Το φεγγάρι κάνει βόλτα» και τα συμπεριέλαβε στον διπλό δίσκο του «Τα μεγάλα τραγούδια».
Το 1985, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη, ο Μίκης Θεοδωράκης επιμελήθηκε ένα δίσκο με πέντε ανέκδοτα τραγούδια του Τσιτσάνη, πέντε δικά του σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που γράφτηκαν το 1983 και αποτέλεσαν τον κύκλο «Παλιό τελωνείο» και ένα σε στίχους Αγγελικής Ελευθερίου από τη «Φαίδρα». Τα τραγούδια αυτά ηχογραφήθηκαν με τον Σταμάτη Κόκοτα και κυκλοφόρησαν σε ένα δίσκο με τίτλο «Τσιτσάνης – Θεοδωράκης – Κόκοτας».
Από τότε Θεοδωράκης και Κόκοτας συναντήθηκαν μόνο σε κάποιες συναυλίες και τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Η αληθινή ιστορία του τραγουδιού «Γιε μου» της δεκαετίας του ’70
Ήταν το 1977 όταν ο Σταμάτης Κόκοτας συναντήθηκε ξανά με τον Απόστολο Καλδάρα και σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου ηχογράφησαν στην Columbia τον δίσκο, Τελευταία Νύχτα. Μεγάλο σουξέ του άλμπουμ το περίφημο μου, γιε μου, η τελευταία ίσως τόσο τρανή επιτυχία τόσο του συνθέτη όσο και του τραγουδιστή.
Πολλοί πίστευαν ότι το τραγούδι αυτό γράφτηκε για τον θάνατο του γιου του Αριστοτέλη Ωνάση, Αλέξανδρου, μιας και ο Κόκοτας είχε στενή φιλία με τον Ωνάση.
Στην εκπομπή Στην Υγειά Μας ο Κώστας Καλδάρας, γιος του Απόστολου, είχε τονίσει πως κάποιοι είχαν συνδυάσει το τραγούδι μ’ εκείνον, και τηλεφωνούσαν στο σπίτι για να ρωτήσουν τι έπαθε. Η απάντηση που έδινε ήταν «Ρωτήστε το Λευτέρη, γιατί ρωτάτε εμάς;».
Ο ίδιος ο Σταμάτης Κόκοτας είχε αναφέρει σε συνέντευξή του την πραγματική ιστορία που κρύβεται πίσω από το τραγούδι.
«Το τραγούδι γράφτηκε για ένα πατέρα με ναρκομανή γιο. Τότε, τέλη δεκαετίας ’70, άρχισε να μπαίνει η πρέζα στη ζωή μας. Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τα λέει όλα εδώ… Είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς… Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου, οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά. Ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά» εξήγησε και συνέχισε με ένα ενσταντανέ που συνόδευε το τραγούδι αυτό:
«Σε τουρνέ μου στην Αμερική, που έλεγα το «Γιε μου» και πήγε κάποιος ν’ ανάψει το τσιγάρο του -από πόνο, επειδή είχε χάσει το παιδί του- με αποτέλεσμα να πάρουν τα μαλλιά μου φωτιά και ο μπουζουξής να τραβάει το τραπεζομάντιλο για να τη σβήσει»
Ο Δημήτρης, ο δικός του γιος, ο γιος του Σταμάτη
Ο Δημήτρης Κόκοτας, ο γιος του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή Σταμάτη Κόκοτα, κληρονόμησε από τον πατέρα του, το ταλέντο του στο τραγούδι, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία τη δεκαετία του ’90.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει αποτραβηχτεί από τα φώτα της δημοσιότητας, διατηρεί cafe-bar στο Νέο Ηράκλειο και απολαμβάνει μια ήρεμη καθημερινότητα με την οικογένειά του. Κάνει σπάνια κοσμικές εμφανίσεις και ακόμα πιο σπάνια δίνει συνεντεύξεις, γι’ αυτό δεν έχουν γίνει γνωστά, παρά ελάχιστα πράγματα για τις σχέσεις του.
Όσοι έχουν συνεργαστεί μαζί του, τον περιγράφουν ως έναν άνθρωπο με ήθος, καλλιεργημένο, ειλικρινή και με πολύ χιούμορ.
Την περίοδο που μεσουρανούσε στην ελληνική δισκογραφία, διατηρούσε δεσμό με την κόρη της Μαρινέλλας, την Τζωρτζίνα, και αυτή είναι η μοναδική σχέση του που έγινε γνωστή εκτός από τον γάμο του, πολλά χρόνια μετά. Ο τραγουδιστής είναι παντρεμένος με την Κατερίνα, μια θαυμάστριά του, με την οποία γνωρίστηκαν, στο καμαρίνι του, η οποία έχει κάνει τατουάζ το όνομά του στο χέρι της. Το 2011 απέκτησαν μια κορούλα, την οποία ονόμασαν Ριάνα.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του, ο Δημήτρης, είχε εξηγήσει γιατί φροντίζει να κινείται διακριτικά στα προσωπικά του: «Στη γέννηση της κόρης μου, από το μαιευτήριο μου πρότειναν να καλέσουν τα κανάλια και αρνήθηκα. Ο πατέρας μου έλεγε ότι ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να φαίνεται αν έχει οικογένεια και παιδιά».
Οι δύο γάμοι, τα τρία παιδιά και τα δύο εγγόνια
Ο Σταμάτης Κόκοτας είχε παντρευτεί δύο φορές. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε δύο παιδιά, τον δημοφιλή τραγουδιστή, Δημήτρη και την Έλλη ενώ με τη δεύτερη σύζυγό του απέκτησε άλλη μια κόρη, την Μαριάννα.
«Έζησα μεγάλους έρωτες, μικρούς έρωτες, έρωτες της μιας βραδιάς. Οι μεγάλοι έρωτες, δυστυχώς, συνήθως δεν κρατάνε πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή, κάτι θα γίνει, κάτι θα βρεθεί, κάποιος θα δυσανασχετήσει, κάπου θα στενοχωρηθείς. Αυτή, όμως, είναι η ζωή. Κι όπως μου έλεγαν κι οι φίλοι μου οι Γάλλοι, «τη ζωή πρέπει να την παίρνεις όπως πάει». Ωστόσο, εκείνο που πρέπει να ξέρει ένας άντρας δεν είναι πόσες γυναίκες θα αγαπήσει αλλά πόσες θα σεβαστεί και πόσες θα προφυλάξει» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος σε συνέντευξή του στη Lifo.
Ο Δημήτρης Κόκοτας μπορεί να ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του και να ασχολήθηκε επαγγελματικά με το τραγούδι, ωστόσο ο Σταμάτης Κόκοτας ήθελε ο γιος του να γίνει γιατρός, όπως άλλωστε ήθελε και η μητέρα του για εκείνον.
«Στον γιο μου, τον Δημήτρη, άρεσε πολύ το τραγούδι και παρά τις φωνές τις δικές μου, το ακολούθησε. Δεν ξέρω… κάτι άλλο ήθελα γι’ αυτόν. Αλλά το αγαπούσε πάρα πολύ. Εγώ προσπαθούσα να του εξηγήσω ότι είναι δύσκολο πράγμα, κοίτα να κάνεις κάτι άλλο, κι αυτός πήγε και πήρε και κιθάρα κι άρχισε και μελετούσε. Σήμερα έχει γίνει ένας καλλιτέχνης που δεν το περίμενα ούτε εγώ. Έχει πολλά αβαντάζ και δεν νομίζω ότι με χρειάζεται για να τον συμβουλεύω. Είναι μεγάλο ταλέντο ο Δημήτρης» είχε πει σε συνέντευξή του χρόνια μετά.
Το 1972 γνώρισε τη δεύτερη σύζυγό του Εύα, όταν εκείνη ήταν μόλις 16 ετών και έμειναν μαζί ως το τέλος. Από τα μεγάλα του παιδιά είχε την χαρά να γίνει και παππούς.
Τα τελευταία χρόνια έκανε σπάνια δημόσιες εμφανίσεις. Τελευταία δημόσια εμφάνιση έκανε την περασμένη άνοιξη όταν βρέθηκε στο Hotel Ερμού για να απολαύσει από κοντά την Άννα Βίσση που συγκινημένη του έδωσε το μικρόφωνο σε μια βραδιά που όσοι είχαν την τύχη να βρίσκονται στο μαγαζί σίγουρα θα τη θυμούνται.