Σε μία από τις δηλώσεις του ο βρετανός κωμικός Stephen Fry έλεγε ότι αν αποφασίσει η Βρετανία να επιστρέψει τα Μάρμαρα στην Ελλάδα θα έχει κάνει μία αξιοπρεπή χειρονομία (‘classy gesture’). Θα είχε, προσθέτω εγώ, ενδεχομένως ενισχύσει το ανθρωπιστικό της προφίλ που φαίνεται να την απασχολεί πολύ τα τελευταία χρόνια και ιδίως λόγω ενός παρελθόντος έντονης αποικιοκρατίας.
Πριν λίγους μήνες η Επιτροπή Φιλανθρωπίας της Βρετανίας ενέκρινε το αίτημα του κολλεγίου Jesus του Καίμπριτζ και του μουσείου Horniman να επιστραφούν τα Μπρούτζινα του Μπενίν στη Νιγηρία. Πρόκειται για ανάγλυφα γλυπτά από κράμα χαλκού που δημιουργήθηκαν μεταξύ 13ου και 16ου αιώνα για να διακοσμήσουν τα ανάκτορα του Βασιλείου του Μπενίν. Τα γλυπτά αφαιρέθηκαν από Βρετανούς στρατιώτες το 1897 όταν εισέβαλαν στη νότια Νιγηρία για να αναστείλουν τις αντιδράσεις των κατοίκων στην Βρετανική κυριαρχία.
Το αίτημα της επιστροφής των Μπρούτζινων του Μπενίν κατατέθηκε στη βάση του Νόμου περί Φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων του 2011. Τον Φεβρουάριο φέτος η Βρετανία αντικατέστησε τον εν λόγω νόμο με έναν νεότερο του 2022. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν τα μουσεία, συμπεριλαμβανομένου του Βρετανικού Μουσείου, μπορούν να διενεργούν επιστροφές αρχαιοτήτων εν είδει ‘δωρεάς’ λόγω ‘ηθικής υποχρέωσης’ ανεξάρτητα της ύπαρξης για παράδειγμα της British Museum Act 1963, που απαγορεύει την απομάκρυνση αντικειμένων από τις συλλογές τους.
Η ανήθικη απομάκρυνση ενός πολιτιστικού αντικειμένου από την χώρα προέλευσής του μπορεί να συνιστά περίπτωση τέτοιας ηθικής υποχρέωσης. Για αντικείμενα μεγάλης αξίας, όπως είναι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, απαιτείται συγκεκριμένη διαδικασία που προβλέπεται στον νόμο καθώς και η έγκριση της Επιτροπής Φιλανθρωπίας, της ίδιας Επιτροπής που ενέκρινε την επιστροφή των Μπρούτζινων του Μπενίν. Στις περιπτώσεις αυτές η Επιτροπή χρειάζεται ‘καθαρές και αντικειμενικές’ αποδείξεις. Αυτές υποβάλλονται μαζί με την γραπτή δήλωση των διαχειριστών (Trustees) του μουσείου που υποβάλει το αίτημα, και η οποία περιέχει τη ρητή διαβεβαίωσή τους ότι υπάρχει σχετική ηθική υποχρέωση. Η δήλωση των διαχειριστών θα πρέπει να στηρίζεται σε μία ‘εύλογη πεποίθηση’ (reasonably held belief).
Επιπλέον, τον Αύγουστο φέτος το Βρετανικό Συμβούλιο των Τεχνών εξέδωσε Οδηγίες για τον Επαναπατρισμό και την Αποκατάσταση πολιτιστικών θησαυρών με την μορφή Οδηγιών για μουσεία. Είναι σαφές ότι οι αρμόδιοι φορείς θεωρούν ότι οι επιστροφές είθισται, δεν ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου. Αντίθετα υπαγορεύονται από το δίκαιο και την ηθική.
Οι Οδηγίες αναφέρονται στην ηθική αξιολόγηση ενός αιτήματος, η οποία οφείλει να λάβει υπόψη της τα εξής: (1) τη σημασία του αντικειμένου για αυτόν που το ζητά (2) τις συνθήκες υπό τις οποίες το αντικείμενο αυτό απομακρύνθηκε από τον τόπο προέλευσής του, (3) τα ενέργειες του μουσείου σε σχέση με το αντικείμενο (4) και την ιδιότητα του αιτούντος.
Αν κανείς λάβει υπόψη του τη σημασία των Μαρμάρων του Παρθενώνα για την Ελλάδα, την επιστροφή των οποίων αιτείται το Ελληνικό Κράτος όλα αυτά τα χρόνια, και τις συνθήκες βάσει των οποίων αυτά απομακρύνθηκαν από την Ελλάδα, και σε αυτά προστεθούν οι ζημίες που το Βρετανικό Μουσείο προξένησε κατά καιρούς στα Μάρμαρα, ιδίως κατά την προσπάθειά του να τα ‘ασπρίσει’, καταλαβαίνει κανείς ότι και οι τέσσερις προϋποθέσεις που τίθενται εξυπηρετούν πλήρως το ελληνικό αίτημα.
Ωστόσο τόσο οι Οδηγίες του Συμβουλίου Τέχνης όσο και ο Νόμος περί Φιλανθρωπικών Ιδρυμάτων του 2022 δεν υποχρεώνουν το Βρετανικό Μουσείο να προβεί σε καμία επιστροφή αντικειμένου. Η απόφαση εναπόκειται στη δική του διακριτική ευχέρεια. Το μόνο σίγουρο ωστόσο είναι ότι η συνεχής άρνηση της Βρετανίας να μπει σε ουσιαστικό διάλογο για το ζήτημα με την Ελλάδα παρά το δημόσιο βρετανικό αίσθημα (όπως προκύπτει από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις στη Βρετανία), τις τελευταίες δημοσιεύσεις στον Βρετανικό Τύπο, τη διεθνή πίεση, και τις συνεχείς πολιτικές παρεμβάσεις σε επίπεδο Έλληνα πρωθυπουργού, την απομονώνει και την εμφανίζει ασυνεπή σε σχέση με όσα πρεσβεύει σε ανθρωπιστικό επίπεδο.