Οι Αγγλοι έχουν δίκιο. Το γρασίδι είναι πάντα πιο πράσινο στην άλλη πλευρά του φράχτη. Γι’ αυτό και τα κόμματα όταν κοιτούν τον κήπο κοντινών ή μακρινών γειτόνων τους στα κοινοβουλευτικά έδρανα εντοπίζουν συχνά σπόρους που θα ήθελαν να φυτέψουν στον δικό τους.
Διαβάστε επίσης: Δημοσκόπηση: Πώς διαμορφώνεται η διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ
Βρίσκουν, για να το πούμε λιγότερο αλληγορικά, προνομιακά για τους αντιπάλους τους ακροατήρια τα οποία επιχειρούν να προσεγγίσουν ελπίζοντας σε μια αύξηση της δύναμής τους το βράδυ της κάλπης.
Διαβάστε επίσης: ΣΥΡΙΖΑ: Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό «ακυρώνουν το κυβερνητικό success story»
Η ΝΔ βλέπει στους νέους – που παραδοσιακά ψηφίζουν Αριστερά – σταυρούς χρήσιμους για να πιάσει τον στόχο της αυτοδυναμίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ απευθύνεται στους συνταξιούχους – οι οποίοι βρίσκονται στον σκληρό πυρήνα των γαλάζιων ψηφοφόρων – προκειμένου να μειώσει την ψαλίδα. Πόσο εύκολο θα είναι, όμως, για κάθε κομματική έδρα να διεισδύσει εκεί όπου κυριαρχεί η άλλη;
Τα στοιχεία από το exit poll της προηγούμενης εθνικής αναμέτρησης αποτυπώνουν μερικούς κανόνες που όλοι γνωρίζουν για την κατανομή της ψήφου. Τότε, 45,2% των συνταξιούχων στήριξε τη ΝΔ και 27,8% τον ΣΥΡΙΖΑ. Για ορισμένους εκλογολόγους, μάλιστα, οι 65+ ήταν εκείνοι που χάρισαν στην Κεντροδεξιά τη νίκη με άνετη διαφορά. Η συγκεκριμένη κατηγορία έσπασε το καλούπι των εκλογικών της συμπεριφορών μόνο τη χρονιά που η ελπίδα ερχόταν. Τον Ιανουάριο του 2015, το 32% είχε επιλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ και το 36% τη ΝΔ, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά τον Ιούνιο του 2012 ήταν 16% και 43%.
Στις εθνικές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ επικράτησε με 36,8% στην ηλικιακή ομάδα 17-34 ετών, κι η πρώτη ΝΔ ακολούθησε με 30,6%. Τα νούμερα δεν ξάφνιασαν, μια κι η σχέση της Κουμουνδούρου με τη νεολαία είναι διαχρονικά καλύτερη απ’ αυτές που έχει με άλλες ηλικίες – η δε δυσκολία της Πειραιώς να την προσεγγίσει επιβεβαιώνεται τόσο στα γκάλοπ όσο και στα εκλογικά τμήματα.
Η περίοδος της πανδημίας – σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές – μεγάλωσε την απόσταση που χωρίζει το κυβερνών κόμμα από τους νεαρούς εκλογείς, ειδικά τους 17 ως 24. Εξού κι απώτερος στόχος του σχεδίου που ανακοινώθηκε για φθηνά στεγαστικά δάνεια, από τη μία, και αύξηση του φοιτητικού επιδόματος, από την άλλη, είναι να ανοίξουν τα νεανικά αφτιά στη νεοδημοκρατική ρητορική. Ο δε Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ δεν έκρυψε πως επιθυμεί να τον ακούσουν οι συνταξιούχοι. Τους υποσχέθηκε επιστροφή των αναδρομικών και επαναφορά της 13ης σύνταξης.
Για έναν έμπειρο δημοσκόπο, πάντως, μια βουτιά στην εκλογική δεξαμενή των νέων έχει «οριακή αξία» για τη ΝΔ. Οπως εξηγεί «πρόκειται συνήθως για μικρό ποσοστό των ψηφισάντων λόγω του δημογραφικού και της τάσης τους να απέχουν». Οπότε, «η στόχευσή τους δύναται να λειτουργήσει μόνο διορθωτικά». Εννοεί ότι αν χρειάζεται ένα 2% π.χ. για να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση, οι νέοι αποτελούν ένα από τα πολλά κοινά τα οποία πρέπει να πλησιάσει.
Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, πάλι, τα πράγματα είναι μάλλον δυσκολότερα. Γιατί ανάμεσα σ’ εκείνον και τους συνταξιούχους παρατηρείται – σημειώνει γνωστός αναλυτής – «έλλειμμα εμπιστοσύνης». Κι αυτό δεν είναι το μοναδικό εμπόδιο. Κατά τα λεγόμενά του, οι εν λόγω ψηφοφόροι είθισται να ψηφίζουν με γνώμονα τη σιγουριά και τη σταθερότητα – δύο έννοιες δύσκολα συμβατές με ένα κόμμα που έχει στο όνομά του τον επιθετικό προσδιορισμό «ριζοσπαστική».
Πέρα από τα εξειδικευμένα σε κάθε περίπτωση προβλήματα βέβαια, οι δύο εκπρόσωποι του δικομματισμού είναι αντιμέτωποι με την αλήθεια ενός γενικού αξιώματος της πολιτικής: με τις στοχευμένες σε ειδικά κοινά πολιτικές ενδέχεται να «τσιμπήσουν» κάπως τα ποσοστά τους, ωστόσο αρκετές φορές κάτι τέτοιο δεν αρκεί για να αλλάξουν οι συσχετισμοί.