Ο αστεροειδής ή κομήτης που έπεσε στο Μεξικό πριν από 66 εκατομμύρια χρόνια και έβαλε τέλος στην εποχή των δεινοσαύρων σήκωσε τσουνάμι αρχικού ύψους 1,5 χιλιομέτρων, το οποίο μέσα σε λίγες ώρες σάρωσε όλους τους ωκεανούς του πλανήτη, εκτιμά νέα μελέτη.
Διαβάστε επίσης: Αστεροειδής που θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρη πόλη πλησιάζει τη Γη
Διεθνής ερευνητική ομάδα δημοσιεύει στην επιθεώρηση AGU Advances εκτιμήσεις που βασίστηκαν σε νέο υπολογιστικό μοντέλο, το οποίο τροφοδοτήθηκε με γεωλογικά και ωκεανογραφικά δεδομένα από περίπου 100 περιοχές της Γης.
Διαβάστε επίσης: Σταμάτης Κριμιζής: Η σύγκρουση με αστεροειδή είναι αναπόφευκτη
Το αντικείμενο που έπεσε στην χερσόνησο Γιουκατάν του σημερινού Μεξικού εκτιμάται ότι είχε διάμετρο 10 έως 14 χιλιομέτρων. Προσέκρουσε με ταχύτητα 12 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και άνοιξε κρατήρα διαμέτρου περίπου 100 χιλιομέτρων, ο οποίος βρίσκεται σήμερα κάτω από την επιφάνεια το Ατλαντικού.
Δυόμισι λεπτά μετά το χτύπημα, δείχνει η μοντελοποίηση του συμβάντος, ένα πρώτο τερατώδες κύμα ορθώθηκε σε ύψος 4,5 χιλιομέτρων αλλά γρήγορα υποχώρησε. Δέκα λεπτά μετά την πρόσκρουση, τσουνάμι ύψους 1,5 χιλιομέτρου άρχισε να σαρώνει τον ωκεανό προς όλες τις κατευθύνσεις.
Διαβάστε επίσης: Αφρική: Ανακαλύφθηκε πιθανός μεγάλος κρατήρας πρόσκρουσης αστεροειδούς
Μία ώρα μετά το χτύπημα, το τσουνάμι εκτιμάται ότι πια εξαπλωθεί έξω από τον Κόλπο του Μεξικού προς τον Βόρειο Ατλαντικό. Τέσσερις ώρες μετά, τα κύματα, κινούμενα με ταχύτητα 20 εκατοστών το δευτερόλεπτο, είχαν φθάσει στον Ειρηνικό Ωκεανό, ενώ έπειτα από 24 ώρες είχαν πλέον εισέλθει στον Ινδικό Ωκεανό και από τις δύο πλευρές του.
Χρειάστηκαν περίπου 48 ώρες μέχρι να φτάσουν τα κύματα σχεδόν σε όλες τις ακτογραμμές του πλανήτη. Σύμφωνα πάντως με τη μελέτη, η σχετικά κλειστή θάλασσα της σημερινής Μεσογείου απέφυγε τις ισχυρότερες συνέπειες.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η αρχική ενέργεια του κύματος ήταν 30.000 φορές μεγαλύτερη από την ενέργεια του πολύνεκρου και καταστροφικού τσουνάμι που χτύπησε το 2004 Ινδικό Ωκεανό και σκότωσε περισσότερους από 230.000 ανθρώπους.