Μια νεαρή γυναίκα έχει την πρώτη της σεξουαλική εμπειρία. Είναι ευχαριστημένη που την επιθυμεί κάποιος. Δεν αισθάνεται ταπεινωμένη. Αλλά, αργότερα, χλευάζεται, βασανίζεται από άλλους που πιστεύουν ότι έχει εξευτελιστεί. Αυτοί που θεωρούσε φίλους της, τώρα της φέρονται σαν να μην είναι τίποτα. Νιώθει ντροπή. Είναι δική της η ντροπή; Ή είναι αντανάκλαση αυτού που περιμένουν από εκείνη;
Διαβάστε επίσης: Στη Γαλλίδα συγγραφέα Ανί Ερνό το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2022
«Το να φτάσω μέχρι το τέλος του ’58 σημαίνει να συμφωνήσω με την κατεδάφιση όλων των ερμηνειών που έχω συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια» γράφει η Ανί Ερνό στην «Ιστορία ενός κοριτσιού» (Seven Stories), που εκδόθηκε στα γαλλικά το 2016. Το βιβλίο είναι η εξιστόρηση μιας σεξουαλικής συνάντησης που είχε η Ερνό όταν ήταν έφηβη, και είναι ταυτόχρονα μια αναπαράσταση των γεγονότων και μια αποδόμηση των συναισθημάτων. Η συναισθηματική ιστορία, ελπίζει ότι θα είναι η πιο προσωπική, η πιο αληθινή.
Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από το καλοκαίρι του 1958, όταν η δεκαοκτάχρονη Άνι εργάζεται ως σύμβουλος κατασκήνωσης στη βόρεια Γαλλία, σε μια πόλη που η ίδια αποκαλεί «S». Είναι προστατευμένη και αφελής- εκτός από ένα ταξίδι στη Λούρδη με τον πατέρα της, δεν έχει βγει σχεδόν καθόλου από το σπίτι της. Στην κατασκήνωση, ερωτεύεται έναν άντρα που αποκαλεί «H». Μοιάζει με τον Μάρλον Μπράντο: «Δεν τη νοιάζει που οι άλλες γυναίκες σύμβουλοι ψιθυρίζουν μεταξύ τους ότι είναι μόνο μπράτσα, χωρίς μυαλό». Τον θεωρεί «Αρχάγγελο».
Μερικές φορές, μοιάζει σαν να βλέπει τον εαυτό της σε μια παλιά φωτογραφία ή σε μια σκηνή μιας ταινίας
Αυτό που την ελκύει στον «Η» είναι η ανάγκη να την βλέπουν. Κανείς δεν την έχει κοιτάξει ποτέ με τόσο «βαρύ βλέμμα». Χορεύουν σε ένα πάρτι. Η «αποπλάνηση» δεν είναι η σωστή λέξη για αυτό που συμβαίνει στη συνέχεια. Αλλά η Ερνό δεν δίνει σ’ αυτά τα γεγονότα ούτε ένα όνομα. Αντ’ αυτού, περιγράφει, όσο πιο καθαρά μπορεί, πώς ακολουθεί τον «Η» στο δωμάτιό του.
Η Ερνό είναι μια ασυνήθιστη απομνημονευματογράφος: δεν εμπιστεύεται τη μνήμη της. Γράφει σε πρώτο πρόσωπο και στη συνέχεια αλλάζει απότομα και μιλάει για τον εαυτό της από απόσταση, αποκαλώντας τους προηγούμενους εαυτούς της «το κορίτσι του ’58» ή «το κορίτσι του S». Μερικές φορές, μοιάζει σαν να βλέπει τον εαυτό της σε μια παλιά φωτογραφία ή σε μια σκηνή μιας ταινίας. Μας λέει πότε χάνεται στην ιστορία και πού η μνήμη της χάνεται. Δεν αποκαλύπτει τόσο το παρελθόν -δεν προσποιείται ότι έχει κάποια έγκυρη πρόσβαση σε αυτό- όσο το ξετυλίγει. «Ποιο είναι το νόημα της συγγραφής» λέει «αν όχι το να ξεθάβεις πράγματα;».
«Σε αυτή την προσπάθεια αποκάλυψης, η πρόζα της συνδυάζει το λιτό και το αμείλικτο. Φαίνεται απελπισμένη να τα βάλει όλα στη σελίδα: αίμα περιόδου, εκτρώσεις, αντισυλληπτικά χάπια, βρώμικα εσώρουχα, στύσεις και σπέρμα. Αλλά η γραφή της Ερνό είναι τριμμένη, απλή, σχεδόν κλινική στην ακρίβειά της. Από το πλεονέκτημα της ενηλικίωσης, γκουγκλάρει και αναρωτιέται, επισκέπτεται παλιά στέκια και διαβάζει παλιά γράμματα, σαν να είναι ντετέκτιβ που λύνει μια άλυτη υπόθεση: το μυστήριο του δικού της παρελθόντος. Αλλά καμία από αυτές τις έρευνες δεν γίνεται, διαισθάνεται κανείς, με την προσδοκία να καταλήξει ποτέ πραγματικά σε μια αλήθεια. «Δεν προσπαθώ να θυμηθώ», γράφει. «Προσπαθώ να είμαι μέσα μου. . . Να είμαι εκεί εκείνη τη στιγμή, χωρίς να ξεχειλίζω στο πριν ή στο μετά. Να βρίσκομαι στην καθαρή εμμένεια της στιγμής»» γράφει για αυτή μία κριτική της Madeleine Schwartz, στο New Yorker το 2020.
Στα εξήντα χρόνια και στα είκοσι βιβλία που πέρασαν από το καλοκαίρι του 1958, έχει αφιερωθεί σε ένα και μόνο έργο: την ανασκαφή της ίδιας της ζωής της. «Θα έφτανα στο σημείο να κρίνω τα προηγούμενα βιβλία μου ως αόριστες προσεγγίσεις» της πραγματικότητας, γράφει η ίδια στο «Η ιστορία ενός κοριτσιού». Σε ένα από αυτά περιγράφει μια ερωτική σχέση- σε ένα άλλο, τη σχέση μεταξύ των γονιών της. Σε όλα τα βιβλία, το περίγραμμα της ιστορίας της παραμένει το ίδιο – η παιδική της ηλικία στη Νορμανδία ως κόρη δύο μπακάληδων, η ντροπή της ανατροφής της σε κατώτερη τάξη, η σύγκρουση αυτών των καταβολών με τις μετέπειτα λογοτεχνικές της επιτυχίες. Η μητέρα της «γνώριζε όλες τις συμβουλές για το νοικοκυριό που μείωναν την πίεση της φτώχειας. Αυτή η γνώση… σταματά στη δική μου γενιά. Εγώ είμαι μόνο η αρχειοθέτης» γράφει στο βιβλίο της του 1988, «Η ιστορία μιας γυναίκας».
Η Ενρό αναφέρεται συχνά στη Σιμόν ντε Μποβουάρ
Τα βιβλία της Ενρό είναι μικρά, απλά, σπάνια ξεπερνούν τις εκατό σελίδες. Σε καθένα από αυτά, αναρωτιέται πάντα πώς μπορεί να είναι σίγουρη ότι οι αναμνήσεις της είναι σωστές. Στο «A Woman’s Story» («Μια Γυναίκα»), μιλάει για το θάνατο της μητέρας της.
«Κανείς δεν ξέρει ότι γράφω για κείνην. Όμως δεν γράφω για κείνην, έχω μάλλον την εντύπωση ότι ζω μαζί της κάπου στο χρόνο, σε κάποιους τόπους, όπου η μητέρα μου ζει ακόμα. Όταν είμαι στο σπίτι, μου τυχαίνει να πέσω πάνω σε αντικείμενα που της ανήκαν, να προχτές, στη δαχτυλήθρα που την έβαζε πάντα στο στραβό –ύστερα από ένα ατύχημα στη σπαγγοποιία– δάχτυλό της. Και, ξάφνου, η πραγματικότητα του θανάτου της με κατακλύζει, επιστρέφω στον πραγματικό χρόνο, σ’ αυτόν όπου εκείνη δεν θα βρεθεί ποτέ πια. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το να “βγει” ένα βιβλίο μπορεί να μη σημαίνει τίποτα πέρα απ’ τον αμετάκλητο θάνατο της μητέρας μου» διευκρινίζει.
Η Ενρό αναφέρεται συχνά στη Σιμόν ντε Μποβουάρ, της οποίας το «Δεύτερο φύλο» προσπάθησε να δείξει πώς οι επιλογές, οι αποφάσεις, ακόμη και οι σκέψεις μιας γυναίκας διαμορφώνονται από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν ένα είδος διαδρόμου μέσα από τον οποίο περνάει η ζωή κάποιου. «Δεν γεννιέται κανείς, αλλά μάλλον γίνεται γυναίκα» έγραψε η Ντε Μποβουάρ. Ένας τρόπος να διαβάσει κανείς το βιβλίο της Ενρό είναι ως μια προσπάθεια να κατανοήσει αυτή την αδιαφανή, επώδυνη, ουσιαστική διαδικασία του «γίγνεσθαι». (Η Ερνό έστειλε το πρώτο της βιβλίο στη Ντε Μποβουάρ, καθώς και το δεύτερο. Η Ντε Μποβουάρ της απάντησε ότι προτιμούσε το πρώτο). Εκεί που η ντε Μποβουάρ περιγράφει τη διαδικασία θεωρητικά, η Ενρό την αποδίδει με σπλαχνικές λεπτομέρειες: το φαγητό που τρώει, το φαγητό που αποβάλλει, τη θέα του αίματος στο εσώρουχό της.
Το 2000 γράφει το βιβλίο «Γεγονός» στο οποίο μιλά πρώτη φορά για την έκτρωση, την οποία είχε κάνει στα 23 της. Όπως λέει και προς το τέλος του μικρού της βιβλίου, ένιωθε σαν «παράπτωμα» αυτή την έλλειψη, είχε «ενοχές» που τίποτα δεν είχε κάνει γι’ αυτήν την εμπειρία της, «σαν ένα δώρο που παίρνεις και το χαραμίζεις». «Δεν ένιωθα τον παραμικρό φόβο στην ιδέα της έκτρωσης», γράφει. Κάποια στιγμή ετοιμάζεται να «το ξεφορτωθεί», να «το σκοτώσει» μόνη της, εισάγοντας πολύ προσεχτικά μια βελόνα πλεξίματος στον κόλπο της, Ευτυχώς ο πόνος την σταμάτησε, αν και η «ανημπόρια» της την απέλπισε.
Κι όμως, αυτή η διανοούμενη φοιτήτρια φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Ρουέν, που έπαιζε στα δάχτυλα τους σουρεαλιστές, αρίστευε στα μαθήματα, είχε φιλοδοξίες για καριέρα στη λογοτεχνία και ελεύθερη (απόλυτα συμβατή με το κλίμα της εποχής) στάση απέναντι στο σεξ, ήταν εντελώς άσχετη με το ίδιο της το σώμα.
Στο βιβλίο αυτό της διάσημης Γαλλίδας συγγραφέα Ανί Ερνό βασίστηκε η συγκλονιστική ταινία της Οντρέ Ντιγουάν, Το γεγονός (L’Événement), που προκάλεσε αίσθηση στη Βενετία και κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα το 2021.