Η μάχη που έδωσαν το 480 π.Χ. οι ελληνικές δυνάμεις εναντίον των Καρχηδονίων γύρω από τα τείχη της Ιμέρας, της ελληνικής αποικίας που είχε ιδρυθεί από τους αποίκους της Ζάγκλης, στη βόρεια ακτή της Σικελίας, καταγράφηκε ως μια μεγάλη σφαγή των Καρχηδονίων.
Η μάχη, που κατά μία εκδοχή δόθηκε την ίδια ημέρα με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, οδήγησε σε συντριπτική ήττα των εχθρών (οι οποίοι είχαν πλεύσει από τη Βόρεια Αφρική) από τους βαριά οπλισμένους άνδρες που είχαν κληθεί από διάφορες πόλεις της Σικελίας προς υπεράσπιση της Ιμέρας. Οι Καρχηδόνιοι επέστρεψαν το 409 π.Χ. Μόνο που αυτή τη φορά η Ιμέρα έμεινε αβοήθητη – ελάχιστες δυνάμεις έσπευσαν προς ενίσχυση από τις Συρακούσες – με αποτέλεσμα να λεηλατηθεί και να ερειπωθεί από την εχθρική επίθεση.
Η νέα έρευνα
Αν διαβάσει κάποιος μόνο τα δεδομένα από τις πηγές θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για την καταστροφή της Ιμέρας ευθύνεται η απουσία συμμαχικών δυνάμεων κατά την επίθεση του 409 π.Χ. Μια νέα έρευνα όμως σε ανθρώπινα κατάλοιπα που εντοπίστηκαν σε ομαδικούς τάφους της αρχαίας πόλης δείχνουν πως η νίκη του 480 π.Χ. πιθανόν να οφειλόταν στη συμμετοχή μισθοφόρων στις εχθροπραξίες, η παρουσία των οποίων έπαιξε καθοριστικό αποτέλεσμα στην έκβαση της μάχης.
Τα οστά και το γενετικό υλικό από 54 σκελετούς που εντοπίστηκαν στις νεκροπόλεις της Ιμέρας και της ευρύτερης περιοχής μελέτησαν οι επιστήμονες για να καταλήξουν στο συγκεκριμένο συμπέρασμα. Οι εν λόγω νεκροί ήταν όλοι τους υγιείς άνδρες μεταξύ 18 και 50 ετών και σε αντίθεση με τους περισσότερους κατοίκους της πόλης που ήταν θαμμένοι σε μεμονωμένους τάφους, εκείνοι είχαν καταλήξει σε ομαδικούς λάκκους στους οποίους εντοπίστηκαν επίσης ξίφη και αιχμές βελών, ένδειξη πως οι νεκροί είχαν σχέση με κάποια πολεμική σύγκρουση.
Η ανάλυση του γενετικού τους υλικού έδειξε ότι είχαν ποικίλο γενετικό υπόβαθρο και η χημική σύνθεση των οστών τους μαρτυρά ότι πολλοί εξ αυτών δεν μεγάλωσαν στην περιοχή της Σικελίας. Είχαν ρίζες από την Κεντρική Ασία, τα βουνά του Καυκάσου, την Κεντρική Ευρώπη και ακόμη και από την Ανατολική Βαλτική, κοντά στη σημερινή Λιθουανία. Τα χημικά ισότοπα των οστών τους επιβεβαίωσαν ότι γεννήθηκαν μακριά, αποκλείοντας την πιθανότητα να ήταν απόγονοι μεταναστών δεύτερης ή τρίτης γενιάς. Και η καλή τους υγεία αποκλείει το ενδεχόμενο να επρόκειτο για δούλους.
Αντιθέτως οι πεσόντες πολεμιστές της δεύτερης μάχης είχαν όλοι πολύ παρόμοια γενετικά στοιχεία, γεγονός που επιβεβαιώνει τις ιστορικές μαρτυρίες ότι οι κάτοικοι της Ιμέρας υπερασπίστηκαν την πόλη τους το 409 π.Χ. χωρίς ουσιαστική συμμαχική βοήθεια. «Είναι η πιο ξεκάθαρη περίπτωση που έχω δει ποτέ ότι η βιοαρχαιολογία επιβεβαιώνει όσα μαρτυρούν οι πηγές» λέει η Μπρίτνεϊ Κάιλι, βιοαρχαιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Κολοράντο και συν-συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύτηκε στην πολυεπιστημονική επιθεώρηση της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Ηνωμένων Πολιτειών, «Proceedings of the National Academy of Sciences», στην οποία συμμετέχουν μεταξύ άλλων και οκτώ έλληνες ερευνητές.
Απομακρυσμένες περιοχές
Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι οι εν λόγω άνδρες ήταν μισθοφόροι με καταγωγή από τις απομακρυσμένες περιοχές του τότε γνωστού ελληνικού κόσμου, στους οποίους αποδίδονταν τιμές, αλλά θάβονταν απρόσωπα, ενώ η παρουσία τους δεν καταγράφηκε πιθανόν σκόπιμα από τους ιστορικούς, ώστε να μην αποδοθούν σε εκείνους τα εύσημα της νίκης. «Η αρχαιολογική έρευνα δεν θα είχε αποκαλύψει αυτή την πτυχή» λέει στη διαδικτυακή έκδοση της επιστημονικής επιθεώρησης Science ο συν-συγγραφέας της μελέτης, γενετιστής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Ντέιβιντ Ράιχ. «Ο συνδυασμός των αναλύσεων DNA και των ισοτοπικών μελετών παρέχει ένα επιπλέον επίπεδο δεδομένων, πέρα από αυτό που μπορούν να μας προσφέρουν η Ιστορία και η Αρχαιολογία».