Στους αναγνώστες ψυχολογικών μυθιστορημάτων μυστηρίου και εγκλήματος – και ίσως όχι μόνο – το όνομα Πατρίσια Χάισμιθ δεν χρειάζεται συστάσεις. Αν και η ίδια ισχυριζόταν ότι «δεν έχω γράψει ποτέ μυθιστόρημα μυστηρίου στη ζωή μου», η αμερικανίδα συγγραφέας, η οποία γεννήθηκε στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας στις 19 Ιανουαρίου 1921 και πέθανε στο Λοκάρνο της Ελβετίας το 1995, είναι το πνεύμα πίσω από θρυλικά μυθιστορήματα που απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερη φήμη μέσω του κινηματογράφου από τη στιγμή που ο «Αγνωστος του εξπρές» του Αλφρεντ Χίτσκοκ (στον οποίο, όπως η ίδια η Χάισμιθ παραδεχόταν, όφειλε πολλά για τη φήμη της) βγήκε στις αίθουσες το 1951.
Λίγο αργότερα ο Ρενέ Κλεμάν γύρισε το «Γυμνοί στον ήλιο» όπου ο Αλέν Ντελόν υποδύθηκε πρώτος τον Τομ Ρίπλεϊ του κλασικού μυθιστορήματος της Χάισμιθ «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» (το οποίο θα ακολουθούσαν τέσσερα στην ίδια σειρά). Το 2000 ήρθε η σειρά του ριμέικ του Αντονι Μινγκέλα με τον Ματ Ντέιμον, ενδιαμέσως ο «Αμερικανός φίλος» του Βιμ Βέντερς. Η αστυνομική ίντριγκα όλων αυτών των έργων έρχεται σε δεύτερη μοίρα πίσω από το ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων που τόσο έντεχνα η Χάισμιθ σκαλίζει, γεγονός που την έκανε τόσο γνωστή σε όλο τον κόσμο.
Ωστόσο, μια διαφορετική και πιο προσωπική πλευρά της δημοφιλούς συγγραφέως την έφερε και πάλι φέτος στο φως και της κινηματογραφικής επικαιρότητας μέσω του πολύ ενδιαφέροντος ντοκιμαντέρ «Loving Highsmith» που γύρισε η ελβετή σκηνοθέτρια Εύα Βίτια.
Εμπνευσμένο κυρίως από προσωπικά κείμενα της Χάισμιθ που δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό της, το ντοκιμαντέρ φωτίζει τη σχέση της Χάισμιθ με το γυναικείο φύλο, «τις γυναίκες που τόσο πολύ και τόσο βαθιά αγαπούσε», όπως μας είπε πριν από λίγες μέρες η Βίτια στο εστιατόριο γνωστού ξενοδοχείου στο Σύνταγμα.
Η συνάντησή μας έγινε με αφορμή την προβολή του «Loving Highsmith» στο 28ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας, το οποίο η ελβετή δημιουργός τίμησε με την παρουσία της συμμετέχοντας και σε Q&A με το κοινό. Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι σε μια δύσκολη εποχή, στη δεκαετία του 1950, η Χάισμιθ αναγκάστηκε να εκδώσει με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν το μυθιστόρημα «The price of salt», πάνω στη σχέση δύο ομοφυλόφιλων γυναικών. Γνωστό και ως «Κάρολ», το μυθιστόρημα αυτό έγινε ταινία από τον Τοντ Χέινς το 2017 οδηγώντας τις πρωταγωνίστριές της, Κέιτ Μπλάνσετ και Ρούνεϊ Μάρα, στις υποψηφιότητες των Οσκαρ.
Τα προσωπικά κείμενα
«Η επιθυμία μου να γυρίσω αυτό το ντοκιμαντέρ για την Πατρίσια Χάισμιθ γεννήθηκε όταν άρχισα να διαβάζω αυτά τα προσωπικά κείμενά της προτού ακόμα δημοσιευθούν» είπε η Εύα Βίτια, η οποία ξεκίνησε με τα σημειωματάρια της συγγραφέως διότι δεν είχε ακόμα πρόσβαση στα ημερολόγια. Μάλιστα, η Χάισμιθ είχε προσπαθήσει να διαχωρίσει τις περισσότερο δημόσιες σκέψεις της από τις πιο ιδιωτικές, αλλά αυτό το σύστημα δεν λειτούργησε και τόσο καλά.
Γι’ αυτό και αυτά τα γραπτά δημοσιεύθηκαν μαζί. «Διαβάζοντάς τα, αυτό που με άγγιξε ήταν ο ολοκληρωτικός ενθουσιασμός της Χάισμιθ για τις γυναίκες» είπε η Βίτια. «Η Χάισμιθ ερωτευόταν συνέχεια, κάθε δύο εβδομάδες, κάθε δύο μήνες και ήταν ένα συναίσθημα που πραγματικά την ενθουσίαζε. Δεν είχε να κάνει με το σεξ. Ηταν εντελώς ρομαντικό από πλευράς της, αλλά και εντελώς απρόβλεπτο».
Αν και η Χάισμιθ υπήρξε αρκετά ανοιχτή στο ότι είχε πολλές λεσβιακές σχέσεις στη ζωή της, βραχείας κυρίως διάρκειας, κάποτε είχε σκεφτεί σοβαρά την ιδέα του γάμου και επρόκειτο να παντρευτεί τον συγγραφέα Μαρκ Μπράντελ. Εν τέλει συμφώνησαν να εγκαταλείψουν την ιδέα.
«Η Πατρίτσια Χάισμιθ ήταν μια φεμινίστρια χωρίς την ταμπέλα της φεμινίστριας» είπε η Βίτια, «θα μπορούσα μάλιστα να πω ότι θεωρούσε το κίνημα του φεμινισμού κάπως γελοίο». Εξάλλου, ένα μεγάλο κομμάτι του ντοκιμαντέρ είναι αφιερωμένο στην καταπιεστική μητέρα της Πατρίσια Χάισμιθ, η οποία μεγάλωσε μαζί της και με τη γιαγιά της όταν οι γονείς της χώρισαν. Με τη συντηρητική νοοτροπία της η μητέρα της δεν μπορούσε να ανεχθεί την «αλλόκοτη» συμπεριφορά της κόρης της.
Στην ταινία της Βίτια αναφέρεται η εξαλλοσύνη της όταν την είδε να μιλάει με ένα μαύρο παιδί, ενώ, αργότερα, το γεγονός ότι η Χάισμιθ δεν μπορούσε να κάνει σεξ με άντρα σήμανε διαρκείς επισκέψεις σε γιατρούς! «Είμαι παντρεμένη με τη μητέρα μου» γράφει η ίδια η Χάισμιθ στις προσωπικές σημειώσεις της.
Και αργότερα «η ζωή μου είναι ένα χρονικό από απίστευτα λάθη». Σε κάθε περίπτωση η ανυπόφορη αυτή σχέση με τη μητέρα της ήταν ο βασικός λόγος που ώθησε τη μελλοντική διάσημη συγγραφέα να εγκαταλείψει τις Ηνωμένες Πολιτείες και να γνωρίσει άλλα σημεία του κόσμου. Εζησε σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ελβετία, όπου και τελικά πέθανε. Κάποια στιγμή δε, στην Ευρώπη, προσέλαβε δικηγόρο για να διακόψει και νομικά κάθε σχέση με τη μητέρα της.
Αναζητώντας τις συντρόφους
«Οταν είσαι νέος στην εποχή μας έχεις την εντύπωση ότι μπορείς να βρεις τα πάντα στο Ιντερνετ – όμως αυτό δεν ισχύει πάντοτε» είπε χαμογελώντας η Βίτια όταν τη ρώτησα πόσο εύκολο ήταν να ανακαλύψει τα ίχνη των γυναικών που είχαν υπάρξει σύντροφοι της Χάισμιθ.
«Ηταν τελικά μια δουλειά ιδιωτικής έρευνας και ο τηλεφωνικός κατάλογος υπήρξε το καλύτερο εργαλείο!». Δύο γυναίκες που υπήρξαν ερωτικές σύντροφοι της Χάισμιθ μιλούν στην ταινία, η μία είναι η αμερικανίδα συγγραφέας Μαριτζέιν Μίκερ και η άλλη, μια γυναίκα που δεν είχε ως τώρα καμία επαφή με τη δημοσιότητα, η Μονίκ Μπουφέ. Μάλιστα, η Μίκερ είχε κατηγορηθεί ότι εκμεταλλεύθηκε για τη δική της φήμη το όνομα της Χάισμιθ όταν εξέδωσε το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Highsmith: Α Romance of the 1950s» που αναφέρεται σε αυτή τη σχέση τους. Ενώ είχε αρχικώς ενστάσεις για την εμφάνισή της στο «Loving Highsmith», τελικά πείστηκε να μιλήσει – αγέλαστη και αυστηρή, δεν διστάζει να αποκαλέσει τη μητέρα της Χάισμιθ «σκύλα».
Πέρα από το οπτικοακουστικό υλικό με αποσπάσματα από τις λίγες συνεντεύξεις που είχε δώσει η Χάισμιθ («νιώθω σαν να γδύνομαι μπροστά σε αγνώστους» είχε πει για τις συνεντεύξεις τις οποίες δεν ήθελε), ένα ενδιαφέρον στοιχείο του ντοκιμαντέρ είναι η χρήση ελάχιστων σκηνών από ταινίες που βασίστηκαν σε μυθιστορήματα της Χάισμιθ. Σύντομα αποσπάσματα από τον «Αμερικανό φίλο», τον «Ταλαντούχο κύριο Ρίπλεϊ», την «Κάρολ» και τον «Αγνωστο του εξπρές». «Ολες οι σκηνές συνάδουν κυρίως με το υπαρξιακό πνεύμα και θέμα του ντοκιμαντέρ» είπε η Βίτσια. «Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να ξεφύγω από αυτό».