«Περνάμε θυελλώδεις ημέρες», τόνισε η κλυδωνιζόμενη πρωθυπουργός της Βρετανίας, Λιζ Τρας, μιλώντας την Τετάρτη στο ετήσιο συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος των Τόρις, που εν μέσω του χάους των τελευταίων ημερών βρίσκονται σε νέα «τρικυμία».
«Είμαι αποφασισμένη να οδηγήσω τη Βρετανία μέσα στην καταιγίδα και να μας βάλω σε μια πιο ισχυρή βάση», επέμεινε η Τρας, ενόσω μεγάλο μέρος του ακροατηρίου της αναναλογιζόταν πόσο ακόμη θα καταφέρει να παραμείνει στη Ντάουνινγκ Στριτ η 47χρονη πολιτικός, την οποία επέλεξαν μόλις πριν από ένα μήνα τα μέλη των Τόρις εξέλεξαν για τη διαδοχή του Μπόρις Τζόνσον. Πρωτίστως, δε, πώς το κόμμα θα αποφύγει μια εκλογική κατάρρευση.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν στους Εργατικούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης προβάδισμα 33 ολόκληρων μονάδων: το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί για οποιοδήποτε κόμμα μέσα στην τελευταία 20ετία. Οι απεργίες και οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις πυκνώνουν.
Παρά την γενική κατακραυγή και την «κωλοτούμπα» της στις αρχές της εβδομάδας, η αυτοπροσδιοριζόμενη ως «νέα Θάτσερ» κατέστησε σαφές ότι δεν σκοπεύει να αλλάξει τη ρότα της αμφιλεγόμενης οικονομικής πολιτική της.
Απτόητη από τα «καμπανάκια» του ΔΝΤ και της Τράπεζας της Αγγλίας, η Τρας υποστήριξε ότι το σχέδιό της θα επανεκκινήσει την ανάπτυξη και θα ενώσει μια διαιρεμένη χώρα. Κοντολογίς, επιμένει στις μη χρηματοδοτούμενες μειώσεις των φόρων.
Βαδίζοντας προς την κοινωνικό «γκρεμό»
Ακόμη και μετά την απόσυρση της σκανδαλώδους κατάργησης του ανώτατου φορολογικού συντελεστή 45% για τα πολύ υψηλά εισοδήματα, οι εξαγγελθείσες φορολογικές περικοπές κοστολογούνται στα 43 δισεκατομμύρια λίρες (από 45 δισεκατομμύρια που ήταν αρχικά).
Από αυτές, τονίζει η δεξαμενή σκέψης Resolution Foundation, ευνοημένα εξακολουθούν να είναι τα πλουσιότερα νοικοκυριά, κερδίζοντας σχεδόν 40 φορές περισσότερα από τις μειώσεις φόρων, συγκριτικά με τα φτωχότερα νοικοκυριά.
Για τη χρηματοδότηση αυτών των μέτρων εν τω μεταξύ αναμένεται δραματική αύξηση του κρατικού δανεισμού. Για την αντιστάθμισή τους, προβλέπεται βαθύ «μαχαίρι» στις δημόσιες δαπάνες και στα κοινωνικά επιδόματα για τους οικονομικά ασθενέστερους. Και δη εν μέσω κρίσης ακρίβειας και βίαιης φτωχοποίησης όλο και περισσότερων νοικοκυριών.
Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην ανακοίνωση μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού σχεδίου από τον πανταχόθεν βαλλόμενο υπουργό Οικονομικών, Κουάσι Κουάρτενγκ. Είχε προαναγγελθεί για τις 23 Νοεμβρίου.
Υπό το πρίσμα της οικονομικής, κοινωνικής και εσωκομματικής αναταραχής φέρεται τώρα να επισπεύδεται, προς καθησυχασμό και των αγορών. Ούτε όμως και αυτό είναι σαφές, σε αντίθεση με τις επιπτώσεις…
Λιτότητα που σκοτώνει
Η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας έχουν γίνει καθεστηκυία στα χρόνια της διακυβέρνησης της Βρετανίας από τους συντηρητικούς Τόρις, που βρίσκονται στην εξουσία αδιάλειπτα από το 2010.
Έκτοτε έχουν περικοπεί δεκάδες δισεκατομμύρια λίρες από τις δημόσιες δαπάνες, τονίζει νέα μελέτη, διαπιστώνοντας ένα τεράστιο ανθρώπινο κόστος.
Από την αρχή της περασμένης δεκαετίας, αναφέρουν οι συντάκτες της, άρχισαν να αντιστρέφονται οι έως τότε βελτιωμένες τάσεις θνησιμότητας.
Μέσα σε μόλις μια οκταετία, την περίοδο μεταξύ 2012-2019 (ήτοι πριν προκύψει η πανδημία της COVID-19), οι ερευνητές κατέγραψαν σηµαντική υπέρβαση του αναµενόµενου αριθµού θανάτων κατά 334.327 σε Αγγλία, Σκωτία και Ουαλία.
Πρόκειται επί της ουσίας για θύματα της λιτότητας, όπως δείχνει η μελέτη, που έγινε με επικεφαλής ερευνητές του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση Journal of Epidemiology and Community Health της Ιατρικής Ένωσης Βρετανίας.
Συνδέουν την αύξηση των πρόωρων θανάτων στη μείωση του εισοδήματος, στις κακές συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, στην ακατάλληλη στέγαση και στην κοινωνική απομόνωση.
Όχι τυχαία, το ποσοστό θανάτων γυναικών στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Αγγλίας αυξήθηκε κατά 3% μέσα σε αυτή την οκταετία, έναντι μείωσης 14% που είχε καταγραφεί τη δεκαετία του 2000.
Στη Σκωτία, αντίστοιχα, οι πρόωροι θάνατοι στις πέντε πιο υποβαθμισμένες περιοχές της αυξήθηκαν κατά 6%-7% μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενώ την αμέσως προηγούμενη δεκαετία είχαν σημειώση 10% έως 20% πτώση.
«Είναι πιθανό να έχουν προκληθεί πολλοί περισσότεροι θάνατοι από την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, παρά από την COVID-19», τονίζει η Ρουθ Ντάντας, καθηγήτρια Κοινωνικής Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και εκ των συντακτών της μελέτης.
Στα συμπεράσματά της μάλιστα αναφέρεται ότι αποτελεί «σαφή και επείγουσα ανάγκη» η σημερινή κυβέρνηση να αντιστρέψει τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών και να εφαρμόσει νέες στρατηγικές για την προστασία των οικονομικά ευάλωτων ομάδων.
Διδάγματα
«Καθώς η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου συζητά την τρέχουσα και μελλοντική οικονομική κατεύθυνση, πρέπει να κατανοήσει και να διδαχθεί από τις καταστροφικές συνέπειες που έχουν στην υγεία του πληθυσμού οι περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση και σε ζωτικές υπηρεσίες», επισημαίνει ο Τζέρι ΜακΚάρτνεϊ, καθηγητής Οικονομίας της Ευημερίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.
Όμως φαίνεται ότι «οι περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις είναι ακριβώς αυτό που ελπίζει να πετύχει η κυβέρνηση Τρας μέσω περαιτέρω περικοπών», γράφει σε άρθρο της στον Guardian η Ρόζι Κόλινγκτον, διδακτορική φοιτήτρια στο Ινστιτούτο Καινοτομίας και Δημόσιου Σκοπού στο UCL του Λονδίνου, ένα από τα δέκα κορυφαία πανεπιστήμια στον κόσμο.
«Οι πολιτικές που ανακοινώθηκαν αποτελούν εγχειρίδιο καταστροφής του κράτους πρόνοιας», αναφέρει, παραθέτοντας στοιχεία για την δεινή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι δημόσιες υπηρεσίες στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσα στην περασμένη δεκαετία.
Οι χρόνοι αναμονής για επείγουσα περίθαλψη και περίπλοκες θεραπείες στο βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) αυξήθηκαν δραματικά και συνεχίζουν να αυξάνονται. Μεταξύ 2009-2019 οι δαπάνες για τα σχολεία ανά μαθητή στην Αγγλία μειώθηκαν κατά 8,3% σε πραγματικούς όρους.
Η χρηματοδότηση των τοπικών αρχών από την κεντρική κυβέρνηση μειώθηκε κατά 49,1% μεταξύ 2010-2018 και πλέον πασχίζουν για να διατηρήσουν βασικές υπηρεσίες: από παιδικούς σταθμούς, έως την αποκομιδή των σκουπιδιών.
Μόνο μεταξύ 2010 και 2014, οι κρατικές δαπάνες για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών διπλασιάστηκαν στα 88 δισεκατομμύρια λίρες, προς όφελος ιδιωτών. «Και έχουμε ήδη δει», καταλήγει η Κόλινγκτον, «πώς η ιδιωτικοποίηση οδηγεί στην ανάπτυξη ληστρικών πολυεθνικών εταιρειών, κερδίζοντας σε βάρος των φορολογουμένων».