Ο συγγραφέας που έχει ταυτιστεί όσο λίγοι με την έννοια της «ένοχης απόλαυσης» από τους ορκισμένους – και όχι μόνο – αναγνώστες του δεν θα μπορούσε να μην έχει τη δική του. Και αυτή δεν είναι άλλη από το λογοτεχνικό και κινηματογραφικό είδος του τρόμου.
Αναγνώστης και θεατής, πάντως όχι «καταναλωτής» βιβλίων και ταινιών, ο Στίβεν Κινγκ έγραψε το 1981 τον «Μακάβριο χορό», βασισμένος σε σημειώσεις από κολεγιακά μαθήματα τη δεκαετία του 1970, υποδεικνύοντας την καταπακτή απ’ την οποία αντλούσε πρώτες ύλες για την «τέχνη» του. Η ελληνική έκδοση από τον «Κλειδάριθμο», σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου (ο οποίος βρίσκει λύσεις ακόμη και σε δύσκολους τίτλους, όπως το «Tingler»: «Ανατριχιαστής»), περιλαμβάνει τους τρεις προλόγους του συγγραφέα από τη χρονιά έκδοσης, το 1983 και το 2010.
Σ’ αυτόν τον τελευταίο συμπυκνώνει και τα ερωτήματα που κινούν τα νήματα: «Γιατί τόσες από τις αποκαλούμενες ταινίες τρόμου, ακόμα κι αυτές που είναι υψηλού προϋπολογισμού… δεν λειτουργούν; Γιατί τόσοι φαν του είδους, όπως εγώ, μπαίνουν τόσο συχνά με μεγάλες ελπίδες και βγαίνουν νιώθοντας ανικανοποίητοι, χωρίς να έχουν τρομάξει; Γιατί άλλες – μερικές φορές αυτές που αναγγέλλονται με τις λιγότερες τυμπανοκρουσίες· με προϋπολογισμό πενταροδεκάρες και με άγνωστους, άπειρους ηθοποιούς – λειτουργούν, ξαφνιάζοντάς μας με τον τρόμο και την κατάπληξη που μας προκαλούν;».
Το namedropping στις 550 ωφέλιμες σελίδες είναι δεδομένο – από ένα σημείο κι έπειτα μπορεί να γίνεται και εξοντωτικό για τον αναγνώστη, ειδικά όταν ξεκινούν οι επαναλήψεις ή όταν βαραίνουν τα «συμφραζόμενα» για την αμερικανική κοινωνία από το 1950 έως το 1980 (υπάρχει το κεφάλαιο για τον τρόμο στο ραδιόφωνο με δεκάδες άγνωστους τίτλους). Το βιβλίο, ωστόσο, δεν παύει να λειτουργεί τουλάχιστον σε δύο επίπεδα.
Πρώτον, είναι μια απόπειρα προσωπικής τεκμηρίωσης του συγγραφέα για ένα είδος παρεξηγημένο, το οποίο όμως αποδέχθηκε τελικά ακόμη και η κινηματογραφική βιομηχανία στην ανώτερη ελίτ (ορισμένα από τα μέλη της Ακαδημίας Κινηματογράφου ίσως έβλεπαν τον χειρότερο εφιάλτη τους, όταν το 1992 η «Σιωπή των αμνών» – ένα θρίλερ! – κατακτούσε τα πέντε κορυφαία Οσκαρ).
Βαλβίδα ασφαλείας
Ο Κινγκ θεωρεί ότι οι λάτρεις του τρόμου είναι άνθρωποι με φαντασία. Αυτοί που πιστεύουν ότι κατά συρροή δολοφόνοι, ατυχήματα και δυστυχήματα δεν προκύπτουν μόνο για τους άλλους. Οτι οι ταινίες του είδους είναι μια βαλβίδα ασφαλείας. «Η καλή ιστορία τρόμου είναι αυτή που λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας φανταστικά (και μερικές φορές υπερφυσικά) συμβάντα για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τους βαθύτερους πραγματικούς μας φόβους». Για να υποστηρίξει τις απόψεις του ο Κινγκ ξεκινάει μια διαδρομή από τον «Φρανκενστάιν» και τον «Δράκουλα» μέχρι τον «Εξορκιστή» (ο συγγραφέας του οποίου, Γουίλιαμ Μπλάτι, του φαίνεται διδακτικός), το «Μωρό της Ρόζμαρι» κ.ά.
Σε δεύτερο επίπεδο, είναι μια ευκαιρία για τον «ανατόμο του τρόμου» να μοιραστεί με το κοινό του ορισμένες από εκείνες τις καλογυαλισμένες παρατηρήσεις, δικές του ή άλλων, που λειτουργούν αυτόνομα. «Ενας λόγος για την επιτυχία του Σπάιντερμαν της Marvel όταν εμφανίστηκε στη σκηνή των κόμικ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ίσως ήταν η τρωτότητά του» γράφει σε μια υποσημείωση.
«Υπάρχει κάτι που σε κερδίζει στην τρωτότητά του ως Πίτερ Πάρκερ και στη συχνή αδεξιότητά του ως Σπάιντερμαν». Και αλλού: «Η καλή ιστορία τρόμου θα φτάσει χορεύοντας έως το κέντρο της ζωής σας και θα βρει τη μυστική πόρτα του δωματίου που πιστεύατε πως την ύπαρξή του γνωρίζατε μονάχα εσείς – όπως έχουν επισημάνει εξίσου ο Αλμπέρ Καμί κι ο Μπίλι Τζόελ (στο τραγούδι του “The stranger”).
Ο Ξένος μάς κάνει νευρικούς… αλλά μας αρέσει κρυφά να φοράμε δοκιμαστικά το πρόσωπό του». Τελικά, ο σκοπός του Στίβεν Κινγκ βρισκόταν εκεί απ’ την αρχή, όπως σχεδόν σε όλα τα μυθιστορήματά του: αντικρίστε τον φόβο, αλλά τουλάχιστον απολαύστε τον. Ακόμη και με ενοχές.