Μπορεί η μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε ο Αλέκος Αλεξανδράκης η θρυλική «Συνοικία το όνειρο» να αναγνωρίζεται πλέον σαν μία από τις σημαντικότερες του ελληνικού νεορεαλισμού, που μεταφέρει επιτυχημένα στο σελιλόιντ την τοιχογραφία μίας εξαθλιωμένης Ελλάδας, που δοκιμάστηκε διπλά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Ωστόσο όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες σαν σήμερα το μακρινό 1961, δεν είχαν όλοι την ίδια γνώμη.
Σε μια εποχή, όπως γράφει το reader, που όλες οι υπόλοιπες χώρες προσπαθούν να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να δημιουργήσουν ένα καλύτερο αύριο, η δική μας «βύθιζε» τους πολίτες της στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Η ζωή, για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, ήταν γεμάτη πίκρες και δυσκολίες, ενώ οι χαρές ήταν μετρημένες στα δάκτυλα. Τραγούδια και ταινίες εκείνης της μεταπολεμικής περιόδου περιγράφουν με γλαφυρό τρόπο εκείνη την περίοδο της φτώχειας. Αυτό προσπάθησε να κάνει και ο Αλέκος Αλεξανδράκης μέσα από τη δική του ταινία. Ένα όνειρο που μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Η «συνοικία το όνειρο»
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Αλέκος Αλεξανδράκης, έχοντας ήδη μια επιτυχημένη πορεία στον κινηματογράφο και το θέατρο, αποφάσισε να κάνει το πρώτο του εγχείρημα πίσω από τις κάμερες.Όπως ο ίδιος ο αξέχαστος ηθοποιός είχε πει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του, έβαλε σε αυτό το εγχείρημα όσα λεφτά είχε αποταμιεύσει από τις ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει τα προηγούμενα χρόνια. Υπογράφει, λοιπόν, τη σκηνοθεσία της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο», σε σενάριο του Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά.
Πρωταγωνιστής ήταν ο ίδιος και στο πλευρό του, η πρώην σύζυγός του Αλίκη Γεωργούλη, αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί και ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως η Σαπφώ Νοταρά και ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης. Το κόστος της ταινίας για τα δεδομένα της εποχής ήταν εξαιρετικά υψηλό, δεδομένου πως τα περισσότερα γυρίσματα ήταν εξωτερικά. Ο Αλεξανδράκης επιλέγει για τα γυρίσματα την περιοχή του Ασυρμάτου. Ένα πρώην λατομείο, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου, κοντά στα Άνω Πετράλωνα, που στην ουσία ήταν μια παραγκούπολη, που έμεναν πάμπτωχοι και μεροκαματιάρηδες άνθρωποι μαζί με πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.
Ο σπουδαίος ηθοποιός ήθελε να δείξει το πρόσωπο της πραγματικής Ελλάδας. Αυτής που αντιμετωπίζει δυσκολίες, που δεν την αφήνουν να σταθεί στα πόδια της. Αυτής που είναι γεμάτη πληγές. Το ότι θα αντιμετώπιζε δυσκολίες στο να το πετύχει αυτό ήταν δεδομένο. Απλά, ίσως και ο ίδιος να μην περίμενε το πόσο μεγάλες θα είναι αυτές οι δυσκολίες. Το πόσο ενόχλησε το θέμα της ταινίας το καθεστώς εκείνης της εποχής, φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εμφανίζονταν στην περιοχή του Ασυρμάτου παρακρατικοί και τραμπούκοι που προσπαθούσαν ακόμα και με ξύλο και απειλές προς τους κομπάρσους (πολλοί εκ των οποίων ήταν κάτοικοι της περιοχής) να διακόψουν τα γυρίσματα.
Και εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος: «μα καλά, γιατί όλα αυτά». Η απάντηση είναι απλή: Τα μετεμφυλιακά πάθη. Κυβέρνηση τότε ήταν η ΕΡΕ και πρωθυπουργός ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η καθεστηκυία τάξη που ήταν θορυβημένη από τη μεγάλη άνοδο που σημείωναν τα ποσοστά της ΕΔΑ προσπαθεί να παρουσιάσει μια εικόνα για τη χώρα που παρασάγγας απείχε από την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, ήταν σε πλήρη ισχύ και το καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» που περιελάμβανε σωρεία διώξεων και φυλακίσεων για τους αριστερούς. Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον, άλλωστε, τον Οκτώβριο του 1961 είχαν γίνει και οι περιβόητες εκλογές που έμειναν στην ιστορία με τον όρο «βίας και νοθείας».
Η λογοκρισία και η αποκήρυξη
Μέσα σε όλα αυτά, λοιπόν, έρχεται και ο «γνωστός δια τα Αριστερά του φρονήματα» Αλέκος Αλεξανδράκης να προσπαθεί να φτιάξει μια «υπόπτου ηθικής» ταινία, βάζοντας ως συμπρωταγωνιστή δίπλα του τον επίσης Αριστερό (και εξορισθέντα), Μάνο Κατράκη και τον πολιτικά «δακτυλοδεικτούμενο» (και επίσης εξορισθέντα) Μίκη Θεοδωράκη να υπογράφει τη μουσική, δημιουργώντας ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει ύμνος της φτωχολογιάς.
Όταν, μετά κόπων και βασάνων, ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, η ταινία φτάνει αρχικά στα χέρια της επιτροπής προληπτικής λογοκρισίας. Στη συνέχεια περνάει από την ειδική επιτροπή για τη χορήγηση άδειας «γυρίσματος», έπειτα επιστρέφει στην πρώτη επιτροπή προκειμένου να πάρει άδεια προβολής. Τελευταίο στάδιο ήταν η επιτροπή ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών για να πάρει άδεια προβολής στο Φεστιβάλ της Βενετίας! Και ναι. Κάθε φορά που περνάει η ταινία από κάποια επιτροπή όλο και κάτι… κόβεται. Οι δε αρχικές κόπιες μεταφέρθηκαν στην Ασφάλεια για να καταστραφούν. Οι αστυνομικοί, μάλιστα, κάλεσαν τον Αλεξανδράκη προκειμένου να είναι παρών στην καταστροφή τους! Ο σκηνοθέτης όπως είναι φυσικό αρνήθηκε να παραβρεθεί στην καταστροφή του έργου του και όταν ήρθε η ώρα να βγει η ταινία στους κινηματογράφους δήλωσε: «Από τη στιγμή που κόπηκε, δε με αφορά».
Ότι, τέλος πάντων, είχε… περισσέψει από την αρχική δημιουργία του Αλεξανδράκη, πήρε την άδεια για να προβληθεί. Η πρεμιέρα έγινε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 16 Οκτωβρίου 1961. Αλλά ούτε εκεί τελείωσαν τα προβλήματα. Η πρεμιέρα διεκόπη βίαια από αστυνομικούς, που εισέβαλαν στην κινηματογραφική αίθουσα και κατέβασαν τον γενικό διακόπτη, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των επίσημων καλεσμένων. Η ταινία προβλήθηκε μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η προβολή της στην υπόλοιπη χώρα απαγορεύθηκε…
Όπως είναι φυσιολογικό κάτω από αυτές τις συνθήκες η ταινία ήταν μια εισπρακτική αποτυχία. Ο ίδιος ο Αλεξανδράκης έκανε λόγο για οικονομική καταστροφή. Πούλησε τα δικαιώματα στους αδελφούς Κουρουνιώτη. Δε σκηνοθέτησε ξανά ποτέ άλλη ταινία. Η ταινία, ωστόσο, γνώρισε τεράστια εισπρακτική επιτυχία καιρό αργότερα στο εξωτερικό και ειδικότερα στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. «Από εκεί βγήκαν τα λεφτά. Κέρδη ήταν τα ατελείωτα ταξίδια μας και οι γνωριμίες. Φιλίες που άνοιξαν και πυρκαγιές… Μόσχα, Πράγα, Κίεβο, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Σόφια, Βερολίνο, Κούβα» γράφει στην αυτοβιογραφία της η Αλίκη Γεωργούλη, η οποία αποκαλύπτει πως το κόστος για τα γυρίσματα «ήταν 1.472.000 δραχμές, σχεδόν τα διπλά απ’ όσο κόστιζαν τότε οι ταινίες της Βουγιουκλάκη»!