Το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής του και το ακόμα πιο χαρακτηριστικό του γέλιο με έκαναν να αντιληφθώ την άφιξή του στο εστιατόριο «Φιλίππου» πριν καν δω τη φιγούρα του στην είσοδο, όπου τον υποδέχθηκαν περιχαρείς οι σερβιτόροι.

«Εδώ τρώω από φοιτητής», λέει ενώ τακτοποιούμαστε στο εξωτερικό μπαλκονάκι του εστιατορίου. Ενα φτέρνισμα από το διπλανό τραπέζι γίνεται η αφορμή να αρχίσει η κουβέντα μας από την τραυματική εμπειρία της πανδημίας. «Δεν έχω κολλήσει γιατί πρόσεχα», λέει «χτυπώντας ξύλο» ταυτόχρονα. «Αυτή η πανδημία μού έχει αλλάξει τη ζωή. Πέρασα πολύ άσχημα ψυχολογικά. Βούλιαξα στη θλίψη και στην ανυπαρξία.

Δεν είχα διάθεση να κάνω τίποτα. Εβλεπα τις ειδήσεις και τρελαινόμουν στη σκέψη να αρρωστήσω. Εβγαινα, περπατούσα, αλλά με κακή διάθεση. Κι άμα κάνεις κάτι με κακή διάθεση δεν πιάνει. Η ψυχολογία παίζει τεράστιο ρόλο. Οπότε πέρυσι, παρότι τσακισμένος από την πανδημία, με το που πήρα στα χέρια μου το “Φθινόπωρο Χειμώνας”, είπα “Αλκη, εδώ θα σκίσεις”. Κατ’ αρχάς έπαιζα με τρεις γυναίκες, αυτό είναι μεγάλο προσόν για έναν άνδρα ηθοποιό», σχολιάζει σχετικά με την περσινή παράσταση στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας από την οποία οι θεατές έφευγαν σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής φόρτισης.

Και από τη συγκίνηση που προκάλεσε στο θεατρικό σανίδι ως γιατρός Χένρικ, στο διαχρονικό γέλιο μέχρι δακρύων που έχει χαρίσει στο κοινό με τις ερμηνείες του στη μικρή και μεγάλη οθόνη. «Μόλις πάρω ένα κείμενο, καταλαβαίνω αμέσως τι ψάρια θα πιάσω. Ποτέ δεν έπεσα έξω στις επιλογές μου. Πάντοτε κάνω πράγματα που μου αρέσουν, δεν έκανα τίποτα για να ζήσω. Εποχές που οι πάντες έκαναν βιντεοκασέτες εγώ έλεγα όχι. Και δεν είχα λεφτά. Είχα, όμως, πλούσιους φίλους που με αγαπούσαν και με συντηρούσαν με δανεικά και αγύριστα», ομολογεί και για λίγο ανατρέχουμε στις επικές ατάκες του σε κινηματογράφο και τηλεόραση.

«Ο “Βίος και Πολιτεία” είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες. Μάλιστα, για μια σκηνή – εκεί που πάει να κάνει έξοδο ο Κοντογιαννίδης και ο Πουλικάκος τον σταματάει λέγοντάς του ότι “αυτό περιμένουν αυτοί έξω για να πουν μετά πως είμαστε μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης, πράκτορες, πρεζάκηδες, πουλημένοι, πούστηδες, παρανοϊκοί” κι εγώ πετάγομαι ως γκέι Μαρλαφέκας και λέω, “εγώ παρανοϊκός;” – θυμάμαι μου τηλεφωνούσε ο Σπέντζος από το “Ιντεάλ” την ώρα που παιζόταν η ταινία και μου έλεγε “άκου τι γίνεται μέσα όταν λες αυτήν την ατάκα”. Και στους “Απαράδεκτους” είχα παίξει έναν ρόλο που έσκισε, τον Τζον Βαρδαξή-Κουτρουμπέση.

Μια μέρα ένας γιατρός με αποκάλεσε “κύριε Κουτρουμπέση”. Λέω τι είναι αυτό – το είχα ξεχάσει  και απαντά, “οι κόρες μου είπαν να σας χαιρετήσω έτσι”. Και το “LAPD” ήταν μια ευτυχία, με πολύ καλό σενάριο και ένα υπέροχο καστ, μέσω του οποίου έγινα και πολύ αρεστός στους μπάτσους. Προχθές που περνούσα μπροστά από μια ομάδα στο Κολωνάκι με νεαρά παιδιά, μου είπαν “τα σέβη μας διοικητά”. Εχω γκελ στη νεολαία», παραδέχεται και η ιστορία τον επιβεβαιώνει καθώς, από το ’79 που πρωταγωνίστησε στα «Κουρέλια» του Νικολαΐδη, πάντα κατάφερνε να ανανεώνει τον άτυπο τίτλο τού «αγαπημένου της νεολαίας», μια διαδικασία που πλέον, με τη δυναμική του YouTube, εξελίσσεται ερήμην του και προς τις πολύ νεότερες γενιές. «Αύριο και μία μέρα.

Αυτή η μία μέρα είναι το κλειδί της επιτυχίας», έλεγε στα «Φτηνά Τσιγάρα», καθοδηγώντας τον Κώστα Τσάκωνα πώς να χειριστεί αποτελεσματικά τη γνωριμία του με μια Λίτσα. «Τι γέλιο έχει αυτή η ταινία είναι κάτι το απίστευτο», σχολιάζει και του ζητώ να μου διηγηθεί πώς είχε ο ίδιος κατορθώσει να κερδίσει την καρδιά της γαλλίδας συζύγου του το ’65, όταν έπαιζε μουσική σε ένα βελγικό κλαμπ στο Λουτράκι.

«Εκεί ερχόντουσαν Γάλλοι, Βέλγοι. Μια μέρα ένας από τους διευθυντές μού λέει “ήρθε το καινούριο γκρουπ, έχει πολύ όμορφα κορίτσια και μια που μάλλον είναι η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία κάνει ηλιοθεραπεία”. Πάω, βλέπω τη Νικόλ και παθαίνω πλάκα. Δεν ήταν η Ελίζαμπεθ Τέιλορ αλλά ήταν κούκλα. Την πλησιάζω και με διώχνει. Αρχισα να την πολιορκώ και κάποια στιγμή το φρούριο έπεσε, αφού με ταλαιπώρησε αρκετά», περιγράφει, χαμογελώντας για τη σύντροφό του με την οποία έζησε τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, όπου πρόλαβε και ο ίδιος να ρίξει ορισμένες πέτρες.

Κι ενώ η κουβέντα μας, με θέα την ηλιόλουστη Ξενοκράτους, συνεχίζεται άνευ φαγητού, καθώς οι ιστορίες που αφηγείται είναι συναρπαστικές σαν ταινία, τον ρωτώ για το πώς βίωσε ο ίδιος τη χούντα των συνταγματαρχών στην Αθήνα. «Ημουν τριτοετής Δραματικής Σχολής, έπαιζα έναν απελπισμένο ήρωα που του πήγαινε να έχει λίγο μαλλάκι. Είχα δώσει ραντεβού στην Ομόνοια με έναν φίλο και ξαφνικά σκάει ένα τζιπ με λοκατζήδες και μας πιάνουν. Ενας λοχαγός, ελεεινός τύπος ονόματι Σαρρής, μου λέει να πω να βγει από ένα αμάξι και το συγκρότημα της Ρίτας Παβόνε που είχαν όλοι μαλλιά. Μας πήγαν όλους σε ένα τμήμα στη Σωκράτους και μας είπαν “βάλτε ρεφενέ να αγοράσετε ψαλίδι”, για να μας κουρέψουν. Αυτό δεν λεγόταν κούρεμα, ήταν βιασμός. Το χάραμα που μπήκε λίγο φως, είδαμε τα χάλια μας και αρχίσαμε να κλαίμε. Αργότερα στην Αμερική σκεφτόμουν αυτόν τον τύπο και ήθελα να τον σκοτώσω», θυμάται.

Η μυθολογία της Αμερικής

Και από την ταραχώδη Ευρώπη, στη Γη της Επαγγελίας, την Αμερική, όπου πέρασε τα πιο ωραία χρόνια της ζωής του, παρότι έφτασε με 100 δολάρια στην τσέπη. «Ηθελα να ζήσω όλη τη μυθολογία της Αμερικής. Μπογιές, γκαρσόνι, παρκαδόρος. Κάποια στιγμή κουράστηκα, βρήκα ένα μουσικό γκρουπ και έβγαζα πολλά λεφτά. Παράλληλα, είχα τη σχολή που λεγόταν HB Studio όπου ένιωθα ότι μου ανοίγουν το κεφάλι και μου βάζουν γνώση. Στη σχολή έσκιζα, ήμουν πλούσιος φοιτητής, ήταν η καλύτερή μου. Εχοντας συμπληρώσει 10 χρόνια σπουδών, οι δάσκαλοι σχεδόν με έδιωχναν. “Βρες ατζέντη, είσαι έτοιμος να δεχθείς σκηνοθετικές υποδείξεις”, μου έλεγαν. Η Αμερική με έμαθε τι σημαίνει ηθοποιός. Ηθοποιός σημαίνει παρατηρητής. Οι εμπειρίες είναι τα παράσημα ενός ηθοποιού. Στην Αμερική μάς έλεγαν ότι “πρέπει να είστε παρατηρητές ακόμα και των πολύ προσωπικών σας στιγμών”. Και ότι το επάγγελμα δεν είναι το παν. “Ρουφήξτε ζωή”, μας προέτρεπαν οι δάσκαλοι. Εκτοτε, πρώτο μέλημά μου είναι να ζω καλά. Ετσι προέκυψαν τα ταξίδια στη Νοτιοανατολική Ασία, τα ταξίδια είναι τεράστια γνώση», συνεχίζει και λίγο πριν κλείσει η κουζίνα του Φιλίππου αποφασίζουμε να παραγγείλουμε. «Τώρα κάνω μια ταινία του Ορφέα Περετζή που λέγεται “Ριβιέρα”. Αν έρθει κάποιος στο σετ νομίζει ότι είναι ξένη παραγωγή. Τα γυρίσματα γίνονται στη Σαρωνίδα. Εσείς θα τη δείτε στους κινηματογράφους του χρόνου», αναφέρει.

Με τα πιάτα μπροστά μας και τα πιρούνια ανά χείρας, ανατρέχουμε στα εφηβικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου μαγεύτηκε από τις καλοκαιρινές παραστάσεις του Κουν. Τον ρωτώ τι κουβαλά από τους κωνσταντινουπολίτες γονείς του, μια καλλιτεχνική οικογένεια που τον στήριξε στην απόφασή του να γίνει ηθοποιός. «Από τη μάνα μου την καλοσύνη της, ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Οταν ήμουν νέος ήμουν όμορφος, της έμοιαζα. Από τον πατέρα μου πήρα την καλλιτεχνία», λέει για τον ιεροψάλτη Αθανάσιο Παναγιωτίδη τον οποίο χαρακτηρίζει «τεράστια φίρμα» στο είδος του. Σήμερα ανυπομονεί να επισκεφθεί τον γιο του και τις εγγονές του στο Παρίσι και έναν φίλο του στην Ταϊλάνδη. Μιλώντας για την Ταϊλάνδη, δίνει και τον δικό του ορισμό για το τι θεωρεί προοδευτικό: «Προοδευτικό είναι να σέβεσαι τον συνάνθρωπό σου και τη διαφορετικότητά του. Στην Ταϊλάνδη βλέπεις τραβεστί σε δημόσιες υπηρεσίες. Για τους Ταϊλανδούς είναι πολύ φυσικό. Θα ήθελα κάτι αντίστοιχο να είχαμε κι εμείς, ο “πολιτισμένος” κόσμος».

Η έκρυθμη κατάσταση στον πλανήτη τού προκαλεί ανασφάλεια. «Τώρα έχουμε πόλεμο με άγνωστη κατάληξη. Τολμώ να πω ότι είμαι ιδιαίτερα ανήσυχος. Μπορεί να αλλάξει η ζωή μας δραματικά. Ο Πούτιν έχει στριμωχτεί, ανά πάσα στιγμή μπορεί να τρελαθεί, να πατήσει κανένα κουμπί», εκτιμά κι αμέσως αναρωτιέμαι αν ψηφίζει. «Τα τελευταία χρόνια όχι, πιστεύω ότι είναι όλοι ίδιοι με μικρές αποκλίσεις. Πρέπει να γίνει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, να αναλάβει όλα τα κρίσιμα θέματα. Το κακό του Ελληνα είναι ότι δεν έχει μάθει να συνεργάζεται», διαπιστώνει και τον ρωτώ αν υπάρχει πια χώρος για γέλιο. «Καμιά φορά γελάω με τα χάλια μας. Δυστυχώς, όμως, δεν γελάμε πια. Εγώ ήμουν σε μια παρέα που σκάγαμε στο “Φίλιον” και πέφτανε χοντρά γέλια», αναφέρει.

Με τα στριφτά τσιγάρα να έχουν επιστρέψει στα ακροδάχτυλά μας, ανοίγουμε προσεκτικά τον φάκελο «απώλεια φίλων» με τον ίδιο να λέει: «Εφυγαν πολλοί φίλοι, έχω μείνει μόνος, είναι τρομερό. Εχω έναν φίλο μεγαλύτερο από μένα, τον Βασίλη Πουλαντζά. Προσπαθώ να τον ακούσω – έχω το καλό να συμβουλεύομαι αν και συνήθως ρωτάω γυναίκες γιατί εκτιμώ περισσότερο το γυναικείο μυαλό. “Μη σε ρίχνει αυτό”, μου λέει, “να χαρείς γιατί είσαι ζωντανός”. Πώς να χαρώ, του λέω, άμα είμαι μόνος, πώς; Πάντως, κανείς κρατιέται ζωντανός άμα τον συζητάς», λέει και διηγείται ιστορίες με τον Τζούμα και τον Κοτανίδη, με τον οποίο υπήρξε συμμαθητής στο γυμνάσιο. «Δεν είχα καλή σχέση μαζί του τότε γιατί ήταν απουσιολόγος κι εγώ ήμουν του σκασιαρχείου», αναφέρει γελώντας. Και ενώ γνωρίζω ότι είναι γεννημένος το ’48, αναρωτιέμαι πόσων χρονών να νιώθει. «Εφηβος. Εχω πολύ βαριά τρέλα στο μυαλό. Πιστεύω ότι είναι ανφέρ να μην πηγαίνει παράλληλα το μυαλό με το κορμί, ενώ το μυαλό είναι 15-16, το σώμα με τον χρόνο γίνεται κουρέλι. Ο πατέρας μου έλεγε, “όλες οι ηλικίες έχουν αξία αρκεί να ξέρεις να τις ζεις”».

«Μας κόβεται το όνειρο»

Λίγο πριν αφήσουμε το τραπέζι μας για να συντονιστούμε και πάλι με τους αμείλικτους ρυθμούς της πόλης, μαθαίνω ότι τα ντραμς από τα «Κουρέλια» πουλήθηκαν σε στιγμή οικονομικής δυσκολίας και ότι όταν δεν είναι αυστηρός με τον εαυτό του – «τον βάζω στον τοίχο και τον χτυπάω», ομολογεί – του επιτρέπει να ονειρεύεται. Τι ονειρεύεται; «Ταξίδια, στα ίδια μέρη. Εχω μεγαλώσει και δεν μου αρέσει να κάνω τον εξερευνητή γιατί φοβάμαι μην πέσω έξω. Δύο μέρη ήθελα να επισκεφτώ, Βραζιλία και Περού. Ε, τώρα περάσαν τα χρόνια. Πάω στα σίγουρα πια, εκεί που ξέρω», λέει και καταλήγει: «Είναι όμορφη η ζωή αλλά τη ζούμε σαν ένα μικρό μαρτύριο. Ολα μας τα λεφτά πάνε σε λογαριασμούς για να συντηρηθούμε κι έτσι μας κόβεται το όνειρο. Αυτό που θέλω τώρα είναι να γίνει η ζωή μας λίγο πιο ανθρώπινη, λίγο πιο κανονική».