Στη θεωρία πίσω από μια ψήφο μπορεί να κρύβονται πολλά κίνητρα. Αλλοι τη ρίχνουν υπολογίζοντας ορθολογικά το ατομικό τους συμφέρον. Κάποιοι επιλέγουν κόμμα όπως διαλέγουν μεταξύ δύο κακών το μικρότερο. Ορισμένοι πασπαλίζουν τον φάκελο με την ασημόσκονη της ιδεολογίας τους.

Μερικοί μένουν πιστοί στις κομματικές τους ταυτίσεις. Υπάρχουν, βέβαια, κι αυτοί που πριν ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα συγκρίνουν τις επιδόσεις μιας κυβέρνησης με τη ρητορική των αντιπολιτευόμενων. Ή εκείνοι που ίσως επηρεαστούν από το θυμικό τους. Ολοι οι παραπάνω συνυπάρχουν σε ένα εκλογικό σώμα, και κανένας δεν περισσεύει για όσους σχεδιάζουν προεκλογικές καμπάνιες. Μεταξύ των ελλήνων εκλογέων, όμως, ποιοι επικρατούν; Πώς, για να το πούμε διαφορετικά, τείνουν να αποφασίζουν οι ψηφοφόροι εδώ;

Ο προβληματισμός διατυπώνεται διαφορετικά στα κομματικά επιτελεία ενόψει της προεκλογικής περιόδου, η οποία θα διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες. Τα στελέχη τους προσπαθούν να απαντήσουν στην ερώτηση «ποιο θα είναι το θέμα που θα καθορίσει τις βουλές των μετακινούμενων;», ώστε να βρουν τον καταλληλότερο τρόπο για να τους προσεγγίσουν.

Αν πιστέψει κανείς τις διαρροές από τα δύο μεγάλα κόμματα, η πλειονότητα των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους  θα προσέλθουν στις επόμενες κάλπες έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους την ακρίβεια. Εξού κι η Κουμουνδούρου σχεδιάζει εξορμήσεις στις λαϊκές, ενώ οι υπουργικές δηλώσεις περί θετικών ειδήσεων για την ελληνική οικονομία ή τις κυβερνητικές επιδοτήσεις διαδέχονται η μία την άλλη.

Πέρα από τη διαχείριση μιας «κανονικότητας» με υψηλό κόστος ζωής, όμως, κάθε κόμμα δείχνει να πιστεύει πως υπάρχουν κι άλλες ατζέντες οι οποίες ενδέχεται να απασχολήσουν σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης προτού καταλήξει. Οι γαλάζιοι, ας πούμε, εκτιμούν ότι θα παίξει ρόλο η στάση της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά. Για τους αριστερούς δεν γίνεται να μην επηρεάσει τη λαϊκή ετυμηγορία η υπόθεση των υποκλοπών. Στην ανάγνωση των κεντροαριστερών θα αναζητηθεί η εναλλακτική στον δικομματισμό. Τα ακόμη μικρότερα κόμματα, πάλι, απλά προσδοκούν πως η δυσαρέσκεια για τα μεγαλύτερα κι ο θυμός ίσως αυξήσουν τη δική τους δύναμη – έστω την πρώτη Κυριακή της απλής αναλογικής.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΞΟΝΕΣ.

Σύμφωνα με έναν σχολαστικό μελετητή των δημοσκοπήσεων και των exit-polls, οι Ελληνες αποφαίνονται για τη σύνθεση της Βουλής πίσω από τα παραβάν ακολουθώντας τους τρεις βασικούς άξονες που καταγράφει η βιβλιογραφία της εκλογικής συμπεριφοράς. «Το 1/3 ψηφίζει με βάση την οικογενειακή παράδοση, το άλλο 1/3 την ιδεολογική του τοποθέτηση και το τελευταίο 1/3 με γνώμονα την καλύτερη λύση – ορθολογιστικά, δηλαδή», σημειώνει.

Τα δύο πρώτα τρίτα ωστόσο «βαίνουν μειούμενα», ενώ η κρίσιμη μάζα του τελευταίου τρίτου αγγίζει το 15% με 20%. Το  συγκεκριμένο ποσοστό λογίζεται ως αποφασιστικό επειδή δεν ενεργεί καθοδηγούμενο από κομματικές ή ιδεολογικές ταυτότητες, άρα δεν είναι σταθερό και εύκολα προβλέψιμο. Ψηφίζει κυρίως με γνώμονα τα συμφέροντά του. Το 2015, φέρ’ ειπείν, στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ προσμένοντας την υποσχόμενη κατάργηση του ΕΝΦΙΑ – «αυτή», εξηγεί η παραπάνω πηγή, «όσο κι αν σήμερα ακούγεται παράδοξο ήταν μια ορθολογική επιλογή».

Για τους δημοσκόπους

Εξίσου σημαντικό κριτήριο αποδεικνύεται η «ηγετικότητα» των αρχηγών των κομμάτων. Ρόλο παίζουν επίσης τα πρόσωπα των υποψήφιων βουλευτών – μια κι αναπτύσσουν στενές σχέσεις, ειδικά με τους πιο παραδοσιακούς ψηφοφόρους. Παράλληλα, γύρω στο 30% των ψηφισάντων δεν διαλέγει κυβέρνηση, αφού ψηφίζει κόμματα τα οποία ξέρει ότι στην πραγματικότητα δεν διεκδικούν τη διακυβέρνηση.

Φυσικά, αρκετοί πολιτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι το κομβικό θέμα, εκείνο που κρίνει το αποτέλεσμα, είναι παραδοσιακά η οικονομία – με την ευρεία του όρου έννοια, μια και κάποιοι ψηφίζουν λαμβάνοντας υπόψη την προσωπική τους οικονομική εξέλιξη, άλλοι ανάλογα με το πώς προσλαμβάνουν την πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών. «Αυτό συμβαίνει ήδη από τη δεκαετία του 1980», επισημαίνει ένας.

Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟ 2012.

Από τη διπλή αναμέτρηση του 2012 κι έπειτα, πάντως, οι εκλογολόγοι έχουν εντοπίσει μια αλλαγή στις σχετικά παγιωμένες έως εκείνη τη στιγμή εκλογικές συνήθειες. Τότε αρχίζουν οι μετακινήσεις με γνώμονα την αξιολόγηση της διαχειριστικής επάρκειας του κάθε κόμματος. Την τελευταία δεκαετία, μάλιστα, οι μετρήσεις αποτυπώνουν μια σταδιακή αύξηση του αριθμού των εν λόγω ψηφοφόρων – μάλλον εύλογα, εφόσον οι κρίσεις έχουν γίνει κανονικότητα.

«Επειτα από αναρίθμητα γκάλοπ έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως τα κριτήρια επιλογής είναι όσα κι οι ψηφοφόροι», λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού ένας επαγγελματίας των δημοσκοπήσεων. Το μόνο βέβαιο, λοιπόν, είναι πως η πλειοψηφία των δημοσκοπικών δειγμάτων δηλώνει ότι ψηφίζει με ιδεαλισμό «όποιον είναι καλύτερος για τον τόπο» όπως απαντά στις έρευνες τηλεθέασης ότι προτιμά να βλέπει ιστορικά ντοκιμαντέρ – από εκείνα που στην πράξη γράφουν μονοψήφια νούμερα στα μηχανάκια της AGB.