Αλεξάνδρεια, 1946: «Αληθινά Γιώργο, επιθύμησα αγρίως κάνα – δυο sonates Mozart ή Beethoven. Θυμάσαι τι καλοί ήμασταν ώρες-ώρες; Ελπίζω κάποτε, να ξαναμελετήσουμε μαζί τίποτε όμορφες σελίδες. Και σεις, πώς τα περνάτε; Κονσέρβες, ουρές και τέτοια, θα μου πείτε, ε; Ήταν και η Θαλασσινού εδώ, και μου διηγήθηκε αρκετά για την Αθήνα».
Αποσπάσματα από επιστολές όπως αυτό ενέπνευσαν τον Γιώργο Πατεράκη και την χορωδία String Theory για τη νέα δουλειά τους με τίτλο «Κι εσείς; Πώς τα περνάτε; ή Sicut Transit Gloria Mundi», .
Μια σειρά επιστολών που χρονολογούνται από το 1934 έως το 1947 και βρέθηκαν τυχαία στο υπόγειο ενός παλιού, ερειπωμένου αρχοντικού στα Πατήσια. Πρόκειται για ένα Μουσικό Αναλόγιο για μικτή χορωδία, τρεις τραγουδιστές, τρεις αφηγητές και βιντεοπροβολή που ακροβατεί ανάμεσα στις δραματικές αράδες της Ιστορίας και τις ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων. Ο Γ. Πατεράκης μιλάει για την παράσταση, που ξεκινά στις 21 Οκτωβρίου
Πώς προέκυψε η ιδέα για την μουσική παράσταση;
Αν ακούσεις ένα καλό ανέκδοτο θες να το μοιραστείς, μόνο και μόνο για να δεις τα προσωπάκια των άλλων να φωτίζονται. Αν ανακαλύψεις ένα καταπληκτικό μέρος για διακοπές, το επόμενο καλοκαίρι τραβολογάς εκεί στους κοντινούς σου φίλους.
Αν θες να μοιραστείς χαρά μαγειρεύεις τα καλά σου φαγητά, φωνάζεις τους αγαπημένους σου και τους βγάζεις τα ταψιά. Ε, έτσι κι εγώ, έπεσα επάνω στις επιστολές, μου άρεσαν πολύ και ήθελα να τις μοιραστώ. Επειδή τώρα τυχαίνει να είμαι μουσικός, τις μοιράζομαι κάνοντας -τι άλλο;- μια μουσική παράσταση. Αυτό είναι όλο.
Πώς επιστολές καθημερινών ανθρώπων έγιναν μουσική από εσάς;
Κάνω παραστάσεις με ό,τι βρω μπροστά μου και μου γυαλίσει. Τώρα ήταν αυτές οι επιστολές. Τι να κάνω δηλαδή; Τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα σε όπερα, τη ζωή του Μακρυγιάννη και του Μάρκου Μπότσαρη σε ορατόριο, ή τίποτα χορωδίες με διάφανες εσθήτες, χλαμύδες και χιτώνες που κυματίζουν κάτω από ιωνοβλαχικά κιονόκρανα, να στηθοκοπιούνται με αρχαιοπρεπείς ανάπαιστους σε ακατάληπτα αδωνογεωργιαδικά; Ή μήπως την εκατοστή ογδοηκοστή παραλλαγή του “Ένα το Χελιδόνι” για χίλια μπουζούκια στο Ηρώδειο; Μπορεί να φαίνονται αστεία όλα τούτα, αλλά είναι το κριτήριο σημαντικού μέρους του πληθυσμού, μη γελιόμαστε.
Και, ακόμα καλύτερα, αυτή είναι πάνω-κάτω και η αντίληψη της εξουσίας για το “σπουδαίο” και το “μεγάλο” στην τέχνη, που αντανακλάται στη μερίδα του λέοντος των χρηματοδοτούμενων παραγωγών από τους επίσημους φορείς και τα συστημικά εργοστάσια παραγωγής κουλτούρας. Από κει και πέρα μπορούμε να αναρωτιόμαστε για διάφορα πράγματα: με ποια κίνητρα πιάνει κανείς το οτιδήποτε και το κάνει έργο τέχνης; Με ποια εφόδια πιάνει κανείς το οτιδήποτε και το κάνει έργο τέχνης; Μου έρχεται στο μυαλό το γλυπτό “America” του Maurizio Cattelan, που εκτίθεται στο μουσείο Guggenheim. Αν δεν τυχαίνει να το ξέρετε, δεν έχετε παρά να το γκουγκλάρετε. Το αφήνω ασχολίαστο.
Αυτή η εφηβική επικοινωνία μεταξύ Αθήνας και Αιγύπτου, με φόντο έναν πόλεμο, στον σημερινό θεατή τι θα αποκαλύψει;
Στον καθένα θα πει άλλα. Το ίδιο το υλικό είναι από μόνο του τέτοιο που μπορείς να το δεις όπως θες. Πάρτε παράδειγμα τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες με τον Παπαγιαννόπουλο και τον Βουτσά.
Άλλοι βλέπουν την επιτομή της νοσταλγίας, άλλοι τη χαμένη αθωότητα ενός περασμένου κόσμου, άλλοι τον πρόδρομο της νοσηρής μικροαστίλας και αμάθειας που ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία (έχετε προσέξει πως σε αυτά τα έργα τα σπίτια δεν έχουν ούτε ένα βιβλίο;), άλλοι βλέπουν διαμάντια αστείρευτου και πηγαίου χιούμορ από σούπερ ηθοποιάρες που δεν υπάρχουν πια, και άλλοι το εύλογο αποτέλεσμα της μιας και μοναδικής εποχής άνθισης του ελληνικού εμπορικού σινεμά. Οι επιστολές λοιπόν είναι η αλληλογραφία κάποιων αθηναϊκών πλουσιόπαιδων με φίλους τους που είχαν μεταναστεύσει στην Αίγυπτο τη δεκαετία του 1930. Γαλλικά και πιάνο, και κάπου ανάμεσα στα λιλιά και στα φρου-φρου βρίσκεται και η αγάπη τους για την κλασική μουσική.
Οχυρωμένα στον τρόπο της ζωής τους, μου κίνησε το ενδιαφέρον πώς αφομοίωναν την κοσμογονία που ξετυλιγόταν γύρω τους. Ο Θεός κι η ψυχή τους. Έπεφτα πάνω σε διάφορες σαχλαμάρες όπως σε μια επιστολή, γραμμένη λίγους μήνες μετά τη βόμβα της Χιροσίμα, όπου η Φ. από την Αλεξάνδρεια κάνει “χιουμοράκι” παινεύοντας το μουσικό ταλέντο του φίλου της στην Αθήνα: “Ένα τέτοιο παιδί με τόσο σπάνιο και ουράνιον (προς Θεού, όχι το ουράνιον της ατομικής βόμβας)… δοξάρι!”. Μου θύμισε την Έλενα Ναθαναήλ στην ταινία που ξεναγεί κάτι τουρίστες στα αξιοθέατα του Παρθενώνα και τους λέει: “…and from here you can see the Athens Hilton”! Τέλος πάντων, διαβάζοντας τις επιστολές είχα ανάμικτα συναισθήματα. Τη μια τους αντιπαθούσα, την άλλη τους συμπαθούσα. Αφού τα διάβασα όλα, υπήρξε κάτι που μου φάνηκε ξεχωριστά ενδιαφέρον: ενώ τα γράμματα στην αρχή μίλαγαν διαρκώς για τη φιλία και τη λαχτάρα τους να ξανασμίξουν και να ξαναπαίξουν μουσική παρέα, όσο πέρναγε ο καιρός περιορίζονταν σε διεκπεραιωτικές λίστες αγορών προϊόντων μόδας και ομορφιάς που παράγγελναν οι Αθηναίοι στους κοσμοπολίτες φίλους τους στην Αλεξάνδρεια. Ήταν ένα στοιχείο που δεν μπορούσα να μην το βάλω στην παράσταση, αν και μπορεί να περάσει απαρατήρητο.