Το Politico, σε ανάλυσή του, εξετάζει το σενάριο η Ευρώπη να χάσει τον παράγοντα ΝΑΤΟ από τη στήριξη της Ουκρανίας. Το γνωστό Μέσο τονίζει ότι με τους Ρεπουμπλικανούς έτοιμους να κερδίσουν τις επερχόμενες αμερικανικές εκλογές, ο πιο γενναιόδωρος δωρητής του ΝΑΤΟ στην πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας μπορεί ξαφνικά να φανεί πολύ πιο φειδωλός το 2023.
Το ενδεχόμενο αυτό έφερε στο προσκήνιο το χάσμα μεταξύ της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής βοήθειας. Ήδη, ήταν δύσκολο να πειστούν όλα τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να δίνουν το 2% της οικονομίας τους στις αμυντικές δαπάνες, τονίζει το Politico. Τώρα, δέχονται αυξανόμενες πιέσεις από τις ΗΠΑ να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο. Και αυτό έρχεται εν μέσω μιας ήδη «σκληρής» συζήτησης σε όλη την Ευρώπη για το πώς θα αναπληρώσει τα δικά της μειούμενα στρατιωτικά αποθέματα, ενώ ταυτόχρονα θα χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας.
Παρόλα αυτά, το μάντρα των Αμερικανών Ρεπουμπλικάνων – οι οποίοι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις πάνε να αναλάβουν τον έλεγχο ενός από τα δύο σώματα του Κογκρέσου μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου – ήταν ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει δράση.
«Οι σύμμαχοί μας», δήλωσε ο Τιμ Μπέρτσετ, ένας Ρεπουμπλικανός από το Τενεσί, ο οποίος συμμετέχει στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, «πρέπει να αρχίσουν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα στην αυλή τους πριν μας ζητήσουν περισσότερη εμπλοκή».
Πολύ μεγαλύτερη η απειλή για την Ευρώπη
Ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ανοίξει τα πορτοφόλια τους σε επίπεδα ρεκόρ και έχουν δώσει τα στρατιωτικά τους αποθέματα στην Ουκρανία, η στρατιωτική βοήθεια της Ουάσινγκτον προς το Κίεβο εξακολουθεί να επισκιάζει τις προσπάθειες της Ευρώπης. Είναι μια διαφορά που οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να τονίσουν, καθώς υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί πολύ μεγαλύτερη απειλή για την Ευρώπη από ό, τι για τις ΗΠΑ.
Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι η αλλαγή του κλίματος στην Ουάσινγκτον, εάν το Κογκρέσο περιέλθει στον έλεγχο των συντηρητικών.
«Είναι φρικτό αυτό που κάνουν οι Ρώσοι», πρόσθεσε ο Μπέρτσετ, αλλά δήλωσε ότι θεωρεί την Κίνα και τα καρτέλ ναρκωτικών «πιο απειλητικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία».
Το 2% γίνεται η βάση
Από τότε που η Ρωσία εξαπέλυσε την επίθεσή της στην Ουκρανία, οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υποσχέθηκαν πάνω από 200 δισεκατομμύρια ευρώ σε νέες αμυντικές δαπάνες, υπενθυμίζει το Politico.
Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ δεσμεύτηκαν το 2014 να στοχεύσουν στο να δαπανήσουν το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα μέσα σε μια δεκαετία και όλο και περισσότερες κυβερνήσεις παίρνουν στα σοβαρά αυτή την υπόσχεση. Αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο.
Το ποσοστό του 2% είναι ακριβώς «αυτό που θα περιμέναμε» από τους συμμάχους, δήλωσε νωρίτερα αυτό το μήνα ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν. «Θα ενθαρρύναμε τις χώρες να υπερβούν αυτό το 2%, διότι θα πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο στην επέκταση των βιομηχανικών βάσεων και να διασφαλίσουμε ότι κάνουμε τα σωστά πράγματα για να αντικαταστήσουμε» μέρος αυτών που δόθηκαν στην Ουκρανία.
Η «Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας» που δημοσιοποίησε πρόσφατα η Ουάσινγκτον κωδικοποίησε αυτές τις προσδοκίες.
«Καθώς αυξάνουμε τις δικές μας σημαντικές συνεισφορές στις δυνατότητες και την ετοιμότητα του ΝΑΤΟ», αναφέρει το έγγραφο, «θα βασιστούμε στους συμμάχους μας να συνεχίσουν να αναλαμβάνουν μεγαλύτερη ευθύνη αυξάνοντας τις δαπάνες, τις δυνατότητες και τις συνεισφορές τους».
Πρόκειται για μια φιλοδοξία που θα δυσκολέψει πολλούς Ευρωπαίους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, οι οποίοι και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό τους, σημειώνει το γνωστό Μέσο. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, έχει δεσμευτεί να πετύχει τον στόχο του 3% για τις αμυντικές δαπάνες, αλλά πρόσφατα αναγνώρισε ότι η «μορφή» της αύξησής του μπορεί να αλλάξει, καθώς οι πρόσφατες αλλαγές πολιτικής ταράζουν την οικονομία.
Τακτική φιλικής ενθάρρυνσης – Θα αλλάξει;
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ακολουθήσει έναν δρόμο φιλικής ενθάρρυνσης προς την Ευρώπη, αντί να παρενοχλεί τους εταίρους της. Ωστόσο, οι Ρεπουμπλικάνοι δεν είναι τόσο πρόθυμοι να υιοθετήσουν έναν τόσο φιλικό τόνο, υπογραμμίζει το Politico. Και αν αναλάβουν τον έλεγχο του Κογκρέσου, οι Ρεπουμπλικάνοι θα έχουν μεγαλύτερο λόγο στο «πορτοφόλι» των ΗΠΑ, αλλά και στον τόνο που θα χρησιμοποιείται από την Ουάσινγκτον.
«Νομίζω ότι οι πολίτες θα αντιμετωπίζουν την ύφεση και δεν πρόκειται να δώσουν λευκή επιταγή για την Ουκρανία», δήλωσε ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι στο Punchbowl News νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
«Υπάρχουν πράγματα που (σ.σ. η κυβέρνηση Μπάιντεν) δεν κάνει στο εσωτερικό», πρόσθεσε. «Δεν ασχολείται με τα σύνορα και οι άνθρωποι αρχίζουν να το ζυγίζουν αυτό. Η Ουκρανία είναι σημαντική, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να είναι το μόνο πράγμα που κάνουν και δεν μπορεί να έχουν λευκή επιταγή».
Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις
Οι Ρεπουμπλικάνοι πιθανόν να παρακολουθούν τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν ένα μικρό αλλά αυξανόμενο κομμάτι των Αμερικανών να λέει ότι οι ΗΠΑ παρέχουν υπερβολική υποστήριξη στην Ουκρανία. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 7% τον Μάρτιο σε 20% τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Pew Research Center. Τώρα, πλέον, ανέρχεται στο 32% μεταξύ των ψηφοφόρων που κλίνουν προς τους Ρεπουμπλικάνους.
Έτσι, ενώ ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συνεχίζει να ζητά από το Κογκρέσο να εγκρίνει περισσότερα πακέτα βοήθειας για την Ουκρανία, παρατηρητές λένε ότι θα μπορούσε να υπάρξει περισσότερος σκεπτικισμός τους επόμενους μήνες.
«Γίνεται όλο και πιο δύσκολο, επειδή υπάρχει η αίσθηση ότι εμείς τα κάνουμε όλα και οι Ευρωπαίοι όχι», δήλωσε ο Μαξ Μπέργκμαν, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Προγράμματος στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών.
Και ενώ σημείωσε ότι «κατά κάποιο τρόπο, αυτό είναι άδικο» λόγω του οικονομικού κόστους του πολέμου για την Ευρώπη, είπε ότι από στρατιωτικής πλευράς η βοήθεια για την Ουκρανία και οι δαπάνες για την αμυντική βιομηχανική ικανότητα είναι πλέον «το νέο 2%».
Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής παρακολουθούν στενά την Ουάσινγκτον.
«Για τους Ευρωπαίους, η ιδέα ότι η πολιτική των ΗΠΑ έχει σημασία – ότι οτιδήποτε συμβεί στις ενδιάμεσες εκλογές θα έχει επιπτώσεις στο τι θα περιμένουν από εμάς οι (σ.σ. Αμερικανοί) σύμμαχοί μας – είναι κάτι που λαμβάνεται όλο και πιο σοβαρά υπόψη», δήλωσε ο Μαρτίν Κενσέζ, ερευνητής στο γραφείο του German Marshall Fund στο Παρίσι.
Η άποψη των Βρυξελλών
Ωστόσο, πίσω στις Βρυξέλλες, ορισμένοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. «Υπάρχει ευρεία, διακομματική υποστήριξη για την Ουκρανία», δήλωσε ο Ντέβιντ ΜακΆλιστερ, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Πράγματι, ενώ η πιο φιλική προς τον Ντόναλντ Τραμπ πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αντιτίθεται στη συνέχιση της βοήθειας προς την Ουκρανία, οι πιο παραδοσιακοί Ρεπουμπλικάνοι υποστήριξαν τη βοήθεια του Μπάιντεν προς το Κίεβο.
«Εάν υπήρχε ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στις επιτροπές του Κογκρέσου, αναμένω αντίκτυπο στις συζητήσεις σχετικά με το ποια όπλα θα προμηθεύσουμε στην Ουκρανία, για παράδειγμα», δήλωσε ο ΜακΆλιστερ σε ένα email. «Τελικά, όμως, ο πρόεδρος διατηρεί σημαντικό έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής», τονίζει.
Ο ΜακΆλιστερ, μέλος της συντηρητικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης της Γερμανίας, δήλωσε ότι η Ευρώπη αυξάνει ήδη τις αμυντικές επενδύσεις και τη βοήθειά της προς το Κίεβο, επισημαίνοντας μια πρωτοβουλία της ΕΕ για την εκπαίδευση Ουκρανών στρατιωτών και μια πρόσφατη αύξηση ενός ταμείου της ΕΕ που αποζημιώνει χώρες για στρατιωτικές προμήθειες που αποστέλλονται στην Ουκρανία.
Ο Πολωνός ευρωβουλευτής Βιτόλντ Βασζικόβσκι, αντιπρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, ανέφερε επίσης σε ηλεκτρονικό μήνυμα ότι δεν αναμένει από ένα Κογκρέσο στο οποίο θα κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικάνοι να αλλάξει την πολιτική του για την Ουκρανία, ενώ παρότρυνε την Ουάσινγκτον να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στην Ευρώπη.
«Η Πολωνία και άλλες χώρες της ανατολικής πτέρυγας δεν μπορούν να πείσουν τους Ευρωπαίους στον βαθμό που πρέπει να στηρίξουν την Ουκρανία», δήλωσε ο Βασζικόβσκι, μέλος του συντηρητικού κυβερνώντος κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη.
Η «μυρωδιά του κατευνασμού και των προσδοκιών να επιστρέψουμε στα συνηθισμένα με τη Ρωσία», είπε ο Πολωνός πολιτικός, «κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα».