«Ενα γαϊδούρι αξίζει τον Χρυσό Φοίνικα» είχα γράψει στην ανταπόκρισή μου από το Φεστιβάλ Καννών τον περασμένο Μάιο για την τελευταία ταινία του Γέρζι Σκολιμόφσκι, το «ΕΟ» (Πολωνία/Ιταλία, 2022), που εν τέλει αρκέστηκε με το βραβείο της επιτροπής (εξ ημισείας). Το εννοούσα. Χάρηκα, όπως πολλοί, που το «Τρίγωνο της θλίψης» απέσπασε εν τέλει τον Φοίνικα, όμως βαθιά μέσα μου εξακολουθώ να πιστεύω ότι το «ΕΟ» ήταν η ταινία που έδωσε τη μεγάλη στιγμή της φετινής διοργάνωσης· ποιος ξέρει; Ισως να είναι και η μεγαλύτερη στιγμή όλης της χρονιάς! Γιατί δεν είναι μόνον το θέμα της που με τις απέραντες φιλοζωικές ευαισθησίες του σε παρασύρει ενώ ακολουθεί τα βήματα ενός γαϊδουριού από τη στιγμή που ξεφεύγει από το τσίρκο στο οποίο «δούλευε». Είναι, κυρίως, ο τρόπος που ο Σκολιμόφσκι διαχειρίζεται αυτό το θέμα κάνοντας σινεμά μοντέρνο, ανήσυχο, ευφάνταστο, πλούσιο σε έξυπνες ιδέες αλλά και ετοιμότητα απέναντι στα τεράστια, προφανή εμπόδια που είχε να ξεπεράσει για τη δημιουργία αυτής της ταινίας. Το «ΕΟ» είναι ένα «κατηγορώ Τέχνης» απέναντι στο τεράστιο ζήτημα της βαρβαρότητας του ανθρώπου προς τα ζώα, αλλά δεν καταφεύγει ποτέ στον εύκολο συναισθηματισμό (άρα λαϊκισμό). Αντιθέτως, ο Σκολιμόφσκι δημιουργεί δύσκολα, απροσδόκητα και ασυνήθιστα πλάνα υψηλότατης καλλιτεχνικής αισθητικής, πλάνα αναφοράς, των οποίων η ύπαρξη και μόνο σε κάνει να τρίβεις τα μάτια σου μπροστά σε ένα κινηματογραφικό κατόρθωμα. Xωρίς να ξεχνά το αριστούργημα του Ρομπέρ Μπρεσόν «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» (1966), κατάφερε τελικά να βάλει τον θεατή στη θέση του γαϊδουριού σε μια άρτια σε όλα της ταινία, η οποία απλώς και μόνον «συλλαμβάνοντας» το βλέμμα του γαϊδουριού, σου ζητά να το ακολουθήσεις.
Κορεατικό «Ενστικτο»
Επίσης από το Φεστιβάλ των Καννών, βραβευμένη με το καλύτερης σκηνοθεσίας, έρχεται και η κορεατική ταινία «Απόφαση φυγής» (Heojil kyolshim /Decision to leave, 2022) του Παρκ Τσαν Γουκ, ένα λυρικό noir, ένα «πιασάρικο» love story που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν αστυνομικό (Παρκ Χάε-Ιλ) και μια μυστηριώδη γυναίκα (Τανγκ Γουέι) της οποίας ο σύζυγος βρέθηκε νεκρός κάτω από μια βουνοκορφή (το ύψος παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία, τόσο στην εξέλιξη των ηρώων, όσο και στην ανάγκη του σκηνοθέτη να δείξει τις επιρροές του από τον Αλφρεντ Χίτσκοκ – προφανώς τον «Δεσμώτη του ιλίγγου»). Στον εγκέφαλο του αστυνομικού, ο οποίος παλεύει διαρκώς τόσο με άλλους όσο και με τον ίδιο, η γυναίκα δεν παύει να είναι ύποπτη. Ομως στην ψυχή του είναι το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου, η αδυναμία του, η παγίδα στην οποία θαρρείς ότι επιδιώκει να πιαστεί. Οπότε αυτό το σύμπλεγμα δημιουργεί θαυμάσια ατμόσφαιρα, πλημμυρισμένη από σκηνές που αιχμαλωτίζουν την όραση, παρότι αντιλαμβάνεσαι ότι το σενάριο έχει αρκετά κενά και ότι ο Παρκ Τσαν Γουκ (που παραμένει, κυρίως, ο δημιουργός του «Old boy») δίνει στον εαυτό του την άδεια να παρασυρθεί χωρίς ιδιαίτερο πάντα λόγο από την εικαστική ομορφιά που ξέρει τόσο καλά να δημιουργεί. Τελικά, στο μεδούλι της, η ιστορία δεν μοιάζει να διαφέρει και τόσο από εκείνη του «Βασικού ενστίκτου»· απλώς είναι πιο στυλάτα «ντυμένη», πιο ποιητική στη ροή της και βεβαίως ενταγμένη πλήρως στην κορεατική κουλτούρα που απέχει παρασάγγας από την αμερικανική.
Αμαρτίες γονέων…
Ιχνη της δυσάρεστης επικαιρότητας (δυστυχώς) θα βρούμε στην ταινία «Για την Κιάρα» (A Chiara, Ιταλία, 2022) του Τζόνας Καρπινιάνο, καθώς η ιστορία της αναφέρεται στα νοσηρά μυστικά που βρίσκονται κρυμμένα μέσα στα σπλάγχνα μια ιταλικής οικογένειας, αλλά και τις συνέπειες που μπορούν να έχουν στα νεότερα μέλη της. Η 15χρονη Κιάρα (Σουάμι Ρότολο) είναι η μεσαία κόρη της οικογένειας Γκουεράσιο, της οποίας η καθημερινότητα δείχνει συνηθισμένη και μέσα στην ασφάλεια της γλυκιάς ρουτίνας που όλοι επιδιώκουμε. Οντως, όλα δείχνουν να κυλούν αρμονικά, το γυμναστήριο, τα γενέθλια πάρτι, οι συγκεντρώσεις. Αγάπη, κατανόηση, γλύκα. Μόνο που τελικά δεν είναι έτσι. Και όταν το κακό ξεσπά, το βάρος θα πέσει στην Κιάρα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τους δικούς της, αλλά και τον κοινωνικό της περίγυρο, χώρια την πάλη με τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Καρπινιάνο χειρίζεται τις καταστάσεις ρεαλιστικά και με την άνεση ενός καλά μελετημένου γνώστη του θέματός του, όμως παρά την προφανή θεματική δύναμη της ταινίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η τόσο μεγάλη διάρκειά της στα 120′. Με τα δεκάδες πλάνα της Ρότολο, η κάμερα, συχνά, μοιάζει να είναι ερωτευμένη μαζί της, χωρίς όμως αυτό να εξυπηρετεί σε κάτι την εξέλιξη της ιστορίας. Το μόνο στο οποίο ο Κιαρπινιάνο μοιάζει να χωλαίνει είναι η αίσθηση της οικονομίας· όμως τελικά δεν μπορούν να είναι όλοι αδελφοί Νταρντέν, ούτε και Κεν Λόουτς.
Μαστίγωμα ανοησίας
Στο «Black Adam» (ΗΠΑ, 2022) ο επί 5.000 χρόνια φυλακισμένος στα έγκατα της γης υπερφυσικός ήρωας του τίτλου (Ντουέιν Τζόνσον), ένας Αιγύπτιος αγαπημένος των θεοτήτων, ξυπνά και γίνεται κάτι σαν υπέρμαχος των καταπιεσμένων της σύγχρονης εποχής μαχόμενος με κάθε τύπου Κακό. Σεβόμενη τη λατρεία των θαυμαστών των ταινιών που στηρίζονται στο χάρτινο σύμπαν εταιρειών κόμικς όπως η Marvel και η DC, η κριτική δεν μπορεί παρά να σηκώσει τα χέρια ψηλά μπροστά σε αυτό το κατασκεύασμα του Χαουμέ Κολέ Σερά (σκηνοθέτης, παρεμπιπτόντως, του έξοχου θρίλερ «Αγνωστος»), που για τους μεν φαν μπορεί να γίνει φετίχ, αλλά για όλους τους υπόλοιπους δεν είναι παρά μια τούρτα οπτικοακουστικών εφέ που το μόνο που καταφέρνει είναι να σε μαστιγώνει με ανοησία. Αν κάτι καλό βρήκα σε αυτήν την ταινία είναι ότι δεν γυρίστηκε σε 3D γιατί τότε κυριολεκτικά δεν θα αντεχόταν. Κάπου μέσα στην ταινία υπάρχει και ο Πιρς Μπρόσναν – το γιατί, ίσως κάποια αιγυπτιακή θεότητα μπορεί να το ξέρει…
Art House Ινδία
Ακόμα μια επανέκδοση ταινίας του σημαντικότερου ίσως auteur του ινδικού κινηματογράφου Τέχνης Σατγιαζίτ Ρέι (1921-1992), η «Μεγάλη Πόλη» (Mahanagar, 1963) είναι επίσης και κάτι σαν μια ιστορική στιγμή του ινδικού σινεμά εν γένει, διότι για πρώτη φορά βλέπουμε να γίνεται μια τόσο επισταμένη, εμπεριστατωμένη και πολύ καλά μελετημένη επεξεργασία σε ένα καυτό θέμα-ταμπού όπως η θέση της γυναίκας στην ινδική κοινωνία και ο αγώνας της να ξεφύγει από την υποβάθμιση. Η προσπάθεια μιας νέας γυναίκας (Μαντχαβί Μουκχερτζέ) να σπάσει τις αλυσίδες της «αιχμαλωσίας» της στο συζυγικό νοικοκυριό και να κάνει κάτι «δικό» της πιάνοντας δουλειά πωλήτριας σε κατάστημα, μπορεί σήμερα να ακούγεται κάτι συνηθισμένο, όμως στην εποχή της ταινίας και στη χώρα παραγωγής της, κάθε άλλο παρά ήταν. Ο ίδιος ο Ρέι είχε βιώσει αυτόν τον γυναικείο αγώνα, μεγαλώνοντας με μια μητέρα μόνη και μια θεία που κατάφερε να είναι η πρώτη Μπενγκάλι που σπούδασε στην Ιατρική. Η σύγκρουση της γυναίκας με τις οικογενειακές παραδόσεις δήλωνε μια μορφή επανάστασης που έπρεπε κάποια στιγμή να γίνει και αυτή η ταινία το υποστηρίζει με τον καλύτερο τρόπο.
* Για τους μικρούς σε ηλικία θεατές, τέλος, προβάλλονται τα α λα Ιντιάνα Τζόουνς ισπανικά κινούμενα σχέδια «Ταντ, η σμαραγδένια πλάκα» (Tad the Lost Explorer and the Emerald Tablet, 2022) του Ενρίκε Γκάτο.