Το λιμάνι της Μερσίνης είναι το μεγαλύτερο της Τουρκίας. Και εντούτοις, ακόμα και ο γενικός γραμματέας του τοπικού εμπορικού επιμελητηρίου, Εζγκί Μπιτσέρ Ουτσάρ, παραδέχεται πως «δεν έχουμε πια εδώ καθόλου χώρο».

Ο αριθμός των εμπορευματοκιβωτίων που διακινούνται αναμένεται να σπάσει φέτος κάθε ρεκόρ: η γαλλική εφημερίδα «Le Monde» μιλάει για υποδοχή 250 εμπορικών πλοίων μηνιαίως και φόρτωση 3.000 φορτηγών ημερησίως. Ολα αυτά, φυσικά, έχουν άμεση σχέση με τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον επαμφοτερίζοντα ρόλο της Τουρκίας. Αντιμέτωπη με τις κυρώσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, η Ρωσία κατέφυγε, από τον Μάρτιο, σε εναλλακτικές εισαγωγές, και η Τουρκία μετατράπηκε σε έναν από τους βασικούς διαμετακομιστικούς της κόμβους.

Φορτία προερχόμενα από διάφορες χώρες εκφορτώνονται στα λιμάνια της Μερσίνης, της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, προτού μεταφερθούν σε εμπορευματοκιβώτια που ανήκουν σε τοπικές εταιρείες ή υπεργολάβους, που τα μεταφέρουν κατόπιν στη Ρωσία προς το λιμάνι του Νοβοροσίσκ, στη Μαύρη Θάλασσα, ή με φορτηγά μέσω της Γεωργίας. Μία αντίστοιχη μέθοδος χρησιμοποιείται για τις οδικές μεταφορές σε ζώνες υπό τελωνειακό έλεγχο. Σε εποχές πολέμου και εμπάργκο, όμως, αυτές οι επανεξαγωγές αγαθών που πραγματοποιεί η Τουρκία, ένα κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ, κάτω από τη μύτη των δυτικών συμμάχων της Ουκρανίας, μοιάζουν με τρύπα στο δίχτυ των κυρώσεων.

Σύμφωνα με έρευνα της Κεντρικής Τράπεζας της Φινλανδίας, οι ρωσικές εισαγωγές συρρικνώθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου κατά 38% – φτάνοντας στο 45% και το 87% όσον αφορά τις εισαγωγές από την ΕΕ και τις ΗΠΑ αντίστοιχα. Από την πλευρά της, η Τουρκία αύξησε την ίδια περίοδο τις εξαγωγές αγαθών και προϊόντων προς τη Ρωσία κατά 42%: τον Αύγουστο μάλιστα, η αύξηση έφτασε στο 87%, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021. Σημαντική αύξηση, ως αντάλλαγμα, κατέγραψαν και οι ρωσικές εξαγωγές ενεργειακών υλών.

Σε ρούβλια

Σύμφωνα με την εξιδεικευμένη πλατφόρμα Refinitiv Eikon, οι εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου στην Τουρκία, παρότι παραμένουν σημαντικά υποδεέστερες εκείνων στην Ινδία και την Κίνα, σχεδόν διπλασιάστηκαν τους οκτώ τελευταίους μήνες. Μέσα Σεπτεμβρίου, μάλιστα, η Αγκυρα ανακοίνωσε μια συμφωνία παράδοσης φυσικού αερίου, κατά το ένα τέταρτο πληρωτέο σε ρούβλια.

Επειτα από τόσους μήνες πολέμου, υπεραμύνθηκε του τουρκικού ρόλου το καλοκαίρι ο Τσετίν Τετσντελίογλου, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Τουρκικών Εξαγωγών, πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες σκέπτονται να πουλήσουν τα προϊόντα τους στη Ρωσία μέσω Τουρκίας. Πράγματι, σύμφωνα με έρευνα της ιταλικής εφημερίδας «Corriere della sera», το ύψος των εξαγωγών από την Ιταλία προς την Τουρκία έφτασε τον Ιούνιο το 1,4 δισ. ευρώ, ενώ δεν είχε ξεπεράσει ποτέ την τελευταία δεκαετία το ένα δισεκατομμύριο μηνιαίως. Η «Monde» παραθέτει ακόμα ένα χαρακτηριστικό ευρωπαϊκό παράδειγμα: η Πολωνία είδε τις εξαγωγές της προς την Τουρκία να αυξάνονται κατά 90% σε σύγκριση με τους πρώτους μήνες του έτους. Την ίδια ώρα, ο όγκος των προϊόντων που μεταφέρονται από τη Μερσίνη στο Νοβοροσίσκ πολλαπλασιάστηκε επί οκτώ σε ό,τι αφορά τα χημικά προϊόντα και τον καφέ, επί επτά για τους χυμούς φρούτων, επί έξι για τα απορρυπαντικά και τον πολυεστέρα, επί δύο για τα προϊόντα καπνού. Οι Βρυξέλλες δεν δείχνουν να ανησυχούν ιδιαίτερα. Οι τουρκικές εξαγωγές προς τη Ρωσία «δεν είναι παρά ένα κλάσμα των προμηθειών που παραδίδονταν πριν από τις δυτικές κυρώσεις», δήλωσε στέλεχος της Κομισιόν στο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel». Οι ΗΠΑ εμφανίζονται, από την πλευρά τους, σαφώς πιο ενοχλημένες. Σε επιστολή που έστειλε τον Αύγουστο στον Tusiad, τον τουρκικό Βιομηχανικό και Επιχειρηματικό Σύνδεσμο, ο αμερικανός υφυπουργός Οικονομικών Ουάλι Αντεγέμο απείλησε εμμέσως πλην σαφώς με κυρώσεις τις επιχειρήσεις και τους θεσμούς της Τουρκίας που κάνουν εμπόριο με τη Ρωσία.