Την άρση της αποκλειστικής απασχόλησης στο ΕΣΥ εισάγει το νομοσχέδιο για τη «Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του υπουργείου Υγείας», που τέθηκε χθες προς δημόσια διαβούλευση. Σε αυτό περιγράφεται ένα σαφώς πιο ευέλικτο πλαίσιο εργασίας για τους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν ακόμη και ιδιωτικό ιατρείο δύο φορές την εβδομάδα.

Αναλυτικότερα στο σχέδιο νόμου, που φέρει την υπογραφή της αναπληρώτριας υπουργού Υγείας, Μίνας Γκάγκα, αναφέρονται τα εξής: «Κατ’ εξαίρεση, δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τους ιατρούς του ΕΣΥ που υπηρετούν σε νοσοκομεία του ΕΣΥ, εφόσον συμμετέχουν στην ολοήμερη, πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου, τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα εκτός των ημερών εφημερίας, η λειτουργία ιδιωτικού ιατρείου ή η παροχή ιατρικών υπηρεσιών με οποιαδήποτε σχέση, περιλαμβανομένης και αυτής του συμβούλου, σε ιδιωτική κλινική ή ιδιωτικό διαγνωστικό ή θεραπευτικό εργαστήριο και γενικότερα σε κάθε είδους ιδιωτικές επιχειρήσεις που παρέχουν ή καλύπτουν υπηρεσίες υγείας, δύο φορές την εβδομάδα, μετά από απόφαση του Διοικητή ή Προέδρου του νοσοκομείου».

Οικονομικά κίνητρα

Στόχος, όπως αναφέρουν υψηλόβαθμα στελέχη της οδού Αριστοτέλους, είναι να… ξεκλειδώσουν οικονομικά κίνητρα – όπως είναι για παράδειγμα και συμμετοχή σε συμβουλευτικές επιτροπές με ή χωρίς αμοιβή – κάνοντας τα δημόσια νοσοκομεία πιο δελεαστικά για τους νέους αλλά και τους παλαιότερους επιστήμονες. Και παρότι το μέτρο αυτό αφορά όλες τις ειδικότητες, προτεραιότητα αναμένεται να δοθεί σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου διαπιστώνονται σημαντικές «μαύρες τρύπες» στο ΕΣΥ (π.χ. αναισθησιολόγοι).

Παράλληλα όμως το άρθρο 7 ανοίγει την πόρτα των δημόσιων κλινικών και σε ιδιώτες γιατρούς – εφόσον το νομοσχέδιο λάβει έγκριση από τη Βουλή -, καθώς ο νομοθέτης δίνει τη δυνατότητα να καταλαμβάνουν θέσεις που έχουν αποβεί άγονες με το καθεστώς της μερικής απασχόλησης.

Συμβούλια

Επιπρόσθετα, προβλέπεται η τροποποίηση του νομικού πλαισίου που διέπει την κρίση και επιλογή των ιατρών κλάδου ΕΣΥ, με στόχο η επιλογή μόνιμου προσωπικού να είναι στοχευμένη και προσαρμοσμένη στις πραγματικές ανάγκες των νοσοκομείων.

Ετσι, εκτός από τα συμβούλια κρίσεων σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια, θα συγκροτούνται σε κάθε νοσοκομείο συμβούλια αρμόδια για τη διεξαγωγή συνέντευξης και τη διαμόρφωση της τελικής βαθμολογίας των ιατρών.

Εκτός όμως από τις προσωπικές συνεντεύξεις για την πλήρωση μόνιμων θέσεων μία ακόμη τομή φέρνει το εν λόγω νομοσχέδιο και για τους επικουρικούς γιατρούς, αλλά και το οδοντιατρικό προσωπικό, καθώς ορίζεται ετήσια αξιολόγηση. Μάλιστα, «οι ιατροί και οδοντίατροι που λαμβάνουν δύο αρνητικές αξιολογήσεις εντός χρονικού διαστήματος πέντε ετών δεν έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης εγγραφής στον κατάλογο επικουρικού ιατρικού προσωπικού οποιασδήποτε ΥΠΕ της ειδικότητάς τους πριν από την πάροδο διετίας από την τελευταία αρνητική αξιολόγηση», υπογραμμίζεται στο ίδιο νομοσχέδιο.

Επείγουσα ιατρική

Ιδιαίτερη έμφαση όμως δίδεται, μεταξύ άλλων, και στην επείγουσα ιατρική, με την ηγεσία του υπουργείου Υγείας να δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες που θα ενδυναμώσουν τα ΤΕΠ στα νοσοκομεία όλης της χώρας, με έμφαση στην περιφέρεια. Ετσι, οι σχετικές ρυθμίσεις προβλέπουν τη δυνατότητα σύστασης αυτοτελούς ΤΕΠ και σε νοσοκομεία δυναμικότητας κάτω των 300 κλινών. Παράλληλα όμως θεσπίζεται και επίδομα ύψους 400 ευρώ για το προσωπικό που υπηρετεί σε αυτά και κατέχει τίτλο εξειδίκευσης στην επείγουσα ιατρική, αλλά και επίδομα ύψους 250 ευρώ στους ιατρούς που ασκούνται στον τομέα αυτόν.

Υπενθυμίζεται ότι στο πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο συμπεριλαμβάνονται και οι αλλαγές για τους αποφοίτους των Ιατρικών Σχολών, που θέλουν να προηγείται η εξάμηνη αμειβόμενη κλινική άσκησης σε κλινικές καθώς και σε Τμήματα Επειγόντων πριν από το αγροτικό (που θα περιοριστεί σε 6 αντί για 12 μήνες).