Ο ιστότοπος μέσων ενημέρωσης Semafor ξεκίνησε τη λειτουργία του πριν από λίγες ημέρες. Η πλατφόρμα ειδήσεων ξεκινά με χρηματοδότηση 25 εκατομμυρίων δολαρίων και είναι το πνευματικό παιδί του αρθρογράφου για media Μπεν Σμιθ και του πρώην στελέχους του Bloomberg Τζάστιν Σμιθ. Η πρώτη μεγάλη ιστορία του έχει τίτλο «Inside the identity crisis at The New York Times» και σχετίζεται με την κρίση ταυτότητας των «New York Times».
Τα τελευταία χρόνια η παρακάτω εικόνα μάς είναι οικεία: οι άνθρωποι γύρω μας αγοράζουν τελευταίας γενιάς έξυπνες συσκευές ώστε να βρίσκονται διαρκώς online. Και ο λόγος είναι ότι θέλουν να υπάρχουν στα social media αλλά και να ενημερώνονται διαρκώς μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Από πλατφόρμες και κανάλια επικοινωνίας δηλαδή που παρέχουν διαβαθμισμένες και φιλτραρισμένες πληροφορίες – «ειδήσεις» που αφορούν τη ζωή στο σύνολό της πάνω στον πλανήτη που λέγεται Γη. Εξάλλου η ταχύτητα του Ιντερνετ οδήγησε το κοινό των media προς μία άλλη μετα-όχθη, όπου είναι πιο εύκολο (και γοητευτικό) να γίνονται όλοι παραγωγοί ειδήσεων αντλώντας με τη βοήθεια της τεχνολογίας υλικό από τη σφαίρα των προσωπικών τους ερεθισμάτων και γνωστικών ικανοτήτων.
Μόνο που οι «ειδήσεις» είναι ασαφείς, επαναλαμβανόμενες, ανεπιβεβαίωτες. Μόνο που οι πολυάριθμοι ρεπόρτερ που τις παράγουν βρίθουν από πάθος, έχουν μεγάλες προσδοκίες για την αυτοπραγμάτωσή τους, τη φήμη τους, την οικονομική τους επιτυχία. Και σε αυτό το ταξίδι προς τη φήμη και τον πλούτο ξεχνούν τους βασικούς κανόνες της δημοσιογραφίας, που μοιάζει με σύστημα πειθαρχίας ασκητή μοναχού. Πρόκειται για το υπό εξαφάνιση (;) είδος του έμπειρου γραφιά. Που ερευνά, χωρίς να πιστεύει ό,τι του λένε και ό,τι του υποδεικνύουν να δει και να ακούσει. Που ακολουθεί την προσωπική του μέθοδο προς την εξακρίβωση και τη διασταύρωση της αλήθειας, αντιμέτωπος με την πολυπρισματική πραγματικότητα αλλά εξασκημένος να αποδομεί όπως οι ικανοί να λύνουν και να ξανασυνθέτουν στο πεντάλεπτο τον κύβο του Ρούμπικ. Και ο οποίος βρίσκει χρόνο και διάθεση να βρίσκεται μέσα στη ζωή για να αφουγκράζεται τους κραδασμούς, τα υπόγεια ρεύματα, τις όποιες αλλαγές θα ανατρέψουν τις βεβαιότητες και θα οδηγήσουν σε νέους κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, διαπολιτισμικούς, περιβαλλοντικούς μετασχηματισμούς.
Αυτό το είδος της σπάνιας δημοσιογραφίας τιμάνε οι εμπνευστές του Semafor. Και ως σταυροφόροι της ιδανικής ερευνητικής δημοσιογραφίας, ανοιχτής προς την ανταλλαγή απόψεων και αποδέκτη πολλών και διαφορετικών ιδεών, δηλώνουν ότι θα καταγράψουν τα φαινόμενα της νέας εποχής. Αλλά με το δικό τους σύστημα αξιών και την πολύτιμη δημοσιογραφική εμπειρία τους. Προερχόμενοι από το Bloomberg ο ένας, από τους «New York Times» ο άλλος, οι συνιδρυτές του Semafor υπόσχονται στους παγκόσμιους αναγνώστες τους ότι θα υπερασπιστούν την ενημέρωση σε αυτήν την εποχή της συμπερίληψης και της εναρμόνισης με το βλέμμα του άλλου, όπου η παραδοσιακή δημοσιογραφία αντιμετωπίζει δυσκολία προσαρμογής.
Το εναρκτήριο περιεχόμενο του Semafor ήταν τα μεγάλα θέματα για την εταιρεία πυραύλων του Ιλον Μασκ, για το μέλλον της Coca-Cola, την προεκλογική εκστρατεία στη Νιγηρία, τους νέους σκοπούς του Ντόναλντ Τραμπ και για την κρίση ταυτότητας στους «New York Times».
Ως παγκόσμια πλατφόρμα, το Semafor αναγνωρίζει ότι οι έξυπνοι άνθρωποι μπορούν να διαφωνούν και ότι οι ενημερωμένοι αναγνώστες πρέπει να κατανοούν εναλλακτικές απόψεις από ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας και πολιτισμού. Στο ιδρυτικό τους κείμενο οι συμμετέχοντες – με δημοσιογραφικές θέσεις σε Αφρική, Ασία και Ευρώπη – τονίζουν ότι αποκαλύπτουν την αρχιτεκτονική της πρωτότυπης δημοσιογραφίας τους προσπαθώντας να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη του κοινού: «Οι δημοσιογράφοι μας είναι ειδικοί από μόνοι τους, αλλά γνωρίζουν επίσης τη διαφορά μεταξύ των γεγονότων και της ανάλυσής τους. Η δομή μας καθιστά σαφή τα όρια μεταξύ γεγονότων, ανάλυσης, γνώμης, αντιαφηγήσεων και παγκόσμιων προοπτικών. Ανοίγουμε το μαύρο κουτί του παραδοσιακού ειδησεογραφικού άρθρου, επιδιώκοντας παράλληλα να θέσουμε νέα πρότυπα σαφήνειας και συνοπτικότητας».
Το παρασκήνιο μιας κρίσης
Ο Μπεν Σμιθ στην ιστορία του για τους «New York Times» γράφει για το παρασκήνιο μιας κρίσης που ξεκίνησε από τις υψηλές επιχειρηματικές πιέσεις της ιδιοκτήτριας εταιρείας προσκρούοντας «εντός του ίδιου του ναού, την αίθουσα σύνταξης των “Times”. Οι δημοσιογράφοι και η εταιρεία βρίσκονται επί του παρόντος εγκλωβισμένοι σε μια πικρή διαμάχη για τα συμβόλαια εργασίας, αλλά οι σπασμοί του COVID-19 και η έξαρση του ακτιβισμού για τη φυλετική δικαιοσύνη το 2020 άφησαν βαθύτερα χάσματα».
Σε μια συνέντευξή του ο εκδότης Αρθουρ Γκρεγκ Σουλτσμπέργκερ δεν έμεινε καν στο ερώτημα τι σημαίνει να είσαι «εταιρεία τεχνολογίας» (να βασίζεσαι δηλαδή στα νέα μέσα και το ηλεκτρονικό περιεχόμενο). Κατά την άποψή του, το δίλημμα είναι άλλο: «Δεν πρόκειται για απομάκρυνση από τις ειδήσεις – είναι μετατόπιση προς τα πίσω, προς την εφημερίδα». Για δεκαετίες οι «Νew York Times» δημοσίευαν περιστασιακά κάποια συνταγή και καθημερινά ένα σταυρόλεξο. Τώρα προσφέρουν χιλιάδες.
Ο συνιδρυτής του Semafor αναφέρει ότι για πολλούς αναγνώστες δύο στιγμές από την πρόσφατη Ιστορία εξακολουθούν να καθορίζουν τη δημόσια εικόνα της εφημερίδας. Η μία έχει να κάνει με την απόλυση του αρχισυντάκτη Τζέιμς Μπένετ για τη στήλη γνώμης του γερουσιαστή Τομ Κότον, ο οποίος στο κείμενό του ζητούσε να σταλεί ο στρατός στις πόλεις για να καταστείλει τους ταραξίες και τους πλιατσικολόγους το καλοκαίρι του 2020. Και η άλλη, με την ευρεία αποδοχή από την εταιρεία της προκλητικής επανερμηνείας του «1619 Project» για τη θέση της δουλείας στην αμερικανική ιστορία. Οτι δηλαδή η ίδρυση του αμερικανικού κράτους συμβαίνει το 1619 και όχι με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του 1776.
Οι πολιτιστικές διαμάχες, γράφει ο Σμιθ, εξακολουθούν εντός των «New York Times», αλλά διαδραματίζονται με λεπτότητα καθώς η διοίκηση προσπαθεί «να εκπληρώσει τις ελπίδες κάποιων υπαλλήλων από το καλοκαίρι του 2020 για έναν πιο προοδευτικό χώρο εργασίας και μια δημοσιογραφία με ευρύτητα πνεύματος, ενώ παράλληλα κάνει ό,τι μπορεί για να διασφαλίσει ότι η εξέγερση του 2020 δεν θα ξανασυμβεί ποτέ». Ωστόσο η ψυχροπολεμική σύγκρουση στους κόλπους της εφημερίδας προκάλεσε «την κρίση ταυτότητας στην καρδιά μιας εταιρείας που η Wall Street θα ήθελε να μεταμορφώσει».
Στην προοδευτική πλευρά του οικοδομήματος, οι «Times» εγκατέστησαν ένα νέο διοικητικό σχήμα στην αίθουσα σύνταξης με στόχο την εφαρμογή μιας σύγχρονης εργασιακής κουλτούρας. Οι νέοι ρόλοι δεν είναι ούτε δημοσιογράφοι ούτε συντάκτες, αλλά διοικητικοί υπάλληλοι πανεπιστημιακού τύπου, που επικεντρώνονται ποικιλοτρόπως στην κουλτούρα, την επαγγελματική σταδιοδρομία, την εμπιστοσύνη, τη στρατηγική και στο τρίπτυχο διαφορετικότητα – ισότητα – ένταξη. Ομως, ο Μπεν Σμιθ επισημαίνει ότι οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησε και οι οποίοι βρίσκονται σε αυτές τις θέσεις εργασίας θεωρούν ότι οι αρμοδιότητές τους είναι συγκεχυμένες, με τον κλασικό τρόπο των «Times». Οι ρόλοι τους ισοδυναμούν με το να προσπαθούν να επιφέρουν ριζική πολιτισμική αλλαγή σε ένα παλιό, λευκό, συντηρητικό ίδρυμα για να γίνει προοδευτικό, χωρίς αποκλεισμούς. Αλλά να συμβεί όσο το δυνατόν πιο αργά.
Οι εργαζόμενοι των «Times» είπαν στον συνιδρυτή δημοσιογράφο του Semafor ότι η πολιτιστική σύγκρουση έχει εκτοπιστεί από τον εργατικό αγώνα και ότι οι μεγαλύτερες προκλήσεις για τη διοίκηση θα είναι οι απαιτήσεις των δημοσιογράφων και των εργαζομένων στον τομέα της τεχνολογίας για μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη.
Η υπόθεση Τζέιμς Μπένετ
Ενας σκεπτικιστής που πιστεύει ότι οι «Times» θα ανακάμψουν είναι ο Τζέιμς Μπένετ. Ο Μπένετ εργάστηκε για τους «Times» επί 15 χρόνια σε διάφορους ρόλους, μεταξύ των οποίων επικεφαλής του γραφείου του Ντιτρόιτ, ανταποκριτής του Λευκού Οίκου και επικεφαλής του γραφείου της Ιερουσαλήμ. Ο πρώην συντάκτης γνώμης και πάλαι ποτέ φερόμενος διάδοχος της διεύθυνσης των «Times» μίλησε στον Μπεν Σμιθ του Semafor, στην πρώτη του επίσημη συνέντευξη, για το επεισόδιο που προκάλεσε την αποχώρησή του από την εφημερίδα.
Ο Τζέιμς Μπένετ ανακοίνωσε την παραίτησή του τον Ιούνιο του 2020 μετά τον σάλο που προκλήθηκε από τη δημοσίευση του άρθρου του γερουσιαστή Τομ Κότον. Ο γερουσιαστής από το Αρκανσο έγραψε άρθρο με τον τίτλο «Στείλε τον στρατό» («Send in the troops») στους «New York Times», το οποίο δημιούργησε αντιπαράθεση εντός του οργανισμού, με συντάκτες να διατυπώνουν δημόσια την αντίθεσή τους, κάτι που προκάλεσε εν τέλει τη δημόσια συγγνώμη του εκδότη. Αρχικά, ο εκδότης των «New York Times» Αρθουρ Γκρεγκ Σουλτσμπέργκερ υπεραμύνθηκε της απόφασης δημοσίευσης του άρθρου, λέγοντας ότι η εφημερίδα παραμένει προσηλωμένη στην παρουσίαση «απόψεων απ’ όλο το φάσμα».
Ο Μπένετ λέει στο Semafor ότι ο Σουλτσμπέργκερ «έχασε την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει ότι οι “New York Times” δεν υπάρχουν μόνο για να λένε στους προοδευτικούς πώς πρέπει να βλέπουν την πραγματικότητα». Ο ίδιος, ο οποίος τώρα γράφει τη στήλη Lexington για το «Economist», υπέγραψε σε σημείωμα του αρχισυντάκτη εν μέσω της διαμάχης ότι η γνώμη (του Κότον) «υπολείπεται των προτύπων μας και δεν θα έπρεπε να έχει δημοσιευθεί».
Κατά τον Μπένετ, οι «Times» και ο εκδότης τους «θέλουν να έχουν και τα δύο». Ο Σουλτσμπέργκερ ανήκει στην «παλιά σχολή» πιστεύοντας σε μια ουδέτερη, ετερόδοξη έκδοση. Αλλά «θέλουν να έχουν το χειροκρότημα και την αποδοχή της Αριστεράς. Μόνο που τώρα υπάρχει και το επιπλέον πρόβλημα ότι έχουν εγγράψει τόσο πολλούς νέους συνδρομητές τα τελευταία χρόνια, η προσδοκία των οποίων είναι ότι οι “Times” θα γίνουν ένα υπερβολικά εναλλακτικό ενημερωτικό μέσο νέας κοπής… Και όταν στο τέλος ήρθε η ώρα, μου έβαλε φωτιά, με πέταξε στα σκουπίδια και χρησιμοποίησε εναντίον μου τον σεβασμό μου προς τον θεσμό», συνεχίζει ο Μπένετ. «Γι’ αυτό ήμουν τόσο μπερδεμένος για τόσο πολύ καιρό, αφού είχα την αίσθηση ότι όλοι οι συνάδελφοί μου με αντιμετώπιζαν σαν ανίκανο φασίστα».
Οι «Times» αρνήθηκαν να σχολιάσουν τα λόγια του Μπένετ. Ο Σμιθ στο κείμενό του τονίζει πως είναι σαφές εκ των υστέρων ότι ενώ οι «Times» προσπάθησαν να θέσουν την απόλυση ως ζήτημα απόδοσης, διαδικασίας και ικανότητας του Μπένετ να ηγηθεί μετά τη διαμάχη, η κίνηση έγινε ευρέως αντιληπτή ως πολιτική χειρονομία.
Ο Σμιθ γράφει στο Semafor στο κείμενό του για την κρίση στους «New York Times»: «Αφού κλείσαμε το τηλέφωνο, ο Μπένετ μού έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα: “Κάτι ακόμα που μερικές φορές αναπαράγεται λανθασμένα: ποτέ δεν ζήτησα συγγνώμη για τη δημοσίευση του άρθρου και δεν το κάνω ακόμα”».
Στο μεταξύ, ακόμη και το Semafor, που έσπευσε να διαφοροποιήσει τη θέση του και να προβάλει την ορθή πρακτική του, παρανόησε τα λόγια του Τζέιμς Μπένετ. Γι’ αυτό κατέφυγε στη μέθοδο του παραδοσιακού Τύπου, δηλαδή την εκ των υστέρων διόρθωση, σημειώνοντας: «Ενημερώσαμε αυτή την ιστορία για να πούμε ότι ο Τζέιμς Μπένετ υπέγραψε ένα σημείωμα του συντάκτη πάνω από μια στήλη του γερουσιαστή Τομ Κότον. Ο Μπένετ είπε πως δεν έγραψε το σημείωμα».