Οσο περπατούσα μέχρι να φτάσω στο «Ψαροχώρι» όπου είχαμε δώσει ραντεβού με την Αννα Καφέτση συνειδητοποίησα ότι ίσως ήταν η πρώτη φορά που θα τη συναντούσα σε έναν χώρο που δεν είχε άμεση σχέση με την τέχνη. Δεν ήταν το κτίριο Φιξ ως έδρα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ούτε το Ωδείο Αθηνών, ούτε ακόμη και η Διονυσίου Αρεοπαγίτου, την οποία είχε μετατρέψει σε υπαίθριο εκθεσιακό χώρο, καθώς τότε το ΕΜΣΤ, του οποίου υπήρξε ιδρυτική διευθύντρια, ήταν μουσείο – νομάς. Δεν ήταν όμως ούτε ο κήπος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών ή κάποιο από τα δαιδαλώδη υπόγειά του, τα οποία έχει «ανακαλύψει» εδώ και πέντε χρόνια ως υπεύθυνη του εικαστικού προγράμματος AnnexM, και το οποίο και αποτέλεσε την αφορμή της επιστροφής της στο εν λόγω κτίριο, καθώς το ΕΜΣΤ είχε «κατασκηνώσει» κι εκεί για έξι χρόνια (2008-2014).
Οταν λίγα λεπτά αργότερα έχουμε τακτοποιηθεί στο τραπέζι μοιράζομαι μαζί της τη σκέψη μου και χαμογελά. «Ξέχασες την Πινακοθήκη. Δεκαεπτά χρόνια πέρασα κι εκεί». Οι εκθέσεις που επιμελήθηκε τη δεκαετία του 1990 – από τις αναδρομικές του Στάμου και του Κανιάρη έως την παρουσίαση της συλλογής Κωστάκη και τις Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου – άφησαν έντονο αποτύπωμα. Η τελευταία, ειδικά, αναγνωρίστηκε ως μια βαθιά ερευνητική δουλειά που επιχείρησε να θέσει τα κριτήρια σχετικά με το τι είναι μοντέρνο στην εγχώρια εικαστική σκηνή.
Η αλήθεια είναι, όμως, πως το όνομά της έχει ταυτιστεί με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Και όχι άδικα, αν αναλογιστεί κάποιος ότι παρέλαβε ένα μουσείο στα χαρτιά το 2000 και ύστερα από μια δύσκολη διαδρομή 14 χρόνων, κατάφερε μετατρέψει το παλιό εργοστάσιο Φιξ σε μουσειακό χώρο. Το ΕΜΣΤ, στο μεταξύ, είχε αποκτήσει μόνιμη συλλογή χιλίων και πλέον έργων και είχε ήδη αποκτήσει το κοινό του χάρη στις δεκάδες περιοδικές εκθέσεις, «τις οποίες ακόμη θυμάται ο κόσμος, καθώς επιλέγονταν με μια συγκροτημένη πολιτική, ώστε να αναδειχθούν διαφορετικά πρόσωπα της τέχνης και με το βλέμμα στραμμένο προς διαφορετικές κατευθύνσεις, παρά τις πολύ δυσμενείς συνθήκες που υπήρχαν, με βασικότερη ότι δεν είχαμε χώρο» λέει με πικρία που διακρίνεται περισσότερο στο βλέμμα παρά στον τόνο της φωνής της. «Το ΕΜΣΤ, όμως, τις δυσκολίες του τις έκανε έργο».
Και ενώ όλα έδειχναν πως το πολύπαθο μουσείο θα έμπαινε σε τροχιά εγκαινίων, τον Νοέμβριο του 2014 αποπέμφθηκε από τη θέση της καθώς οι εντάσεις ανάμεσα σε εκείνη και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είχαν φτάσει ως τα σκαλιά του Μεγάρου Μαξίμου και η ίδια θεωρήθηκε ως «μέρος του προβλήματος».
«Ποιο ήταν το πρόβλημα; Και μετά που δεν υπήρχε διαμάχη, τα επόμενα 5-6 χρόνια, γιατί δεν άνοιξε το μουσείο; Εγώ κατάφερα παρά τις εντάσεις να ολοκληρώσω το κτίριο», απαντά χωρίς να χάνει την ψυχραιμία της.
Εκείνη την εποχή κάποιοι είδαν μεταξύ άλλων ως «πρόβλημα» ότι το μουσείο είχε καταστεί προσωποκεντρικό και κάποιοι άλλοι τον δύσκολο χαρακτήρα της. «Ολα τα μουσεία είναι προσωποκεντρικά και μόνο ως καλό το βλέπω. Ειδικά το ΕΜΣΤ χρειάστηκε έναν άνθρωπο να του αφοσιωθεί για αρκετά χρόνια. Επρεπε να δείξει συστηματικά τι συνέβαινε και μέσα και έξω από την Ελλάδα και μόνο ένας άνθρωπος που έχει γνώση της Ιστορίας της Τέχνης μπορεί να στήσει μια πολιτική πάνω σε αυτό. Από εκεί και πέρα χρειαζόταν κι ένα όραμα, ποια μορφή θα είχε. Οι σκοποί και οι στόχοι περιγράφονταν στο καταστατικό του, αλλά ο διευθυντής βάζει τη σφραγίδα του. Πόσω δε μάλλον όταν ξεκινάει από το μηδέν. Ημουν άνθρωπος – ορχήστρα. Εκανα τα πάντα, διότι μετά από ενάμιση χρόνο έγιναν οι πρώτες προσλήψεις κι εκείνες όχι επιμελητών. Πώς να μην είναι προσωποκεντρικό; Η βασική σφραγίδα που έβαλα είναι “κάνουμε με ό,τι έχουμε” και μπορούμε να κάνουμε θαύματα με ό,τι δεν έχουμε». Κι όσο για την ιδιοσυγκρασία της – που είχε φέρει τη σχέση της στα άκρα με ορισμένους προέδρους του ΔΣ του ΕΜΣΤ, όπως ο καθηγητής Νομικής Νίκος Αλιβιζάτος, ή ο στενός οικογενειακός της φίλος και επίσης καθηγητής στο ΕΜΠ, Σωτήρης Σόρογκας, απαντά ότι είναι ευγενής και μαλακός άνθρωπος που όταν χρειάζεται ατσαλώνει. «Δεν είμαι αφομοιώσιμη και δεν είναι εύκολο να το δεχτεί κάποιος. Η ανεξαρτησία που επέδειξα για το καλό του μουσείου έθεσε σε κίνδυνο την παραμονή μου στη θέση της διευθύντριας. Δεν ήμουν, όμως, ποτέ yes woman. Για μένα πρώτο μέλημα ήταν το συμφέρον του μουσείου».
Τα ορεκτικά έχουν σερβιριστεί και έπειτα από σύντομα σχόλια για τις γεύσεις που δοκιμάζουμε, ξαναπιάνουμε το νήμα της συζήτησης. Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, πώς βλέπει τα πράγματα από απόσταση; «Με άφησαν στη θέση μου μέσα στα δύσκολα διότι κανείς δεν πίστευε – σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική ηγεσία – ότι το μουσείο θα ολοκληρωθεί. Τα παρατράγουδα άρχισαν όταν έγινε το κτίριο. Τότε άνοιξαν ορέξεις. Δεν ήμουν αφελής. Ηξερα ότι θα συμβεί κάποια στιγμή αυτό, αλλά ήλπιζα – και το ευχόμουν κιόλας – να το ανοίξω, να μείνω μία πενταετία ώστε να δρομολογηθεί η λειτουργία του, να εκπαιδεύσω μια ομάδα που να ξέρει τη δουλειά και να φύγω. Κατάφερε ένας άνθρωπος, μαζί με μια πολύ μικρή ομάδα, να πετύχει αυτό που ήθελε ολόκληρος ο καλλιτεχνικός κόσμος και περίμενε το κοινό. Και όταν είναι όλα έτοιμα του το στερείς από μια μικροψυχία;».
Σε αυτό το διάστημα, ωστόσο, εκτός από το να δει, όσο της επιτρέπει η συναισθηματική εμπλοκή της, τα γεγονότα με ψυχραιμία, έκανε και την αυτοκριτική της; «Πάντα κάνω αυτοκριτική, ακόμα και τη στιγμή ακόμη που αποφασίζω κάτι. Δεν μετανιώνω για τίποτα, παρά για ένα, ευθαρσώς και εκ των υστέρων: το ότι δεν κράτησα μια θέση στο Πανεπιστήμιο κι ότι αρνήθηκα προσφορές διδασκαλίας από το εξωτερικό. Πίστευα ότι δεν μπορώ να υπηρετώ δύο κυρίους κι έκανα λάθος. Ομως δεν αισθάνομαι θύμα. Είχα δώσει μια υπόσχεση στον σύντροφό μου, και στον εαυτό μου, ότι δεν θα λυγίσω. Είχα κάνει πολύ δρόμο για να λυγίσω. Εχω πλήρη επίγνωση του τι συνέβη και αυτό που συνέβη δεν έχει να κάνει με το ίδιο το μουσείο, αλλά με εξωθεσμικά θέματα. Αυτοκριτική, όμως, δεν πρέπει να κάνουν κι εκείνοι που λόγω των επιλογών τους το μουσείο παρέμεινε κλειστό τόσα χρόνια μετά από εκείνη την πολιτική απόφαση του 2014;».
«Είναι το παιδί μου»
Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το ΕΜΣΤ θυμίζει έντονα μια μητέρα που μιλάει για το παιδί της, με όλη την έγνοια, την πίκρα, την αγωνία. «Δεν ήταν σαν παιδί μου. Είναι το παιδί μου», σπεύδει να διευκρινίσει. Μήπως όμως υποσυνείδητα το μουσείο κάλυπτε το κενό που ενδεχομένως είχε δημιουργήσει η απουσία της μητρότητας; «Δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να κάνω ένα παιδί. Αν την είχα νιώσει θα είχα αποκτήσει παιδί παρά τις πρακτικές δυσκολίες», υποστηρίζει, εννοώντας τα κινητικά προβλήματα που αντιμετωπίζει. Οι προϋποθέσεις υπήρχαν δεδομένου ότι σε ηλικία μόλις 18 ετών γνώρισε τον άνθρωπο της ζωής της, με τον οποίο τους χώριζαν 26 χρόνια, τον σπουδαίο φιλόλογο και κριτικό λογοτεχνίας Ανδρέα Μπελεζίνη. Εμειναν μαζί για 37 χρόνια, ως τον θάνατό του, το 2011, αν και δεν παντρεύτηκαν ποτέ. Και είναι η πρώτη φορά κατά τη διάρκεια αυτής της πλέον των δύο ωρών συζήτησης, που η Αννα Καφέτση μοιάζει να διστάζει. Δυσκολεύεται να μιλά δημοσίως για την προσωπική της ζωή. Παραδέχεται ωστόσο ότι η σχέση της με τον Ανδρέα Μπελεζίνη «εξαφάνισε τη μυοπάθεια, διότι για εκείνον δεν υπήρχε», κι ανοίγει ένα κεφάλαιο το οποίο σπάνια ανοίγει δημοσίως: το πρόβλημα υγείας που εμφανίστηκε δειλά στην εφηβεία της και το οποίο εξελίχθηκε αργά – «μεγαλώσαμε μαζί» όπως λέει – αλλά πλέον της δημιουργεί αρκετές δυσκολίες στην καθημερινότητα, καθώς μετακινείται με ηλεκτρικό αμαξίδιο και χρειάζεται κάποιον να τη φροντίζει. «Ποτέ δεν βαρυγκόμησα. Το μόνο που φοβήθηκα και στο οποίο αντιστέκομαι είναι η εξάρτηση. Μέσα από τις δυσκολίες – που ήταν πολλές και κυρίως πρακτικές – ατσαλώθηκα. Στην Ελλάδα είναι τεράστιο το κόστος διαβίωσης για έναν άνθρωπο που οφείλει στον εαυτό του και στην κοινωνία να ζει μια αυτόνομη ζωή. Το κράτος έχει υποχρέωση να παράσχει βοήθεια και ειδικά σε κάποιον που είναι παραγωγικός και δεν έχει παραιτηθεί» και δεν κρύβει την απογοήτευσή της από το γεγονός ότι εξαιρέθηκε από τον νόμο που πέρασε πρόσφατα και προβλέπει πιλοτικά την παροχή σε 2.000 άτομα προσωπικού βοηθού, επειδή για λίγους μήνες είχε ξεπεράσει το ηλικιακό όριο των 65 ετών. «Το άγχος που έχω για τα επόμενα χρόνια και εξαιτίας του οποίου θα πρέπει να εργάζομαι, είναι να έχω εξασφαλισμένη βοήθεια στο σπίτι».
Αν και όπως λέει δεν της αρέσει να μάχεται μέσω του συνδικαλισμού, παρότι εκτιμά τη δουλειά που γίνεται, ενεπλάκη με τα κοινά όταν το όνομά της βρέθηκε στην προτελευταία θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2009. «Ημουν πάντα πολιτικοποιημένη με πολύ σταθερές αρχές, αλλά ποτέ κομματικοποιημένη και αυτό μου στοίχησε. Δεν ήμουν κανενός. Ημουν του εαυτού μου και του θεσμού που κάθε φορά καλούμουν να υπηρετήσω. Μου είχαν γίνει κι άλλες φορές προτάσεις από άλλον πολιτικό χώρο, αλλά είχα αρνηθεί. Τη συγκεκριμένη τη δέχτηκα επειδή εκτιμούσα και εκτιμώ την προσωπικότητα του Γιώργου Παπανδρέου. Αν είχε μείνει στην εξουσία θα είχαμε διαφορετική εξέλιξη στα πράγματα. Πιστεύω ότι αδικήθηκε».
Μια μικρή διακοπή για να σερβιριστεί ο καφές φέρνει και ένα νέο κεφάλαιο στη συζήτηση που σχετίζεται με την κακή – αν όχι κάποιες φορές ανύπαρκτη – σχέση του ελληνικού κοινού με τη σύγχρονη τέχνη.
«Εμείς οι άνθρωποι των μουσείων – πονάω πολύ που δεν είμαι αυτή τη στιγμή ένας από αυτούς – έχουμε την ευθύνη να κάνουμε τα πάντα για να εξωτερικεύσουμε και να αναδείξουμε τη δεκτικότητα του κοινού. Χρειάζεται η μαγεία της έκθεσης και εκεί θέλει ταλέντο, φαντασία, ένστικτο, γνώση, για να αναδείξεις πτυχές, συνομιλίες, να δημιουργήσεις ένα κείμενο στον χώρο κι εκεί ο ρόλος της επιμέλειας είναι πολύ βασικός. Πιστεύω ότι διατυπώθηκε ένα ιδεολόγημα που μας ταλάνισε επί πολλές δεκαετίες – και από ανθρώπους του χώρου μας – όπου τέθηκαν πλαστά διλήμματα και προβλήματα με λάθος τρόπο για την ελληνική πραγματικότητα. Είναι πράγματι πιο εύκολη μια παραστατική ζωγραφική με το βάθος ενός Ρέμπραντ από έναν Ρόθκο;», λέει η επικεφαλής του εικαστικού προγράμματος AnnexM του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, το οποίο επίσης ανέλαβε από το σημείο μηδέν και θα ήθελε να το δει να εξελίσσεται ως ένα κέντρο σύγχρονης τέχνης, που θα μπορούσε να συνεργαστεί με άλλους φορείς καθώς πιστεύει ότι «δεν υπάρχουν ανταγωνιστικά μουσεία, όπως δεν υπάρχουν κι ανταγωνιστικές τέχνες. Η τέχνη είναι μία, υβριδική, σε όλους τους τομείς και στην εποχή μας και κατά ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Αρα αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να δείξουμε όλο το εύρος της εικαστικής δημιουργίας μέσα στη διαφορετικότητά της με κριτήρια».
«Ντροπή για το μουσείο»
Υπήρξε ποτέ προσδοκία επιστροφής στο ΕΜΣΤ μετά τα γεγονότα του 2014; «Οχι απλώς προσδοκία. Εγιναν συγκεκριμένες συζητήσεις και όχι μόνο από έναν υπουργό. Εγινε κι ένας διαγωνισμός και όπως προκύπτει από τα πράγματα υπήρξε μεθόδευση. Αυτή την ανεκδιήγητη ιστορία με το lower ντρέπομαι και να την κουβεντιάσω. Υπηρετούσα ήδη επί 15 χρόνια στο ΕΜΣΤ και άλλα 17 στην Εθνική Πινακοθήκη, είχα κάνει διεθνείς εκθέσεις. Θα έπρεπε να αμφισβητείται η γλωσσομάθειά μου; Είναι ντροπή για το μουσείο, όχι για μένα. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πόσο απροσχημάτιστα μπορεί κανείς να αυθαιρετεί και μάλιστα από πρόσωπα που δεν το φανταζόμουν».
Αν επέστρεφε στο κτίριο της οδού Καλλιρρόης ποια θα ήταν η πρώτη της κίνηση; «Υπάρχει διορισμένη διευθύντρια», απαντά και ακουμπά το φλιτζάνι της στο τραπέζι με ένα αινιγματικό χαμόγελο.