Ηταν άνοιξη του 2019, σε μία από τις προεκλογικές εξορμήσεις εκείνης της περιόδου στη Βόρεια Ελλάδα, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης, διεκδικώντας πολιτική αλλαγή, ζητούσε από τους συγκεντρωμένους πολίτες «να μη σπαταληθούν ψήφοι» προς μικρά κόμματα, δηλαδή προς πολιτικούς αντιπάλους που δεν εγγυώνται ρόλο και λόγο επόμενης ημέρας. Τώρα που η κυβέρνηση της ΝΔ διεκδικεί «δεύτερη εντολή προόδου», ο στόχος να μη «χαθεί» καμία ψήφος προς την ίδια… κατεύθυνση επανέρχεται (πολύ πιο) ζωηρά μπροστά στην εκλογική αναμέτρηση του 2023 με διαδοχικά συστήματα, την απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ και την ενισχυμένη της ΝΔ, να μετατρέπουν σε πολυπαραγοντική εξίσωση την αυτοδυναμία – «μία ακόμη απόλυτη πλειοψηφία», όπως είναι με τα λόγια του Μητσοτάκη ο γαλάζιος εκλογικός στόχος. Οσο πλησιάζει η ώρα της μάχης, στο τραπέζι της κυβέρνησης μπαίνουν προς ανάλυση όλες οι παγίδες και οι παράμετροι.
Η νεοδημοκρατική στρατηγική του… 38%+ περιλαμβάνει ήδη ρητορική και κινήσεις που στοχεύουν στη μέγιστη συσπείρωση ψηφοφόρων, ειδικότερα σε μπλόκο διαρροών στα δεξιά, καθώς και στη συρρίκνωση της πίτας των «μικρών» μέσω της πόλωσης που εν πολλοίς θα επιδιώξουν τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ για να αυξήσουν τα εκλογικά ποσοστά τους. Εξού και γίνονται σενάρια και υπολογισμοί, όπως αυτά που παρουσιάζουν τα «ΝΕΑ» σχετικά με όσα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό την αυτοδυναμία.
Είναι δεδομένο ότι το παιχνίδι – συγκεκριμένα ο πήχης της αυτοδυναμίας και όχι απλώς της νίκης στις δεύτερες εκλογές – δεν θα επηρεαστεί από τη διαφορά του πρώτου από το δεύτερο κόμμα αλλά από το ποσοστό εκείνων που δεν θα καταφέρουν να πιάσουν το όριο του 3% και θα μείνουν εκτός Βουλής. Εξού και στο ραντάρ προσοχής της ΝΔ βρίσκονται οι αναποφάσιστοι, πρωτίστως του μεσαίου χώρου καθώς και η αναζήτηση τρόπων (κυρίως μέσα από προβολή συγκεκριμένων πτυχών του κυβερνητικού έργου) συνεχούς, αμφίπλευρης διεύρυνσης προς τα δεξιά και προς το Κέντρο. Για ανάγκη να πειστούν «και οι πιο καχύποπτοι» μιλούσε χαρακτηριστικά ο Μητσοτάκης την προηγούμενη εβδομάδα σε κομματικά στελέχη από όλη την Ελλάδα, ζητώντας τους να βρίσκονται ως το τέλος «στη σωστή πλευρά της λεπτής γραμμής» μεταξύ υπερηφάνειας και αλαζονείας.
Τα διλήμματα
Η τόνωση ηθικού στην κομματική βάση, η ρητορική «αν όχι εμείς, τότε ποιοι;» καθώς και διλήμματα όπως «Μητσοτάκης ή Τσίπρας», τα οποία, σύμφωνα με το σκεπτικό του Μαξίμου, περνούν πιο εύκολα στους πολίτες αποτελούν βασικά σημεία της μέχρις στιγμής τακτικής της κυβέρνησης. Εξετάζονται ωστόσο περαιτέρω κινήσεις, γιατί παρά τη διατήρηση δημοσκοπικής υπεροχής, στη γαλάζια παράταξη υπάρχει ανησυχία για το αν προκύψουν σοβαρές επιπτώσεις και ποιες θα είναι αυτές στους πολιτικούς συσχετισμούς κυρίως λόγω ενεργειακής κρίσης και ακρίβειας.
Λένε πολλά τα πρωθυπουργικά καμπανάκια για τον κίνδυνο χαλαρής ψήφου, πόσω μάλλον μιας ψήφου διαμαρτυρίας, όπως δείχνουν πολλά και οι προσπάθειες να εμφανίζεται η πρώτη κάλπη σαν τελική. Την ίδια ώρα που περισσότερο από τον καθένα ανησυχούν για τις συνθήκες πόλωσης στις δεύτερες εκλογές τόσο η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου όσο και το ΜέΡΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, η κυβέρνηση προβληματίζεται τόσο για την επανενεργοποίηση των μετριοπαθών κεντρώων που στο πλαίσιο του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου στήριξαν τον Μητσοτάκη το 2019 όσο και για την απροσδιόριστη σε αυτή τη φάση συμπεριφορά όσων κινούνται στα άκρα δεξιά του εκλογικού χάρτη.
Με το βλέμμα στα δεξιά, Ηρώδου Αττικού και Πειραιώς εντείνουν προς το παρόν τη γαλάζια παρουσία σε περιοχές όπου καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά του Βελόπουλου. Και με το βλέμμα (και) στο Κέντρο, οι επιτελείς του Μητσοτάκη αναζητούν ανά την επικράτεια πρόσωπα που θα μπορούσαν να ενισχύσουν «αδύναμα» ψηφοδέλτια, ανεβάζοντας τις προοπτικές προσέλκυσης νέων ψηφοφόρων.